Η Αλέξις αποφασίζει να επισκεφθεί τον τόπο καταγωγής της μητέρας της, Σοφίας, την Κρήτη, για να μάθει το παρελθόν της οικογένειάς της λίγο πριν σταθεί στα δικά της πόδια. Η Σοφία, πριν εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο, ζούσε στην Πλάκα, απέναντι από το νησί της Σπιναλόγκας. Τι συνέβη λοιπόν στη ζωή της και γιατί το κρατάει επτασφράγιστο μυστικό; Πώς ζούσαν στο νησί οι λεπροί που έστελνε εκεί το κράτος και πώς συνδέεται μαζί τους η οικογένεια της Αλέξις;

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται κυρίως από το 1939 έως το 1957, οπότε και εγκαταλείφθηκε το νησί με την πλήρη πλέον θεραπεία της ασθένειας, αλλά και συνεχίζεται αποσπασματικά αλλά με γερό δέσιμο ως το 2001. Είναι ένα κείμενο γεμάτο συγκίνηση και έρωτα, ρεαλισμό και αγωνία, ανατροπές και διαχρονικές αλήθειες. Έχουν περάσει κοντά δεκαπέντε χρόνια απ’ όταν πρωτογράφτηκε κι έκτοτε βοήθησε πολύ στην απομυθοποίηση της λέπρας και στην αποδόμηση των ανυπόστατων φημών που τη συνοδεύουν ακόμη και τώρα, πάνω από μισό αιώνα αφότου βρέθηκε η θεραπεία της. Με ενάργεια και προσοχή ζωντανεύει η ιστορία της κοινότητας των χανσενικών και το βάρος της μνήμης που εξακολουθεί να σηκώνει το νησί: «…ίσως ήταν ένα μέρος όπου η ιστορία παρέμενε ακόμη ζωντανή, όχι νεκρή ανάμνηση, όπου οι κάτοικοι ήταν πραγματικοί και όχι πλάσματα του μύθου» (σελ. 25). Μεγάλα και χορταστικά κεφάλαια, δυνατές περιγραφές τοπίων και συναισθημάτων, λεπτομέρειες που η συγγραφέας αρπάζει για να τις τοποθετήσει σε κομβικά σημεία της αφήγησης ζωντανεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και δίνοντας αληθοφάνεια στην καθημερινότητα της Σπιναλόγκας αλλά και της Πλάκας είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του βιβλίου.

Θαύμασα το πόσο παραστατικά δίνονται στιγμιότυπα όπως η θερινή ραστώνη όπου τίποτα δεν κουνιέται και κανείς δεν ακούγεται, η ερειπωμένη τώρα και ολοζώντανη τότε Σπιναλόγκα, οι εναλλαγές των εποχών με τις αντίστοιχες δουλειές στο σπίτι και στο χωράφι, καθώς και πόσο περίτεχνα δείχνουν οι λέξεις τον άηχο πόνο: «Είχε στεγνώσει από το κλάμα, σαν στυμμένο ρούχο, και είχε φτάσει εκείνο το στάδιο του θρήνου όπου η εξάντληση και ένα περίεργο αίσθημα ανακούφισης αρχίζουν να επικρατούν, καθώς περνούν τα πρώτα κύματα απόλυτης θλίψης» (σελ. 190). Ήθη και έθιμα, η καθημερινότητα μιας νοικοκυράς και τα μυστικά της οικιακής οικονομίας που περνάνε από γενιά σε γενιά, η προίκα, οι σχέσεις και οι ρόλοι των συζύγων στην οικογένεια, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία και ο τρόπος που διαχειρίζεται το νοικοκυριό της, η αυστηρότητα του άντρα, το μεροκάματο στα χωράφια πότε με το μάζεμα της ελιάς και πότε με τ’ αμπέλια, όλα δίνονται με ενάργεια και παραστατικότητα.

Πίσω στη δεκαετία του 1930, η Ελένη και ο Γιώργης Πετράκης ζουν στην Πλάκα με τις κόρες τους, Μαρία και Άννα. Εκείνος είναι ο βαρκάρης που μεταφέρει τις προμήθειες στη Σπιναλόγκα κι εκείνη δασκάλα στο σχολείο του χωριού. Πώς είναι να φεύγεις μακριά από το σπίτι σου και ουσιαστικά να είσαι φυλακισμένος, μακριά από την οικογένειά σου και την ως τότε ζωή σου; Έτσι αισθάνεται η Ελένη όταν, μετά από εξέταση, μαθαίνει ότι έχει λέπρα κι έτσι μεταβαίνει στη Σπιναλόγκα με τον εννιάχρονο Δημήτρη, έναν μαθητή της που διαγνώστηκε με το ίδιο πρόβλημα υγείας. Η συγγραφέας ζωντανεύει τον αποχαιρετισμό, καταγράφοντας κάθε συναίσθημα και κάθε στάση που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή: ο σύζυγος αποχαιρετά τη γυναίκα του, η σύζυγος τα πάντα, το χωριό άλλον έναν γείτονα. Ένιωθα τη λεπτή κλωστή του ελέγχου και της αυτοσυγκράτησης να τεντώνεται με κάθε βήμα της Ελένης, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή κάποιος να ρίξει το πρώτο δάκρυ για να ξεσπάσει η πλημμύρα. Δίνονται εικόνες γεμάτες συγκίνηση και φόρτιση που αποφεύγουν επιδέξια να γίνουν μελοδραματικές.

Με την ίδια δεξιοτεχνία, περιγράφονται και οι συνθήκες της καθημερινότητας στο νησί της Σπιναλόγκας, ένας τόπος γεμάτος αντιθέσεις, καταφύγιο για όσους ζούσαν ως παρίες και στιγματισμένοι αλλά και τόπος εξορίας για όσους άφηναν πίσω τις οικογένειές τους. Ήταν μια κλειστή κοινωνία με σαφείς και δημοκρατικούς κανόνες, μέχρι και εκλογές έκαναν, όπου νερό και ηλεκτρισμός ήταν μια αναγκαιότητα, μόνο που οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές, παρ’ όλες τις προσπάθειες του αιρετού αρχηγού. Η Ελένη από τη μια στιγμή στην άλλη ζει τον αντίθετο ρόλο: αντί να δίνει συμπόνια, τη δέχεται τις πρώτες δύσκολες μέρες της εγκατάστασης και όχι μόνο τότε. Έρχονται τα πάνω κάτω στη ζωή της, μπαίνει σε μια άλλη κοινότητα και τα πράγματα χειροτερεύουν όταν διαπιστώνει την αδιαφορία της δασκάλας Χριστίνας Κρουσταλάκη για τη διδασκαλία και τη μάθηση των παιδιών. Η Κρουσταλάκη, ο Πέτρος Κοντομάρης, ο αρχηγός του νησιού, και η γυναίκα του, Ελπίδα, ο Θόδωρος Μακριδάκης, ο Χρήστος Λαπάκης, ο γιατρός που προσφέρθηκε να κάνει ό,τι οι συνάδελφοί του θεωρούσαν επικίνδυνο και απερίσκεπτο, να επισκέπτεται δηλαδή το νησί βάσει της πειθούς που χρησιμοποίησε ο Κοντομάρης προς την κυβέρνηση για βελτίωση της υγείας και για ανύψωση του ηθικού των ασθενών, ο Νικόλαος Κυρίτσης που θα παίξει έναν απρόσμενο ρόλο στην ιστορία και άλλοι εξίσου ενδιαφέροντες χαρακτήρες, καλοί και κακοί, συγκροτούν έναν ιστό που δε σταμάτησε να προκαλεί το ενδιαφέρον μου με τις ποικίλες διαπροσωπικές τους σχέσεις και τις συνθήκες διαβίωσης στη Σπιναλόγκα.

Παράλληλα γνωρίζουμε και τις κόρες της Ελένης, την απείθαρχη και δύσκολη Άννα και την ευγενική Μαρία τις οποίες ανέλαβε ο Γιώργης να θρέψει μόνος του: «Τη μια στιγμή ήταν ο επικεφαλής ενός σπιτικού, την αμέσως επόμενη ήταν απλώς ένας άντρας με δυο κόρες» (σελ. 108). Τα δυο κορίτσια έχουν διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες, με τη μεν Άννα να φλερτάρει επικίνδυνα και η ζωή της να τη φέρνει σε ερωτικά σταυροδρόμια, τη δε Μαρία να αφοσιώνεται στη φροντίδα του πατέρα ώσπου συμβαίνει στη ζωή της κάτι αναπάντεχο, που βάζει την πλοκή σε νέες βάσεις. Και μέσα σε όλα αυτά χωράνε η αγωνία και η ανασφάλεια ενός δεκαοχτάχρονου κοριτσιού που μαθαίνει «μια νύχτα του Αυγούστου» πως είναι υιοθετημένη, παιδί μιας τραγικής και δύσκολης οικογενειακής ιστορίας αλλά και η ωρίμανση μιας άλλης κοπέλας που καταφέρνει να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να οδηγηθεί σε μάλλον σωστές αποφάσεις, να ωριμάσει, χάρη σε μια ιστορία που άκουσε και αφορούσε τις ζωές όλων αυτών των ανθρώπων!

Το βιβλίο κυλάει σα νεράκι, με υπέροχες και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, με καλοδεχούμενες παρομοιώσεις και μεταφορές, με τα γεγονότα στην Πλάκα και τη Σπιναλόγκα να διαδέχονται το ένα το άλλο ακόμη και στο ίδιο κεφάλαιο με τέτοιο τρόπο που δεν προλάβαινα να πάρω ανάσα. Τα χρόνια κυλούν, οι άνθρωποι στρώνουν ή τινάζουν στον αέρα τη ζωή τους, περνάνε τον πόλεμο και την Κατοχή με τις γνωστές δυσάρεστες συνέπειες (με εξαίρεση τους λεπρούς, αφού κανείς δεν ήθελε να τους «καθυποτάξει»), ερωτεύονται και ελπίζουν, πονάνε και υποφέρουν. Και φτάνουμε στο 1957, όπου η θεραπεία είναι πια προ των πυλών κι αρχίζει το κράτος να επιτρέπει στους πρώτους λεπρούς να φύγουν από το νησί. Πόσο ρεαλιστικά καταγράφεται η απροθυμία τους να γυρίσουν πίσω στην προηγούμενη ζωή τους, η αβεβαιότητα για το αύριο, η αγωνία για τον ρόλο τους σε μια κοινωνία που έχει προχωρήσει χωρίς αυτούς κι επιπλέον δε θα διστάζει να τους δείχνει με το δάχτυλο λόγω της παραμόρφωσής τους ή της διαβίσωσής τους στο νησί! Τι όμορφα και πόσο παραστατικά ζωντανεύει το γλέντι του κλεισίματος της Σπιναλόγκας στις 25 Αυγούστου 1957! Χορός και κέφι, φαγητό και ποτό, ώσπου δύο πυροβολισμοί κόβουν τη νύχτα στα δύο…

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα ελληνικά το 2007 και έκανε πάταγο, φέρνοντας στο προσκήνιο την ξεχασμένη ιστορία των ασθενών της νήσου Σπιναλόγκας στην Κρήτη ενώ μεταφέρθηκε στην τηλεόραση τη σεζόν 2010-2011 προσαρμοσμένο από τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου (μια από τις ακριβότερες παραγωγές, με προϋπολογισμό 11.000.000 ευρώ). Το 2020 επανακυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση και με πρόλογο της συγγραφέως, η οποία εξηγεί πώς ήρθε σε επαφή με τον χώρο της Σπιναλόγκας στο ταξίδι της στην Κρήτη το 2001 και πώς αυτή η εμπειρία την οδήγησε να ψάξει περισσότερο για τη λέπρα, μια ασθένεια την οποία ο περισσότερος κόσμος δε γνωρίζει ή βασίζεται σε αναλήθειες. Η συγγραφέας διαπίστωσε πως η Σπιναλόγκα δεν ήταν τόπος δυστυχίας και απελπισίας αλλά ένα μέρος όπου κάποιος πήγαινε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του! Μέσα από μια σειρά προσεκτικών βημάτων διαμόρφωσε τον σκελετό της ιστορίας της και την ολοκλήρωσε με αγάπη και σεβασμό. Στη νέα έκδοση υπάρχουν επίσης φωτογραφίες από την τότε καθημερινότητα των χανσενικών αλλά και σημερινές και σημαντικά σημειώματα ενώ στο μεταξύ η συγγραφέας έχει διακριθεί ως πρέσβειρα καλής θελήσεως για τον οργανισμό Lepra, έναν διεθνή φιλανθρωπικό οργανισμό που εργάζεται για την καταπολέμηση της λέπρας και των προκαταλήψεων γύρω από αυτήν.

Πάνος Τουρλής