Το πανδοχείο

της Δέσποινας Χατζή

Ποια είναι η Αντονέλλα Ιωακειμίδη και πώς βρέθηκε στην Καλαβρία; Γιατί αγόρασε το ερειπωμένο πανδοχείο και το επαναλειτούργησε; Ποιοι είναι οι άνθρωποι που συγκέντρωσε γύρω της στο λιόγερμα της ζωής της και γιατί μετέτρεψε μια κερδοφόρα επιχείρηση σε σπίτι διαμετρικά αντίθετων συγκάτοικων; Ποιο είναι το κοινό τους χαρακτηριστικό που την οδήγησε να τους ενώσει κάτω από την ίδια στέγη; Πόσο σημαντική είναι η άυλη πολιτιστική κληρονομιά της γκρεκάνικης διαλέκτου και της Κάτω Ιταλίας γενικότερα; Πώς βίωσε τον πόλεμο και την Κατοχή και γιατί ακολούθησε την καρδιά της που την οδήγησε σε μια χώρα αρχικά εχθρική τότε;

Η Δέσποινα Χατζή επιστρέφει με ένα από τα καλύτερά της μυθιστορήματα για να μας χαρίσει ένα ταξίδι στη νότια Ιταλία και συγκεκριμένα στα ελληνικά χωριά της Καλαβρίας, όπου εκτυλίσσονται συγκινητικές ιστορίες και συναρπαστικά γεγονότα που αναδεικνύουν τα κοινά χαρακτηριστικά της ελληνικής νοοτροπίας με τους κατοίκους της περιοχής. Άντρες και γυναίκες αγαπούν και προδίδονται, ελπίζουν και διαψεύδονται, αγωνιούν για το αύριο ή συνεργάζονται με τους κατακτητές, κρύβουν μυστικά, ωριμάζουν, μεγαλώνουν, αλλάζουν. Στην Αθήνα τη δεκαετία του 1940 και στην Ιταλία μετά τον πόλεμο, εκεί εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, με τη δεκαετία του 1990 να παρεμβάλλεται για να δείξει νέους χαρακτήρες, να καταγράψει νέες ενδιαφέρουσες σχέσεις, και δοθείσης ευκαιρίας που τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα το Πάσχα να μάθουμε επιλεγμένα λαογραφικά στοιχεία της περιοχής.

Βασικός άξονας των ιστοριών είναι η Αντονέλλα, μια δυναμική γυναίκα και μια από τις πιο ολοκληρωμένες προσωπικότητες που έχω συναντήσει ως τώρα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Είναι η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου Magna Grecia και αφοσιωμένη ολόψυχα στη διάσωση και ανάδειξη του πολιτισμού της περιοχής, η οποία δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου από τη σκληρότητα που επέδειξε στον ελληνόφωνο πληθυσμό της ο Μπενίτο Μουσολίνι. Η Αντονέλλα έζησε από την αρχή την ανασυγκρότηση του τόπου, βίωσε στο πετσί της τις δυσκολίες από τα υλικά και ψυχικά ερείπια που έμειναν όρθια. Τη δεκαετία του 1990 η Αντονέλλα έχει πλέον μοιράσει τα δωμάτια σε συγκατοίκους: στον εξηνταπεντάχρονο Ιταλό εβραϊκής καταγωγής Μικέλε Τριπόνι, στο μεσήλικο ζευγάρι Βερόνικα και Κλαούντιο Κόντι, στον καθολικό ιερέα Αλμπέρτο Ρίτζι, πιστό στο ποίμνιο της ενορίας του Ρηγίου όπου και είναι εφημέριος, στην εξηντάχρονη συγγραφέα Σεμπαστιάνα Κόπολα και στην εξηνταπεντάχρονη ηθοποιό Νινέτα Ρούσο που ο καθένας τους βάζει και το δικό του λιθαράκι στις εξελίξεις.

Ο έρωτας της ζωής της πρωταγωνίστριας, Αναστάζιο Αντριότι, με τον οποίο αγόρασαν το πανδοχείο το 1960, μετά από πολλές οικονομικές δυσκολίες και επιχειρηματικές αποτυχίες, είναι φιλέλληνας και κατά τη διάρκεια του πολέμου προσπάθησε να μη ρίξει ούτε μια σφαίρα εναντίον των Ελλήνων, όπως τον νουθέτησε ο πατέρας του. Η ιστορία της αγάπης τους ξεδιπλώνεται συγκινητικά, γλυκά και τρυφερά, με πολλά σκαμπανεβάσματα που δίνουν χώρο σε παράλληλες ιστορίες να ξεδιπλωθούν χωρίς να πάρουν όμως πρωταγωνιστική θέση στη ροή της αφήγησης.

Η οικογένεια του Αντριότι δεν έχει τόσο πλούσιο και περίπλοκο παρελθόν όσο της γυναίκας του κι αυτό με βρήκε σύμφωνο, μιας και τα μέλη της οικογένειας της Αντονέλλας είχαν τις δικές τους ιστορίες να αφηγηθούν και να αλλάξουν πολλές φορές τη μοίρα των ηρώων. Ο πατέρας της, Αριστείδης, είναι σχιζοειδής προσωπικότητα, πρόθυμος ν’ αρπάξει κάθε ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του και η μητέρα της Βασιλική, είναι υποταγμένη στον άντρα της και μπερδεμένη συναισθηματικά, μιας κι ένα μυστικό τη βασανίζει ακόμη. Τα γεγονότα θα τη φέρουν από την Κηφισιά στα Πατήσια κι από κει στην Κυψέλη, με την Ιστορία ν’ αλλάζει τον κόσμο γύρω της. Πρότυπο της Αντονέλλας είναι η εξαδέλφη Δήμητρα που την παρακινεί να κάνει κάτι κι εκείνη για τον αγώνα υπέρ της πατρίδας. Τα αδέρφια του πατέρα της, ο Φωκάς, φαρμακοποιός, μποέμ, με πάθη και ευαισθησίες, κάτοικος Θεσσαλονίκης, μέσω του οποίου γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τους διωγμούς των Εβραίων της πόλης και ο Ανδρέας, χημικός, χαρισματικός επιχειρηματίας, παντρεμένος με την Αρετή, μια επιπόλαια, αγενή, γεμάτη προκαταλήψεις και ταμπού γυναίκα, είναι οι πιο κοντινοί της άνθρωποι που μπολιάζουν τα πρώτα της βήματα με τις απόψεις και τη συμπεριφορά τους.

Η συγγραφέας περιγράφει όμορφα και παραστατικά την ιταλική ύπαιθρο και καταγράφει με δεξιοτεχνία και διορατικότητα τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις και τη στάση ζωής των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας, κατά τη διάρκεια και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ήθη και έθιμα, μαγειρική, γλώσσα, απλώνονται και στολίζουν κομψά το κείμενο. Οι ενδιαφέρουσες και παραστατικές ιστορίες ανακατεύονται αρμονικά μεταξύ τους, οι χαρακτήρες αλληλοεπιδρούν θετικά και αρνητικά, εξελίσσονται, μεγαλώνουν και η συγγραφέας χαρίζει άπλετες λέξεις για να τους ντύσει. Ένιωσα τόσο χορτάτος όταν τελείωσε το βιβλίο που για καιρό με τριγύριζαν οι ήρωες και οι πράξεις τους.  Επίσης, θίγονται πολλά διαχρονικά ζητήματα, όπως οι σχέσεις μεταξύ παιδιών και γονιών, η νέα αρχή όταν τα παιδιά πάρουν τον δρόμο τους, ακόμη και η γυναικεία χειραφέτηση, χωρίς όμως υπερβολές και ακρότητες. Μέσα από σωστά και βάσιμα παραδείγματα δίνεται το μέγεθος των αρνητικών συνεπειών της υποταγής στις εντολές και στον φόβο του άντρα είτε ως συζύγου είτε ως πατέρα και τον εγκλεισμό σε κοινωνικά στερεότυπα με το «τι θα πει ο κόσμος» πάντα πάνω από το κεφάλι τους, ενώ διάφορα περιστατικά δείχνουν τρόπους για να πατήσει μια γυναίκα στα πόδια της, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, να εμπιστευτεί τον εαυτό της και να έχει αυτάρκεια και αυτοβουλία.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής καταγράφονται ιστορίες εθνικής αντίστασης και ηρωισμού μα και δειλίας και συνεργασίας με τον εχθρό, με αποτέλεσμα η οικογένεια της Βασιλικής να χωριστεί στα δύο, αφού κάποιοι ακολουθούν το ένα και κάποιοι το άλλο μονοπάτι με ανυπολόγιστες συνέπειες. Ηρωισμός και απαξίωση, ντροπή και θάρρος είναι τα δύο άκρα στα οποία ισορροπεί το ένα κομμάτι του βιβλίου. Και με πόση προσοχή και φροντίδα αγγίζει το θέμα του βάρους της ντροπής στα παιδιά του ανθρώπου που συνεργάζεται με τους Γερμανούς, τι αγώνα δίνουν για να φύγει από πάνω τους η ρετσινιά, πόση στήριξη χρειάζονται για να καταλάβουν πως δεν είναι ίδιοι σαν τον γονιό τους αλλά έχουν δικά τους χαρακτηριστικά και αντιλήψεις και πως κανείς δε θα τους ταυτίσει. Υπέροχα νοήματα, δυνατά συναισθήματα (αγάπη και εμπιστοσύνη, ηρωισμός και δοτικότητα, ελευθερία και αποφασιστικότητα) και πολλές ιστορίες από την ελληνική Κατοχή και από την καθημερινότητα των κατοίκων της Μεγάλης Ελλάδας συγκροτούν ένα μεστό, χορταστικό και καλογραμμένο μυθιστόρημα.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ευλογημένοι οι άνθρωποι που η ψυχή τους δεν ριζώνει πουθενά» (σελ. 374).

«Οι αληθινοί έρωτες δεν πεθαίνουν, Βασιλική, εξελίσσονται σε βαθιά αγάπη» (σελ. 376).

Πάνος Τουρλής