Το νερό της λίμνης δεν είναι ποτέ γλυκό

της Giulia Caminito

Η αφηγήτρια της ιστορίας είναι ένα παιδί που μεγαλώνει, μπαίνει στην εφηβεία και γίνεται γυναίκα, μόνο που σε αυτόν τον αγώνα νιώθει πως είναι μόνη της. Αγωνίζεται σκληρά να ξεφύγει από τη δεσποτική, αυστηρή και αυταρχική μητέρα της που επιμένει να της διαφεντεύει τη ζωή, έχει κουραστεί να ζει στην απόλυτη φτώχεια και πειραματίζεται με τα συναισθήματα και τους ανθρώπους. Θα καταφέρει να βρει τον εαυτό της; Και με τι κόστος;

Το μυθιστόρημα είναι μια αφηγηματική έκπληξη, μιας και ξεδιπλώνει την ιστορία μ’ έναν τρόπο που δεν έχω συναντήσει ως τώρα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση βοηθάει να γνωρίσουμε καλύτερα την πρωταγωνίστρια, να μάθουμε τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις, τις σκέψεις και τον χαρακτήρα της, απλώς η συγγραφέας χαράσσει ένα δικό της μονοπάτι για να μας τη φέρει πιο κοντά. Είναι μια ιστορία που πραγματικά δεν ήξερα πού θα καταλήξει, πώς θα εξελιχθεί, πώς θα τελειώσει, μιας και η ηρωίδα βιώνει καταστάσεις που αλλάζουν τον εαυτό της, δοσμένες με τέτοιο ρεαλισμό που ένιωσα πως ήμουν κι εγώ πολύ κοντά της κι έβλεπα όσα περιέγραφε. Δε μιλάμε για σουρεαλισμό ή περιττές σκέψεις αλλά για μια ιστορία που φωτίζει με αναπάντεχο τρόπο κάποιες σκηνές, μεταπηδά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο σε επόμενα στάδια ζωής κι έτσι χωρίς να το καταλάβω το κορίτσι έχει μεγαλώσει, έχει αγαπήσει, έχει πειραματιστεί, έχει υποκύψει στους συναισθηματικούς εκβιασμούς κι έχει στρωθεί στο διάβασμα, φτάνει η ώρα όμως που θα ζητήσει όλον αυτόν τον χαμένο χρόνο πίσω. Ναι, αναπάντεχα. Η αφήγηση με άρπαξε από την αρχή, η αμεσότητα του λόγου, τα αφηγηματικά τερτίπια και η ενδιαφέρουσα ιστορία που ξεδιπλώνεται με μεγάλη πρωτοτυπία με βοήθησαν να βάλω το βιβλίο στα αγαπημένα μου ήδη από τη δέκατη σελίδα.

Πέντε χρόνια η Αντόνια Κολόμπο παλεύει να βρει ένα αξιοπρεπές σπίτι για κείνη και την οικογένειά της σε μια αδυσώπητη Ρώμη. Ζουν σ’ έναν χώρο πέντε επί τέσσερα τετραγωνικά, στα περίχωρα της ιταλικής πρωτεύουσας όμως: «…στη μητέρα μου δεν αρέσει να την αποκαλεί περίχωρα, γιατί όταν βρίσκεσαι στα περίχωρα πρέπει συγχρόνως να ξέρεις την πόλη σου, το κέντρο της, κι εμείς αυτό το κέντρο δεν το βλέπουμε ποτέ… αν θα βγω, είναι μονάχα για να πεταχτώ μέχρι τη λαϊκή μαζί με τη μητέρα μου» (σελ. 15). Η Αντόνια για καιρό καθάριζε, πέταγε, απομάκρυνε, έκαιγε ώστε να ετοιμάσει ένα ασφαλές σπιτικό για κείνη και τα παιδιά της. Ο σύζυγός της, παράλυτος από εργατικό ατύχημα, υιοθέτησε τον γιο της, Μαριάνο (τώρα είναι πια στα 15 του) και μαζί απέκτησαν την τέσσερα χρόνια μικρότερη Γκάια (το όνομά της το μαθαίνουμε μόνο μια φορά κι αυτό επειδή έγραψε ένα γράμμα) και τα δίδυμα Μάικολ και Ρομπέρτο. «…ζούμε εκλιπαρώντας την πόλη, τον δήμαρχο, την Ιταλία να μας βοηθήσουν, να μας φροντίσουν, να μας σώσουν και να μη μας ξεχάσουν, η ζωή μας είναι μια ατέρμονη παράκληση» (σελ. 18). Μιζέρια και δυστυχία, η αποστασιοποιημένη, ουδέτερη, άχρωμη αφήγηση δείχνει ανάγλυφα τα συναισθήματα της αφηγήτριας και καταγράφει τις ακριβείς συνθήκες διαβίωσης εκεί μέσα: «…για καθετί το μόνο που διαθέτω είναι το κακέκτυπό του: μια κούκλα ραμμένη από ρετάλια, τη μεταχειρισμένη τσάντα κάποιου άλλου κοριτσιού…» (σελ. 19). Οι λέξεις είναι γροθιά στο στομάχι: «Νομίζω ότι είμαστε σκάρτα υλικά, άχρηστες κάρτες σ΄ ένα περίπλοκο παιχνίδι, ραγισμένοι βόλοι που δεν κυλάνε πια: έχουμε μείνει ακίνητοι στο έδαφος… και από κει κάτω, από το σημείο στο οποίο έχουμε σωριαστεί, βλέπουμε περιδέραια με πετράδια να κρέμονται από τον λαιμό των άλλων ανθρώπων» (σελ. 19).

Η Αντόνια Κολόμπο έχει την παιδιάστικη ικανότητα να πληγώνει τους άλλους σχεδόν χωρίς καν να μπαίνει στον κόπο. Είναι μια μάνα που «βρίσκει διαφορετικές λύσεις για κάθε πρόβλημα, σπανίως μιας ρίχνει χαστούκια ή κλοτσιές, προτιμάει να μας στερεί κάτι» (σελ. 21), με ακλόνητη εμμονή για το σωστό, δυσλειτουργική, απελπισμένη και σκληραγωγημένη. «Είχε πάψει να περιμένει πότε θα γίνει κάτι, το έκανε μόνη της» (σελ. 84). Είναι μια γυναίκα που συμπαθώ στην αρχή χάρη στο εισαγωγικό κεφάλαιο, τη θεωρώ δυναμική, μαχήτρια, μια μάνα που θα κατασπαράξει τους πάντες για ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης, μόνο που στα επόμενα κεφάλαια αναθεωρώ ριζικά και νιώθω και τύψεις, γιατί αυτή η γυναίκα, με την προμετωπίδα «εγώ δουλεύω και μάλιστα σκληρά, εσύ ως κόρη δεν έχεις το δικαίωμα για τεμπελιά και περιπετειούλες, να κάνεις τις δουλειές σου και μετά να διαβάσεις», καταστρέφει τους πάντες γύρω της, διατάζει, σκοτώνει με λέξεις και βλέμμα. Υπάρχει άραγε κάτι που να το αποκαλέσουμε διστακτικά, ψελλίζοντας, δικαιολογία; «…δεν φιλά, δεν χαϊδεύει, δεν χτενίζει τα μαλλιά, δεν καθησυχάζει, δεν ενθαρρύνει, παρά μόνο κρίνει και απαιτεί, παρά μόνο ταπεινώνει με λόγια και κατηγορίες, και υπογραμμίζει το τέλος των ονείρων και των ελπίδων» (σελ. 329). Μάλλον όχι.

Κάποια στιγμή, τα πράγματα αλλάζουν κι η οικογένεια μετακομίζει δίπλα σε μια λίμνη στην Ανγκουιλάρα, έξω από τη Ρώμη. Ο Μαριάνο αρχίζει την εφηβική του επανάσταση, δημιουργώντας προβλήματα στο σχολείο ενώ η Αντόνια επιμένει πως η κόρη της πρέπει να φοιτήσει στη Ρώμη, να γίνει μεγάλη και τρανή, να διαβάζει και να γίνει κάποια. Έτσι ξεκινάει η ζωή της αφηγήτριας με τις σκέψεις και τα συναισθήματά της καθ’ οδόν για το σχολείο, με άγνωστους αρχικά και οικείους στη συνέχεια συνεπιβάτες, που άλλοι πάνε στις δουλειές τους κι άλλοι στα σχολεία της πόλης, έτσι γνωρίζει την Άγκατα και την Καρλότα: «Είμαστε λίγες για να βρίσκουμε παρηγοριά και πάρα πολλές για να νιώθω ότι με προσέχουν» (σελ. 59). Τα κορίτσια, χωρίς να είναι πλούσια, είναι σαφώς σε καλύτερη θέση από την πρωταγωνίστρια, με αντικείμενα και ρούχα που εκείνη ξέρει πως δε θα αποκτήσει ποτέ: «Για μένα οι υπολογιστές ήταν ταινία επιστημονικής φαντασίας, εγώ ανήκα στην παλαιολιθική εποχή της τεχνολογίας, στις τοστιέρες, στα πλυντήρια, στις ραδιοσυχνότητες, αυτό που για τους άλλους ήταν κανόνας, στη δική μου ζωή ήταν το μέλλον» (σελ. 183).

«Για να μεγαλώσεις χρειάζεται να κοπιάσεις, δεν μένεις παιδί για καιρό, δεν θα σε υπερασπίζονται ούτε θα σε φροντίζουν ούτε θα σε ποτίζουν ούτε θα σε καθαρίζουν ούτε θα σε σώζουν για πάντα…» (σελ. 55). Έτσι και η αφηγήτρια αρχίζει να γίνεται γυναίκα, να ψάχνει τα θέλω της, να μαθαίνει τον κόσμο και δυστυχώς να μεταμορφώνεται σε μια κακή γυναίκα, θα μείνει όμως για πάντα έτσι ή οι συναναστροφές της και κάποιες συνέπειες θα τη μεταστρέψουν; Κι αν ναι, για πόσο; Φτάνουμε στο γυμνάσιο, όπου ζει ακόμη «στο μεταίχμιο ανάμεσα στις αποτυχίες και τις απρόβλεπτες νίκες μου» (σελ. 96). Θα μπορούσα να δικαιολογήσω μια γυναίκα για τη μεταγενέστερη συμπεριφορά της όταν τονίζει: «είμαι αντίθετη με αυτήν την οικογένεια, τις στερήσεις της, τα βάσανά της» (σελ. 98), ένα κορίτσι που ζει σ’ ένα σπίτι «ρήγμα, μια χαίνουσα πληγή, ένα ανοιχτό απόστημα, ένα νυστέρι που έχει κόψει κομμάτια δέρματος» (σελ. 100); Ειλικρινά δεν ξέρω, γιατί είναι έτσι δοσμένος ο αφηγηματικός καμβάς που μας παρουσιάζει ακριβοδίκαια την Γκάια και τους ανθρώπους που συναναστρέφεται, τις φίλες που την προδίδουν, τα αγόρια που την αγαπούν ή την εξαπατούν, τον κύκλο μέσα στον οποίο αγωνίζεται να μπει, που δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, ακόμη και τώρα που έχω τελειώσει το βιβλίο. Δε σταματάει σε κάθε νέο σχολικό περιβάλλον, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, να επιδεικνύει καινούριες εκφάνσεις της μειονεκτικότητάς της. Κι ας χτίζει μια ζωή με αναμνήσεις, πρώτοι έρωτες, κόντρες, «μαγκιές», φιλίες και προδοσίες, αγόρια και μαθήματα, πειραματίζεται στα ψέματα και στις κοπάνες από το σπίτι, χωρίς ακρότητες και υπερβολές, κάνει ό,τι κάνουν οι έφηβοι όλου του κόσμου που βλέπουν την πραγματική ζωή να έρχεται καταπάνω τους. Αγωνίζεται να βρει τον ζωτικό της χώρο, τη θέση στη ζωή, να βγάλει τη μάνα της από μέσα της: «…προέρχομαι από το παρελθόν και γι’ αυτό το παρόν με κάνει να ασφυκτιώ, δεν φαίνεται να έχει χώρο για μένα» (σελ. 332). «Το μας με περικλείει σαν μια φυλακή, αυτό το εμείς που ποτέ μου δεν ρωτήθηκα αν θέλω να το κατοικώ» (σελ. 116). Ο αδερφός της έχει κι αυτός σχεδόν πρωταγωνιστική θέση, μόνο που τα δικά του λάθη θα τον οδηγήσουν σε εντελώς άλλα μονοπάτια ενώ ο πατέρας και τα δίδυμα μικρότερα αδέρφια, σαν ετερόφωτοι δορυφόροι, έρχονται και φεύγουν κατά καιρούς. Προς τιμήν της, η συγγραφέας δεν προσέθεσε κι άλλη μιζέρια στο ήδη βαρύ περιεχόμενο με την ψυχολογία του πατέρα, αντίθετα, κατάφερε να δείξει τον πόνο του και τη μειονεκτικότητά του με ελάχιστες μα δυνατές λέξεις και με μια παρουσία που δε χρειάζεται πολλά λόγια για να τονίσει πως παραμένει βάρος για την οικογένειά του.

«Ο κόσμος είναι μια παγωμένη πισίνα», ισχυρίζεται ένα κορίτσι που προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από το κακοποιητικό της χτες, μεγαλώνοντας δίπλα σε μια λίμνη που στοιχειώνει τα όνειρά της και δυστυχώς την ίδια της τη ζωή. Είναι μια ιστορία που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Αφορά ένα κορίτσι που μεγαλώνει σ’ ένα τοξικό περιβάλλον και αγωνίζεται να βρει τον εαυτό της, αλλά πώς, πότε, με ποιους; Πώς θα νιώθει, πώς θα εξελιχθεί, τι θα την επηρεάσει, με την κατάσταση στην οικογένειά της να χειροτερεύει χρόνο με τον χρόνο; Παρ’ όλη την «κοιλιά» που ένιωσα πως κάνει στη μέση της αφήγησης, με τις λέξεις και τα συναισθήματα να μειώνονται σε ένταση, το μυθιστόρημα ρέει ακατάπαυστα, παρασύροντας προσωπικά συναισθήματα, χρόνο, επιθυμίες που είχα πριν το ξεκινήσω και μόλις το άρχισα δεν ήθελα να βγω από αυτό το ποτάμι, αδιαφορώντας για την καθημερινότητά μου και τα πρέπει μου. Με μια ιδιαίτερη φωτογραφία που απεικονίζει ακριβώς τη ζωή της Γκάια, μ’ ένα τέλος που ίσως να μην ικανοποιήσει αλλά το βρήκα άρτιο ως απότοκο όλου αυτού του συναισθηματικού και ψυχολογικού φορτίου που μοιράστηκε μαζί μου η πρωταγωνίστρια, με μια δυνατή ιστορία που με συγκίνησε και με προβλημάτισε, το βιβλίο αυτό είναι μια πραγματική αναγνωστική έκπληξη.

Πάνος Τουρλής