Το μυστικό του λεβάντε

του Στέφανου Λίβου

Ένα υπέροχο μυθιστόρημα, αφιερωμένο στην ιστορία της πολύπαθης Ζακύνθου και στην ψυχολογία του ανθρώπου και του τρόπου που αντιδρά όταν βρίσκεται σε δύσκολες και απελπιστικές καταστάσεις. Καλογραμμένο, τεκμηριωμένο, ανθρώπινο, συγκινητικό, εστιάζει στις οικογένειες Βάρδα, Κοκκίνη και των Εβραίων Δαλμέδικου που ζουν στα Πηγαδάκια και στη Χώρα Ζακύνθου. Μια λεπτοδουλεμένη τοιχογραφία εποχής στο πλαίσιο της οποίας αναπτύσσεται και φουντώνει ο έρωτας ανάμεσα στον χριστιανό Παντελή Κοκκίνη και στην Εβραία Βιολέτα Δαλμέδικου.

Στην αρχή νόμισα ότι θα έχουμε μια ιστορία οικογενείας, με έρωτες και περιπέτειες μεταξύ των μελών ανά τους αιώνες και τα ιστορικά συμβάντα, ευτυχώς όμως ο συγγραφέας ξεκίνησε να περιγράφει την ιστορία της οικογένειας Βάρδα από την Ενετοκρατία ώστε να μας εντάξει καλύτερα στην ψυχολογία τους (από σημαντικοί άρχοντες του τόπου παρασύρθηκαν από τη δίνη της Ιστορίας και των πολιτικών αλλαγών και κατέπεσαν σε κύρος και περιουσία) και να φωτίσει καλύτερα τον τρόπο σκέψης τους, τις αντιδράσεις τους και τις απόψεις τους στην πιο δύσκολη φάση μιας οικογένειας, αυτήν ενός πολέμου. Με το γενεαλογικό δέντρο στην αρχή του βιβλίου, με τη συνοπτική παράθεση της Ιστορίας, τις ολοζώντανες σκηνές που σε κάνουν μια να κλαις από τη συγκίνηση και μια να γελάς από τα παθήματα και την ιδιοσυγκρασία των χαρακτήρων και με την εναλλακτική αφήγηση πότε απευθείας των γεγονότων και πότε μέσα από το τετράδιο του Παντελή Κοκκίνη και την αφήγηση της θείας Ελπίδας Κοκκίνη χρόνια αργότερα, με αφορμή το ψαχούλεμα του εγγονού Παντελή Κοκκίνη στη σημερινή εποχή, ξεδιπλώνονται τα έργα και οι μέρες των τριών οικογενειών χωρίς να κουραστεί ο αναγνώστης στιγμή.

Ο συγγραφέας έχει επιλέξει πολύ ωραίους χαρακτήρες και τους έχει σκιαγραφήσει αριστοτεχνικά. Ανακατεύει δεξιοτεχνικά το ντόπιο λεξιλόγιο της Ζακύνθου με τα ιστορικά στοιχεία που απαιτούνται για καλύτερη αναπαράσταση της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και με τη μοναδική του γραφή δένει δεξιοτεχνικά την αλήθεια με τον μύθο. «Την ίδια ώρα που στα Πηγαδάκια κοιμούνταν όλοι τον ύπνο του δικαίου και οι πορδές του Παντελή έσμιγαν με τα ροχαλητά του Κωστή, ο Μεταξάς έθετε μπροστά στο υπουργικό συμβούλιο τα διατάγματα για τη γενική επιστράτευση, υπογράφοντας πρώτος» (σελ. 99).

Η μελέτη που έχει κάνει ο συγγραφέας για την εποχή και τις διπλωματικές και στρατιωτικές εξελίξεις είναι λεπτομερέστατη. Παρ’ όλο που διάβαζα γεγονότα που τα ήξερα ένεκα η αγάπη μου για την Ιστορία, ούτε βαρέθηκα, ούτε δυσανασχέτησα. Ήταν τόσα όσα έπρεπε κι εκεί ακριβώς που έπρεπε. Δεν εκμεταλλεύεται δηλαδή ο κύριος Λίβος την ιστορία των ηρώων του για να γράψει ιστορικο δοκίμιο. Σαν μπαμπάς που νοιάζεται για τα παιδιά του τα παρουσιάζει με όλα τους τα μειονεκτήματα και τα φωτίζει έντονα με το φως της πραγματικότητας μέσα στην οποία κινούνταν.

Έμαθα πολλά πράγματα για τη Ζάκυνθο, με μια πρωτεύουσα που ισοπεδώθηκε δυο φορές και από τον βομβαρδισμό της Κατοχής και από τον σεισμό του 1953, μου κέντρισε όμως το ενδιαφέρον η ολοζώντανη συμμετοχή στην ιστορία του βιβλίου του δημάρχου της Ζακύνθου Λουκά Καρρέρ και του μητροπολίτη Χρυσόστομου Δημητρίου! Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 ο Γερμανός διοικητής της Ζακύνθου Πάουλ Μπέρενς ζήτησε από τον Καρρέρ και τον μητροπολίτη να του συντάξουν κατάλογο με όλους τους Εβραίους του νησιού. Οι δύο άντρες όντως συνέταξαν κατάλογο που περιελάμβανε όμως όχι τα ονόματα των Εβραίων αλλά τα δύο δικά τους. Έπειτα από αυτό ο Γερμανός διοικητής συνέταξε έγγραφο προς το γενικό επιτελείο στο Βερολίνο αλλά και επιστολή του μητροπολίτη που ανελάμβανε την ευθύνη για τη διαγωγή των Εβραίων του νησιού, το γενικό επιτελείο τότε ακύρωσε τη διαταγή και με αυτό τον τρόπο γλίτωσαν οι Εβραίοι της Ζακύνθου. Το 1978, το Yad Vashem τίμησε το Μητροπολίτη και το Δήμαρχο απονέμοντάς τους τον τίτλο του \"Ενάρετου μεταξύ των Εθνών\" και το 1992 στο χώρο όπου βρισκόταν η συναγωγή στήθηκαν τα αγάλματα των δύο αντρών! Αυτά τα περιστατικά δίνονται ολοζώντανα και παραστατικότατα μες στο βιβλίο!

Πολύχρωμες οι σκηνές του γλεντιού, του έρωτα, της φιλίας, σκοτεινές και αδρές οι σκηνές της Κατοχής, της επιστράτευσης, του Εμφυλίου, των Δεκεμβριανών. Όλη η περιπέτεια της Ελλάδας και της πολιτικής ζωής του τόπου τη δεκαετία του 1940 είναι μέσα σε αυτό το βιβλίο, λεπτοδουλεμένη, αποκαλυπτική, καθόλου χαριστική, από έναν νέο άνθρωπο που για μένα ήταν πραγματική έκπληξη να καταφέρει να κρατήσει το ενδιαφέρον μου, να μου γεννήσει ποικίλα συναισθήματα, να με συγκινήσει και να με κάνει να περάσω καλά με το κείμενό του. Από το μυθιστόρημα παρελαύνουν αγωνιστές, ήρωες, προδότες, ρουφιάνοι, εαμικοί και εδεσίτες, Παπανδρέου και Βελουχιώτης, άγιοι και δαίμονες, η πείνα και η δόξα, τα κρυοπαγήματα στην Πίνδο και το ανύπαρκτο λάδι, αιματηρές σκηνές όπου αδελφός σκοτώνει τον αδελφό, τα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων που ήθελαν να προλάβουν την επέκταση του κομμουνισμού, ματοκυλώντας μια χώρα, φως και σκοτάδι, αγωνία και φόβος, ηρωισμός και ανανδρία, όλα εδώ!

Τελικά, ποιο είναι το μυστικό του λεβάντε; Μα, τζόγιες μου, όλα εγώ θα σας τα λέω;

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

[για όσους «έγλειφαν» τους κατακτητές και ρουφιάνευαν και ζούσαν γι’ αυτούς] «Ήξεραν όμως ότι πάντα υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι. Αυτοί που ζούσαν στον κόσμο ετούτο σαν χνούδια, που με ευκολία στέκονταν πάνω σ’ ένα βρόμικο γουρούνι και, αν ταλαντεύονταν από τον άνεμο, μπορούσαν και να πέσουν πάνω σ’ ένα εικόνισμα. Καμία η διαφορά γι’ αυτούς. Η μόνη τους πατρίδα ήταν ο εαυτός τους, μοναδική τους σημαία η καλοπέραση, μοναδικός τους ύμνος το ψεύτικο γέλιο που τους επέτρεπε να διαιωνίζουν την ασημαντότητά τους στον κόσμο. Κανένας δεν αξίζει να πολεμάει γι’ αυτούς κι όμως, στην περίπτωση της νίκης, μοιράζονται την ελευθερία εξίσου, κρύβοντας καλά τον πραγματικό τους εαυτό, σαν σαύρες που παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντός τους» (σελ. 129-130).

«Τα μάτια της είναι σα δυο παιδιά που σε κοιτούν και σου ζητούν να παίξεις μαζί τους» (σελ. 157).

Θα κλείσω με τη διαπεραστική ματιά του συγγραφέα πάνω στο ανθρώπινο γένος, μια άποψη που δύσκολα συναντάει κανείς σε νεαρό άνθρωπο της εποχής μας:

«Περνούν τα χρόνια αλλά δεν γερνάει ο κόσμος. Γερνόυν μόνο οι άνθρωποι. Αναλώσιμα προϊόντα ενός θεού που δεν υπάρχει καν. Φεύγουν ένας ένας για να γίνει χώρος γι’ αυτούς που γεννιούνται, για να μεγαλώσουν κι αυτοί με τη σειρά τους, για να ζήσουν τη μικρή ζωή τους και να καταγράψουν τις αλλαγές στο τοπίο ολόγυρά τους. Κι ύστερα, μ’ έναν πόνο ή έναν απλό αναστεναγμό, να πεθάνουν κι αυτοί, για να έρθουν άλλοι. Τι κουραστική που είναι η ζωή...Τι λυτρωτικός ο θάνατος...» (σελ. 123).

Πάνος Τουρλής