Το κορίτσι που δεν θυμόταν πότε φόρεσε την πανοπλία

της Μάγιας Δεληβοριά

Η Μιράντα κάνει τα πάντα για να βοηθάει τους ανθρώπους που την έχουν ανάγκη, βάζοντας τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα και αγνοώντας τις δικές της επιθυμίες και ανάγκες. Όταν κάποια στιγμή όμως έρχεται η ώρα που δεν μπορεί να φανεί σε κανέναν χρήσιμη ξεκινάει ένα ταξίδι αυτογνωσίας για να βρει τη γυναίκα με τον καθρέφτη, μέσα στον οποίο λένε ότι βλέπεις αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι. Στο πλάι της θα βρεθούν μια γάτα, ένας σκύλος κι ένα άλογο που το καθένα έχει τα δικά του μυστικά και τους δικούς του λόγους για να έρθουν μαζί της. Θα καταφέρει να βρει η κοπέλα αυτό που αναζητά; Πόσο σημαντική είναι η ενδοσκόπηση βαθιά μες στην ψυχή μας και πόσο κερδισμένοι μπορούμε να βγούμε από αυτό; Από τι πραγματικά αποτελείται μια πανοπλία και πόσο εύκολα μπορούμε να την αφαιρέσουμε από πάνω μας;

Η Μάγια Δεληβοριά γράφει ένα δυνατό και συναρπαστικό αλληγορικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί κι είναι γεμάτο από σημαντικές παρατηρήσεις πάνω στην ψυχολογία και στα ανθρώπινα συναισθήματα. Πρόκειται για μια ιστορία που θα τη χαρακτήριζα αβίαστα «παραμύθι ενηλίκων» και που με γέμισε προβληματισμούς και σκέψεις χωρίς να με κουράσει ούτε στιγμή. Η πλοκή είναι έτσι δοσμένη που αναμιγνύει ιδανικά διαχρονικές αλήθειες, τις οποίες σπάνια παραδεχόμαστε στον εαυτό μας, με μια ιστορία γεμάτη εκπλήξεις και ανομολόγητα μυστικά. Ο τρόπος που έρχονται τα ζώα αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες στην πορεία της Μιράντας είναι καλοσχεδιασμένος και υποδειγματικός, μιας και κουμπώνουν άψογα πάνω στην κεντρική πλοκή και με κράτησαν σε αγωνία ως το τέλος. Οι περιπέτειες της πρωταγωνίστριας, τα περιστατικά που βιώνει, οι αλλαγές που υφίσταται με βοήθησαν να εστιάσω κι εγώ με τη σειρά μου σωστά στον δικό μου εαυτό, να βρω τον τρόπο να ανακαλύψω και να φροντίσω τις δικές μου πληγές και να αποδεχτώ ποιος πραγματικά είμαι χωρίς να βαρεθώ ούτε μια στιγμή διαβάζοντας αυτό το βιβλίο.

Το σύνδρομο του «λευκού ιππότη» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για όσους θυσιάζουν τον εαυτό τους και τις δικές τους ανάγκες για το καλό και προς βοήθεια των άλλων. Έτσι και η Μιράντα, σώζει όσους κινδυνεύουν, επιδιορθώνει ζημιές, λύνει διαφορές, βοηθάει όπου και όπως μπορεί με μεγάλη προθυμία, με αποτέλεσμα η λευκή πανοπλία να αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της και να μην τη βγάζει ούτε στον ύπνο της ενώ ταυτόχρονα οι άλλοι ζητούν τη βοήθειά της κυρίως από τεμπελιά κι όχι από ανάγκη, σκορπώντας έτσι τις δυνάμεις του Λευκού Ιππότη χωρίς λόγο και χωρίς να το εκτιμούν. Η Μιράντα αποφεύγει να κοιτάξει τον εαυτό της χωρίς την πανοπλία γιατί δεν τον αναγνωρίζει. Αφοσιώνεται στο έργο της, ακόμη κι αν δε θυμάται πώς ξεκίνησε να δρα ως Λευκός Ιππότης, πότε και γιατί, νιώθοντας πως με την παρέμβασή της ο κόσμος γίνεται λιγότερο τρομακτικός και περισσότερο ασφαλής. Κάποια στιγμή όμως διαπιστώνει πως κανείς δεν της το αναγνωρίζει κι ακόμη χειρότερα έρχεται η μέρα που κανείς δε θέλει τη βοήθειά της ή, βοηθώντας κάποιους χωρίς να τους ρωτήσει, τους καταστρέφει τη ζωή. Φυσικά υπάρχουν πολλοί λευκοί ιππότες, η Μιράντα δεν είναι μόνη της, κουβαλούν μόνιμα ένα μεγάλο βάρος που τους στερεί πολλές χαρές, κάποιοι μάλιστα καμαρώνουν, δείχνουν περήφανοι για το φορτίο τους αυτό ή και το επιδεικνύουν, δεν παύει όμως να είναι φυλακή: «Δεν είναι καλό να ζούνε φυλακισμένοι οι άνθρωποι, ακόμα κι αν πρόκειται για λευκές πανοπλίες» (σελ. 135). Η ηρωίδα του βιβλίου κουράστηκε να της φέρονται οι άλλοι απαξιωτικά όποτε τελειώνει τη βοήθειά της, να την αγνοούν όταν δεν την έχουν ανάγκη, να γίνονται αγενείς. Μήπως όμως κατά βάθος η Μιράντα το κάνει γιατί περιμένει αντάλλαγμα, γιατί θέλει να την αποκαλούν σωτήρα και να νιώθει ανώτερη όλων, ακόμη και να ελέγχει αν όλοι κάνουν το σωστό που αυτή κρίνει ως σωστό; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν τη Μιράντα και συνεκδοχικά τον αναγνώστη.

Συνοδοιπόροι σε αυτό το μαγικό και σημαντικό ταξίδι προς τη γυναίκα με τον καθρέφτη είναι το άλογο της κοπέλας, ο Λευκός, η φωνή της λογικής στην πορεία της παράξενης παρέας, ο οποίος επίσης έχει ένα σκοτεινό παρελθόν για το οποίο δεν είναι υπερήφανος και τώρα έχει ταχτεί στο πλάι της Μιράντας για να την προστατεύει και να τη φροντίζει, σύντομα όμως διαπιστώνουμε πως τους δένει κάτι πιο βαθύ, κάτι κοινό για το οποίο κανείς τους δεν έχει ιδέα. Μαζί τους θα έρθει η γάτα Οφηλία, ένα πλάσμα με απρόβλεπτες διαθέσεις, που κοιμάται όλη μέρα και τα βράδια δεν πάει ποτέ στο ίδιο μέρος αφού ακολουθεί πάντα διαφορετικά δρομολόγια, είναι καυστική, ειρωνική, δηκτική, τολμηρή, αδιαφορεί για τον κίνδυνο ακριβώς γιατί έχει επιβιώσει από κάτι στο παρελθόν και πλέον δε φοβάται γιατί δεν έχει τίποτα να χάσει. Είναι ένα τραυματισμένο ζώο που ανακουφίζεται όταν εντοπίζει πληγές στους άλλους και δε διστάζει να τις ξύσει για να ματώσουν. Ποτέ δεν περίμενα πως το δικό της παρελθόν θα με έκανε να κλαίω και πως μια συγγραφέας θα μου παρουσίαζε με τέτοιο ανθρωπομορφισμό τα παθήματά ενός πλάσματος που αν δεν είχε γούνα θα έλεγα πως τα βίωσε άνθρωπος! Πόσο ιδιαίτερη είναι η σχέση της με τον Ζορό, πόσο μεγάλη η αγάπη τους, πόσο σκληρός ο αγώνας που δίνουν με τους «δράκους» της ψυχής τους ο καθένας μα και μαζί! Μακάρι να μπορούσα να γράψω περισσότερα αλλά θα χαθεί η μαγεία της αναγνωστικής έκπληξης, πάντως ας υπάρχουν πρόχειρα και κάποια χαρτομάντιλα. Επίσης, έχουμε ακόμη το τσοπανόσκυλο Ιβάν, ένα γέρικο και άκακο ζώο που θέλει να βοηθήσει και να οδηγήσει τη Μιράντα και την παρέα της στη μυστηριώδη γυναίκα, κάνοντας έτσι μια ηρωική έξοδο αντί να κάθεται να περιμένει τον θάνατο ξαπλωμένος δίπλα στο τζάκι. Θέλει να νιώσει τους ήχους και τις μυρωδιές της φύσης ξανά, μόνο που θα παίξει έναν απρόσμενο ρόλο στην ιστορία. Τι θα αντικρίσει λοιπόν αυτή η αλλόκοτη παρέα στο μαγικό ταξίδι ζωής που θα κάνουν; Πώς θα επηρεαστούν από τον Όλιβερ, τον γιατρό Σιμόν, τα χελιδόνια Λούνα και Φελίπε, την κακοποιημένη Ορνέλα, τη νοικοκυρά Ελβίρα και όποιον άλλον συναντήσουν;

Το νέο μυθιστόρημα της Μάγιας Δεληβοριά είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας και περιπέτειας, κινδύνου και ανατροπών για τέσσερις αταίριαστους φαινομενικά συνοδοιπόρους, με εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες που ο καθένας κάνει αυτό το ταξίδι για τους δικούς του λόγους. Σημαντικές έννοιες όπως ο θάνατος, η φιλία, ο εγωισμός, η κακία, η σκληρότητα, η πίστη στον εαυτό μας και η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας, ο έρωτας, οι προσδοκίες και η προδοσία, τα μυστικά που κρατάμε μέσα μας και μας δηλητηριάζουν αλλά πρέπει να βγουν (φουσκώνουν σαν κέικ γιατί αποτελούνται από λόγια που δεν ειπώθηκαν όταν έπρεπε και φωνές που δε βγάλαμε όταν πονέσαμε), οι ενοχές μέσα στις οποίες κάποιοι αφήνονται να πνιγούν και πολλά άλλα περνάνε μέσα από αυτές τις σελίδες με διακριτικό τρόπο, ωθώντας με να σταματήσω αρκετές φορές την ανάγνωση και να σκεφτώ, να προβληματιστώ, να αναρωτηθώ. Μαθήματα ζωής χαρίζουν ποικίλα συναισθήματα και βοηθάνε στην αυτογνωσία και στην αυτοβελτίωσή μας, με τη συγγραφέα να μην κρύβει την αρνητική πλευρά της ζωής: «-Δεν μπορείς να κάνεις κάποιον να ξεχάσει κάτι που τον πλήγωσε τόσο βαθιά. Και δεν μπορείς να κάνεις κάποιον να ξαναγίνει όπως ήταν πριν από αυτό. Κανείς δεν μπορεί να είναι ο ίδιος αφού τον χτυπήσει κεραυνός. Ξέρεις τι είναι αυτή η σκόνη που βλέπουμε κάτω, στο πάτωμά μας; Είναι η σκόνη από τον παλιό μας εαυτό που χάνεται κάθε μέρα. Αλλάζουμε συνέχεια, πόσο μάλλον ύστερα από τέτοια γεγονότα που μας σημαδεύουν με τον χειρότερο τρόπο…» (σελ. 180). Πρόκειται για ένα ισορροπημένο μυθιστόρημα που θα δώσει μια νότα αισιοδοξίας ακόμη και μπροστά στο τετελεσμένο και στο αναπόφευκτο. Δεν είναι όλα ρόδινα, φωτεινά και αισιόδοξα, στο χέρι μας είναι όμως να πιαστούμε από μια ελπίδα, από κάτι μικρό για να προχωρήσουμε μακριά απ’ ό,τι μας πλήγωσε κι αυτό βρίσκεται ξεκάθαρα στην ψυχή μας, εκεί κρύβεται η δύναμη για να φτιάξουμε έναν καινούργιο εαυτό. Όχι, δε φεύγουν οι «δράκοι» από μέσα μας, απλώς μικραίνουν και κάνουν χώρο στον επόμενο που θα φυτρώσει κι έτσι μαθαίνουμε να ζούμε, «με τα μικρά δρακάκια μας»!

«Το κορίτσι που δεν θυμόταν πότε φόρεσε την πανοπλία» είναι ένα εφηβικό και όχι μόνο μυθιστόρημα που θα θυμάμαι για πάντα, ευχαριστώντας το που με βοήθησε να βρω το μονοπάτι για τη δική μου αυτοβελτίωση και κατάφερε να μετατρέψει σε εύληπτες και κατανοητές προτάσεις όλο αυτό το κουβάρι που λέγεται ψυχή, ένα μαγευτικό, προκλητικό μα και δύσκολο σύνολο που κουμαντάρει ακρίτως νου και σώμα. Πρόκειται για ένα ταξίδι ζωής από ένα υπέροχο, καλογραμμένο, ανατρεπτικό, συναρπαστικό μυθιστόρημα, με απρόσμενους χαρακτήρες και διαρκείς ανατροπές. Η ένταση και η αγωνία μεγαλώνουν όσο πλησιάζουμε στη γυναίκα με τον καθρέφτη, όχι μόνο γιατί αναρωτιέμαι τι υπάρχει εκεί μέσα αλλά γιατί ένιωθα πως πλησιάζουμε στο τέλος κι έτσι ξέρω πως μετά λύπης μου θα αποχωριστώ αυτήν την υπέροχη παρέα. Τι θα αντικρίσει άραγε στον καθρέφτη η Μιράντα που θα δώσει νέο νόημα ή μπορεί και να ολοκληρώσει τη ζωή της; Είναι έτοιμη ψυχοσυναισθηματικά για μια τέτοια κίνηση; Είναι σωστό να κουβαλάμε τις πανοπλίες μας και να θυσιαζόμαστε για τους άλλους ή μήπως να κρατάμε ένα μέτρο ισορροπίας ανάμεσα στα δικά τους και στα δικά μας «θέλω»; 

Πάνος Τουρλής