Το πιο μακρύ ταξίδι

της Μαίρης Μαγουλά

«Κάτω απ’ την Ακρόπολη άνθρωποι πολλοί / κουρασμένοι, ανέμελοι, ήρωες, δειλοί… Κάτω απ’ την Ακρόπολη είναι ένα στενό / σα μελίσσι ανήσυχο, καθημερινό…». Οι στίχοι αυτοί της Λίνας Νικολακοπούλου για το τραγούδι του Νίκου Αντύπα «Κάτω απ’ την Ακρόπολη» (2001, για την ομότιτλη σειρά του ALPHA) είναι ακριβώς ό,τι θέλει να περιγράψει η κυρία Μαγουλά στο νέο της μυθιστόρημα. Στη σκιά της Ακρόπολης άνθρωποι ερωτεύονται, παίζουν, σπουδάζουν, προδίδουν αλλά και πληγώνονται, παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, λυτρώνονται, αγωνίζονται να επιβιώσουν. Ένα σμάρι ψυχών και χαρακτήρων που μελισσολογάει αμέριμνο από τα καμώματα της μοίρας κι έχει την τύχη να το χαϊδέψει η ματιά της συγκεκριμένης συγγραφέως. Συγκινήθηκα, νοστάλγησα, ταξίδεψα….

Η Πλάκα, η γειτονιά των θεών, ένα κομμάτι του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, είναι ένας υπέροχος τόπος, γεμάτος μυστικά, χαμηλά σπιτάκια, ρομαντικές σκηνές και εκπληκτική θέα στην υπόλοιπη πόλη. Από τη δεκαετία του 1950 που άρχισε να εξαπλώνεται η πρωτεύουσα, πέρασε δύσκολες στιγμές ως προς τη συντήρηση, τη διατήρηση και την αποκατάστασή της. Αυτά τα ελάχιστα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν καίρια για πολλούς τομείς της τότε ζωής: εργασίας, κοινωνικών σχέσεων, οικονομίας και πολιτισμού. Σε αυτήν την εποχή κινούνται οι χαρακτήρες του βιβλίου «Το πιο μακρύ ταξίδι» και είναι όλοι τους διαλεγμένοι ένας ένας. Αστοί και φτωχοί, ανήλικοι και μεγαλύτεροι, φιλόδοξοι και απογοητευμένοι, κουτσομπόληδες και μικρόνοες, είναι όλοι εδώ και αφήνουν στην πένα της συγγραφέως να ξεδιπλώσει τις ιστορίες τους με τον δικό της χαρακτηριστικό και λυρικό τρόπο.

1) Ανδρέας Δροσινός και  Μαρία: εκείνος μεσήλιξ, γοητευτικός και πάμπλουτος, μορφωμένος και καλλιεργημένος, με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Η ζωή τα έφερε να μη γνωρίσει ακόμη κάποια που θα τον κερδίσει ώστε να συνεχίσει τη ζωή του μαζί της. Κατοικεί στο υπέρλαμπρο αρχοντικό της οδού Θουκυδίδου και αποκαλείται «πρύτανης» από τη μαρίδα της περιοχής. Η Μαρία είναι σύζυγος του εμποροϋπαλλήλου Μίμη και μητέρα. Ζουν στο ταπεινό σπιτάκι της οδού Αφροδίτης, αλλαγμένοι από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους και πνιγμένοι στα χρέη. Η σχέση τους έχει φθαρεί και ξεφτίσει και το σημείο χωρίς επιστροφή φτάνει όταν ο Μίμης αγωνίζεται να πείσει τη γυναίκα του να εκδηλώσει ερωτικό ενδιαφέρον προς τον Δροσινό ώστε να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα.

Αυτή θα είναι η αρχή για μια τρυφερή, αληθινή, ουσιαστική, έντονη ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Ανδρέα και τη Μαρία, μια ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω» και την αγάπησα γιατί αποπνέει ακριβώς αυτήν την αθωότητα και την ωριμότητα που είχαν οι έρωτες της εποχής. Συγκινήθηκα πολύ όταν διάβασα το παρακάτω απόσπασμα, γιατί μου έδειξε πως υπήρξαν και σίγουρα θα υπάρξουν τόσο δυνατές αγάπες όσο υπάρχουν άνθρωποι. Ίσως εδώ, μόνο του, ξεκομμένο λες από το υπόλοιπο κείμενο, να μη συγκινήσει τον αναγνώστη όμως αν ενταχτεί στην ερωτική ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων είναι το καλύτερο επιστέγασμα για αυτήν τη σχέση:

«Το πιο μακρύ και όμορφο ταξίδι μου ήσουν εσύ. Ήταν αυτή η διαδρομή που έκανα μέχρι να σε συναντήσω, μέχρι να βυθιστώ στα μάτια σου κι από εκεί να φτάσω στην καρδιά σου και να γνωρίσω την αγάπη» (σελ. 434).

Μπορεί η γενεσιουργός αιτία της γνωριμίας να ήταν το παράλογο μυαλό του Μίμη και η αντίθεση της Μαρίας σε αυτό, ο έρωτας όμως παίζει τα δικά του παιχνίδια. Είναι μια ρομαντική ιστορία με αληθινές πτυχές, ολοζώντανους διαλόγους, πραγματικά διλήμματα μα πάνω απ’ όλα ακεραιότητα χαρακτήρα και σασπένς! Σε μια κλειστή πεπαλαιωμένη κοινωνία τι τέλος μπορεί να έχει μια τέτοια σχέση; Φυσικά, κάτι απρόβλεπτο!

2) Φιλαρέτη Αληθινού, η αρχοντική κυρία της οδού Τριπόδων, Ταταυλιανή συγγραφέας και κολλητή φίλη του Ανδρέα Δροσινού. Μια εκπληκτική φιγούρα, που προσθέτει το δικό της λιθαράκι στις ιστορίες, μιας και σε μια εποχή που η Λητώ και ο Άγγελος Κατακουζηνός άνοιξαν το σπίτι τους σε φιλολογικούς και πολιτιστικούς κύκλους, το ίδιο έκανε κι εκείνη. Ηχηρό όνομα στην αστική τάξη, πανέξυπνη, με ένα μυστικό στο παρελθόν της, διορατική, με φίλους της ονομαστά πρόσωπα της πολιτικής, της λογοτεχνίας και της Τέχνης. Αγάπησα τους διαλόγους της με τον κολλητό της φίλο και μέσα από τη σχέση αυτή βρήκα τα καλύτερα επιχειρήματα για μια φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα.

3) Ναταλία Λόντου, χήρα ενεχυροδανειστή (τοκογλύφου λένε στην περιοχή) που μένει στο αρχοντικό της οδού Ραγκαβά με τις αναμνήσεις της και πίνει νερό στο όνομα του συζύγου της, που κατ’ εκείνη είχε βοηθήσει κόσμο και κοσμάκη μέσα από το επάγγελμά του, γιατί δεν έπαψε να είναι άνθρωπος κι έτσι δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ κανέναν. Μαζί της είναι ερωτευμένος ο αμαξάς Ανέστης, που η τύχη τα φέρνει έτσι ώστε να έρθουν στα χέρια του αποδείξεις για την πραγματική ταυτότητα του συζύγου της. Θα μιλήσει; Πόσο πολύ την αγαπά ώστε να τσαλακώσει τις ψευδαισθήσεις της; Έχει θέση μια αστή γυναίκα στη ζωή ενός αμαξά που κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να χάσει τη δουλειά του αφού τα ταξί αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος; Η Ναταλία Λόντου είναι μια επιβλητική προσωπικότητα, με «μαρμάρινη ομορφιά» όπως τη χαρακτηρίζει ο Ανέστης, δεν παύει όμως να είναι μια ψωροπερήφανη γυναίκα που ξέρει να κρατά αποστάσεις από ανθρώπους που δεν είναι του κύκλου της. Αυτή η γυναίκα έχει μια από τις συγκλονιστικότερες σκηνές τέλους σε όλο το μυθιστόρημα, για να μην πω και γενικότερα. Μόλις ολοκληρώθηκε η ιστορία της, έμεινα να κοιτώ τη σελίδα που σταμάτησα για ώρες. Ασύλληπτη πρωτοτυπία και εξαιρετική συνέπεια στις αντιλήψεις και τα πιστεύω της.

4) Ο Ανέστης είναι παππούς του λουστράκου Νικόλα, ενός παιδιού που το παράτησε ο πατέρας του για να μεταναστεύσει στη Γερμανία και σύντομα χάθηκαν τα ίχνη του. Αυτό το παιδί είναι κρυφά ερωτευμένο με την Αναφιώτισσα Μαργαρίτα, μια κοπέλα που πουλά λουλούδια για να επιβιώσει, ορφανή από γονείς. Σύντομα και τα δυο παιδιά θα γνωρίσουν μια αναπάντεχη τροπή της τύχης και θα αρχίσουν να πιστεύουν στα όνειρα, μιας και η εξέλιξή τους θα είναι ουσιαστική και εντελώς διαφορετική. Θα καταφέρουν λοιπόν παρά τις αλλαγές να μείνουν μαζί; Η Μαργαρίτα αγαπάει τον Νικόλα ή μιλάμε για έναν έρωτα πλατωνικό; Τι ρόλο θα παίξει ο εγγονός του καραγκιοζοπαίχτη και τι τύχη έχουν αυτές οι φιγούρες σε μια εποχή που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σύντομα αυτή η διασκέδαση θεωρείται ξεπερασμένη;

Αυτοί είναι ελάχιστοι μόνο από τους χαρακτήρες που παρελαύνουν στις σελίδες του τρυφερού αυτού μυθιστορήματος, μιας και στα πόδια τους μπλέκεται ένας μυστηριώδης επαίτης με πράσινα μάτια, οι δύο περίφημες κουτσομπόλες των Αναφιώτικων, η Μαρίκα η «βρόμα» και η Κατίνα η καμπούρα, η αγαπησιάρα υπηρέτρια Γερασιμούλα, που κατάφερε να μαζέψει χρήματα για να γυρίσει στην Κεφαλονιά να δει τους δικούς το καλοκαίρι του φονικού σεισμού των Επτανήσων, η μάντισσα Λευκούλα και πολλοί άλλοι.

Τι καλογραμμένες ιστορίες και πόσο αρμονικά μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη! Δε χάθηκα στιγμή, δε βαρέθηκα λεπτό μα πάνω απ’ όλα δεν ήθελα να σταματήσω να διαβάζω αυτό το κείμενο. Η συγγραφέας έχει κάνει πολύ προσεγμένη μελέτη και την έχει αποδώσει σωστά και ακριβώς όπου και όπως θα έπρεπε. Στην πορεία της ιστορίας οι αλλαγές στα μέτρα ζύγισης (οκά και κιλό), η υποτίμηση της δραχμής, η αστυφιλία και οι νέες ανάγκες για κατοικία, οι πολιτικές αλλαγές στις κυβερνήσεις, η πρόοδος του πολιτισμού, η μετάβαση σε μια νέα, διαστημική εποχή, οι ανασκαφές για την Αρχαία Αγορά, το κόστος αγοράς ενδυμάτων και τροφίμων, είναι στοιχεία που περνάνε υποδόρια ανάμεσα στις γραμμές είτε μέσω εφημερίδων είτε με τα λόγια κάποιων από τους χαρακτήρες. Φυσικά το χιούμορ της συγγραφέως σπάει κόκαλα και είναι το απαραίτητο συστατικό για να ξαλαφρώσει κατά τόπους ο αναγνώστης: «…αντί να αφήσει τη γυναίκα σπίτι και να βγει να γλεντήσει, χώνεται μέσα στα βιβλία και χαζεύει. Τι σε νοιάζει, μωρέ, τι κάνουν αυτοί εκεί μέσα, και χθες τους ήξερες;» (σελ. 289).

Πρόκειται για ένα άρτια δομημένο σκηνικό μέσα στο οποίο κινούνται άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αληθινοί, γνήσιοι, αυθεντικοί, χαρακτήρες που δε χάνουν ούτε μια στιγμή τα ιδεώδη τους, παραμένουν πιστοί στον βασικό τρόπο σκέψης τους και σε αρκετές περιπτώσεις η ιστορία τους ολοκληρώνεται με ευρηματικά πρωτότυπους τρόπους, που μου έδειξαν το μέγεθος της ψυχής τους, την ανθρωπιά τους και την ολοκληρωμένη προσωπικότητά τους. Επιπλέον, η κυρία Μαγουλά μου έγραψε τον ακριβέστερο ορισμό της αγάπης: «Η αγάπη θέλει χρόνο, πρέπει να ζήσεις, να μάθεις τον άλλο και να χαίρεσαι όχι για τα κοινά που θα ανακαλύπτεις αλλά για τις διαφορές που ηθελημένα θα μοιράζεσαι μαζί σου» (σελ. 232).

Η γραφή μυρίζει αγιόκλημα και βασιλικό, με μετέφερε από τις αυλές των Αναφιώτικων στα σαλόνια της Πλάκας κι από κει στην τάφρο του ηλεκτρικού στο Θησείο και στην πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας, από τη Βαρβάκειο αγορά στο Μινιόν και τον Κ. Μαρούση κι από το Σύνταγμα στα Χαυτεία. Ένα κείμενο μελετημένο, δοσμένο με προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια, δουλεμένο, άμεσο και συγκινητικό. Η μόνη μου ένσταση αφορά την επέκταση του κειμένου και στη δεκαετία του 1960, μιας και μέχρι εκείνο το σημείο οι ιστορίες ήταν σφιχτοδεμένες, η πλοκή ήταν αρμονικά συνυφασμένη με τα πραγματολογικά στοιχεία μα πάνω απ’ όλα το φινάλε κάποιων περιστατικών ήταν τόσο έντονο που χρειαζόταν κάτι ακόμη πιο δυνατό για να μην πάρει ο αναγνώστης ανάσα ως το τέλος. Δυστυχώς όμως οι χαρακτήρες που προχώρησαν παραπέρα έπρεπε να δοκιμαστούν στις μυλόπετρες της προόδου και της εξέλιξης και αυτό θα φαινόταν μόνο με την παράθεση περισσότερων ιστορικών στοιχείων εις βάρος της μυθοπλασίας και με επιλεκτική σκιαγράφηση των εναπομείναντων χαρακτήρων. Δηλαδή ενώ το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος είχε την αμέριστη προσοχή μου εξαρχής και η πλοκή ήταν άψογα συνυφασμένη, στις τελευταίες σελίδες ένιωσα την ένταση να χαλαρώνει αρκετά και να δίνεται μεν το κατάλληλο φινάλε για όλους με επιπτώσεις στην ύφανση της υπόθεσης δε, χωρίς αυτό να σημαίνει πως χάλασε η μαγεία της ατμόσφαιρας.

«Το πιο μακρύ ταξίδι» δείχνει «…πόσο μεγάλος είναι αλήθεια ο κόσμος και πόσο μικρή η ζωή μας» (σελ. 433) και το συνιστώ με όλη μου την καρδιά σε όσους θέλουν μια καλογραμμένη συντροφιά να τους ψιθυρίζει το βράδυ τα όνειρά τους και να τους αφηγείται τη ζωή τους. Λιτά, ουσιαστικά, τρυφερά.

Πάνος Τουρλής