Το παιδί και οι άνεμοι της Αρμενίας

του Αρτούρο Αλεξανιάν

Ο Αρτούρο Αλεξανιάν γεννήθηκε στη Γαλλία από Αρμένιους γονείς, σπούδασε χημεία, ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και κατέληξε στη Φλωρεντία για να ασχοληθεί με τα προβλήματα του περιβάλλοντος. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε κυρίως με ποιητικές συλλογές και διηγήματα. Στο μυθιστόρημα αποτυπώνονται οι δύσκολες στιγμές της αρμενικής κοινότητας το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή που έβαλε την οριστική ταφόπλακα στα όνειρα και τις φιλοδοξίες πολλών για ελευθερία και ανεξαρτησία μέσα στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πώς γλύτωσαν η μητέρα και η αδελφή του από τη σφαγή στην Μπαντίρμα; Γιατί κατέφυγαν στη Βενετία; Πώς γνώρισε η Σερπουί Μαγκαριάν τον άντρα της και πατέρα του αφηγητή; Αυτές και άλλες ερωτήσεις απαντώνται σ’ ένα συγκινητικό χρονικό.

Ο συγγραφέας μιλά σε πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται στον ίδιο του τον εαυτό: «… σ’ εσένα, καταραμένο κομμάτι του εαυτού μου… Εσύ ήσουν ο δαίμονας μέσα μου, με δελέαζες να χάνω τη σιγουριά μου…δεν με ενθάρρυνες να μετατρέπω την προοπτική σε σιγουριά» (σελ. 27). Τον θυμό διαδέχεται η περιέργεια, ο πειθαναγκασμός και τελικά η αποδοχή: «Οι αναμνήσεις δεν είναι μια απλή επιστροφή στο παρελθόν, αυτές πιθανότατα συνθέτουν την ταυτότητά μας» (σελ. 53). Αυτό το εσωτερικό του ταξίδι αντιδιαστέλλεται με το πραγματικό, της ζωής του, στην οποία πορεύεται χωρίς συναίσθηση της αρμένικης ταυτότητάς του. Δε ρώτησε τα μέλη της οικογένειάς του, ίσως γιατί η περιέργεια να θεωρείται αγένεια, και διαπίστωσε πως ουσιαστικά έκανε ό,τι και όλοι οι άλλοι συμπατριώτες του: απασχολημένοι να κυνηγάνε τον επιούσιο, ζούσανε τη λησμοσύνη. Μετά τον θανατηφόρο και καταστροφικό σεισμό της Αρμενίας το 1988 άρχισαν να στρέφουν τη ματιά τους στην κοιτίδα τους.

Όπως λέει ο Αρτούρο Μολινάρι στην εισαγωγή του μυθιστορήματος: «Ο πρωταγωνιστής δεν ξεχνάει την πατρίδα που του έκλεψαν, γίνεται όμως πολίτης του κόσμου και επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία ενός λαού μέσα από την προσωπική του ιστορία» (σελ. 15). Έτσι, οι αναμνήσεις του ξεκινάνε από τα 11 του χρόνια που ταξίδευε με τη μητέρα του προς τη Βενετία από την Γκρενόμπλ όπου είχε μεγαλώσει. Η πλοκή ξεδιπλώνεται με μια αφηγηματική πρωτοτυπία: σχεδόν κάθε κεφάλαιο ξεκινάει με έναν συμπρωταγωνιστή των δύο γυναικών τη συγκεκριμένη χωροχρονική στιγμή, ώστε αμέσως μετά να αναλάβει πάλι ο ίδιος ο συγγραφέας. Αυτό δίνει ποικιλία και εκπλήξεις στη ροή της ανάγνωσης και ταυτόχρονα φωτίζει διαφορετικές ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως τον αξιωματικό του τουρκικού στρατού που φυγάδευσε μάνα και κόρη (για πρώτη φορά αρχίζει να αμφισβητεί τις διαταγές των ανωτέρων του, μιας και πλέον απαιτείται η άμεση εξόντωση όλων των Αρμενίων: «Ως στρατιώτης οφείλω να υπακούσω, ωστόσο νιώθω έναν έντονο δισταγμό, το βασανιστικό νήμα της αμφιβολίας διαπερνάει τα καθήκοντα που σαν καλός στρατιωτικός οφείλω να εκτελέσω γιατί έτσι με διέταξαν και η φωνή της συνείδησης δεν μ’ αφήνει σε ησυχία», σελ. 67). τη Μανίγκ, κάτοικο Βενετίας, ακόμη και τον ίδιο τον πατέρα, τον Μπόχος, που μας αφηγείται τις δικές του περιπέτειες πριν παντρευτεί τη γυναίκα του με προξενιό και πώς αναγκάστηκε ν’ αλλάξει το επίθετό του.

Η γενοκτονία των Αρμενίων και η απηνής καταδίωξη του πληθυσμού από τους Τούρκους, οι συνέπειες αυτής της προσφυγικής περιπέτειας στον χαρακτήρα και τις αντιλήψεις των θυμάτων, η αδυναμία μιας τρίτης γενιάς να στραφεί στο παρελθόν γεμάτη φόβο για τον ρόλο που επιτελεί ένα ομόδοξο και ομόγλωσσο κοινωνικό σύνολο στη ζωή τους, εφόσον ήθη, έθιμα, ιστορία και δοξασίες υπάρχουν αλλά βυθισμένα στην αχλή από την έλλειψη επίσημης αναγνώρισης είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που θέτει με εύσχημο και δωρικό τρόπο ο συγγραφέας στο τόσο διαφορετικό από τα άλλα τρίτο βιβλίο της σειράς «Μικρές Ιστορίες για Μεγάλα Γεγονότα». Η επιλογή μάλιστα να μην υπάρχει σαφές τέλος ούτε οριστικές απαντήσεις για τα αρχικά ερωτήματα δείχνει πως η γνωριμία του εαυτού μας δε σταματάει ποτέ, πως συνεχίζουμε να κατεβαίνουμε όλο και πιο βαθιά μέσα μας για να ξαναβρίσκουμε κι άλλο ένα ψήγμα του εαυτού μας.

Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από επίμετρο της Εμανουελίτα Βέκιο που περιγράφει με ακρίβεια και συνέπεια την ανάγκη του συγγραφέα να γράψει «για να ανακτήσει τις αναμνήσεις και με αυτές την αρμενικότητά του κι έτσι για να ξαναβρεί τον εαυτό του που βρίσκεται σε φυγή… ωσότου αποδεχτεί την κατάστασή του και κάνει έτσι το πρώτο βήμα προς μια νέα ψυχική γαλήνη» (σελ. 18) και από το ποίημα «Ανάσταση» με την άδεια του Αρτούρο Αλεξανιάν. Η σειρά «Μικρές Ιστορίες για Μεγάλα Γεγονότα» «είναι στραμμένη στους νεαρούς αναγνώστες και φιλοξενεί κείμενα με λογοτεχνική αφήγηση». Η κεντρική ιδέα κάθε βιβλίου είναι ένα πραγματικό γεγονός και η εξιστόρησή του οδηγεί στη μεγαλύτερη εικόνα της εποχής, των ιστορικών προσώπων και των πράξεών τους.

Πάνος Τουρλής