Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου

Ο Ευκλείδης είναι ένα μικρό παιδί που ζει τις ανέμελες καλοκαιρινές του διακοπές με τον παππού και τη γιαγιά του. Μεγαλωμένος με αγάπη, αν και παιδί χωρισμένων γονιών, προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του μετατρέποντάς τον σε μαθηματικές έννοιες, μόνο που αυτό δυσκολεύει περισσότερο τα πράγματα!

Πρόκειται για ένα διασκεδαστικό, τρυφερό και γεμάτο αναμνήσεις μυθιστόρημα για ένα παιδί γεμάτο απορίες, αμφιβολίες, ανασφάλειες μα και τη φρεσκάδα της νιότης του, την αθωότητα της ηλικίας του, τον αυθορμητισμό του. Ο Ευκλείδης δεν είναι μικρομέγαλο αλλά έχει διερευνητική ματιά και προσαρμόζει υποδειγματικά τις καταστάσεις στον μικρόκοσμό του: «Από το ένα σπίτι στο άλλο. Από τον χειμώνα στο καλοκαίρι… Από τις συνήθειες της μαμάς σε αυτές του μπαμπά… θα αγωνιστώ να ξεσυνηθίσω τις συνήθειες που συνήθισα και να ξαναβρώ εκείνες που ‘χα ξεσυνηθίσει» (σελ. 13). Παραδέχεται: «Μου χρειάζεται η διάρκεια. Η απόσταση. Ανάμεσα στις διακοπές και στο σχολείο, ανάμεσα σε αυτά που ζούσα για τρεις μήνες και σε αυτά που θα ζήσω τους υπόλοιπους εννιά… να μπορέσω τελικά να βρω αυτό που είμαι» (σελ. 77).

Πολύ γλυκό κείμενο, με στρωτή αφήγηση, όπου στον ρου της νοσταλγίας ενσωματώνονται παρομοιώσεις και μεταφορές: «Με δυσκολία σκύβουν τα χρόνια της γιαγιάς στο παιδικό μου κούτελο (σελ. 16). Κι ομολογώ ότι δάκρυσα σε αυτό το σημείο: «Στις μύτες πατώ για να φτάσω το ξύλινο εικονοστάσι με το διάφανο τζάμι. Καλά καλά δεν ξεχωρίζουν τα γερασμένα στέφανα του παππού και της γιαγιάς. Θολά από τα χρόνια και από τις λαδωμένες ανάσες των Αγίων» (σελ. 17). Και στη συνέχεια: «Άγουρο ξύπνημα. Οχτώ και είκοσι πέντε το πρωί. Σκουπίζομαι σε πετσέτα που μυρίζει παππούς κι ακούω το πρωινό που χασμουριέται» (σελ. 55). Εντόπισα κι άλλα αξιοσημείωτα αποσπάσματα: «Κυλάει ο χρόνος σαν σιρόπι» (σελ. 64). «Πουλιά οι ζωές που πάνε κι έρχονται» (σελ. 66). «Γέλια περισσεύουν, να έχουμε απόθεμα στις δυσκολίες του χειμώνα» (σελ. 67).

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε Εισαγωγή, Αξιώματα και Αιτήματα, με τα δύο αυτά μέρη να αποτελούνται από πέντε κεφάλαια, τα οποία ξεκινάνε με την αντίστοιχη λέξη: «Ένα πράγμα θέλω να σου ζητήσω», «Δύο φορές σηκώνεται η γιαγιά» κλπ. Το κείμενο έχει δυναμική αφήγηση που ξεφεύγει από τις στερεοτυπικές φόρμες, μιας και παρατίθενται προτάσεις με λέξεις απρόσμενες να μπαίνουν στην αρχή τους, κάτι που δίνει ένταση και ξαφνιάζει. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ταιριαστή με την ψυχολογία και τον χαρακτήρα ενός μικρού παιδιού που προσπαθεί να κατανοήσει τις δύσκολες μαθηματικές αλλά και ανθρώπινες σχέσεις. Ο πατέρας του τον έμαθε να φαντάζεται και να ασχολείται με πράγματα μη χειροπιαστά, να λατρεύει και να σέβεται τα βιβλία, να τα φθείρει, να τα ζει: «Δε ζεις κάτι αν δεν το χουφτώσεις, τελικά. Βιβλίο καθαρό στη βιβλιοθήκη σημαίνει αδιάβαστο. Έστω κι αν πρόλαβε να κυλήσει η ματιά σου στις γραμμές του» (σελ. 7).

Ο Ευκλείδης κατάλαβε νωρίς πως υπάρχουν πολλές απαντήσεις για μια ερώτηση και πολλές λύσεις για ένα πρόβλημα ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν πράγματα μοναδικά και αδιαπραγμάτευτα, που δεν τα αμφισβητεί κανείς, όπως τα αξιώματα! Κι όμως, αυτά ακριβώς η συγγραφέας, με μια «ειρωνική» ματιά, παρουσιάζει πώς μας ανέθρεψαν ενώ ταυτόχρονα αντιβαίνουν στους νόμους της φύσης. «-Φάε, Ευκλείδη, να γίνεις μεγάλος, να γίνεις δυνατός… Σε κάποιο σημείο, που δεν έχω ακριβώς εντοπίσει, σταματάει το δυνάμωμα και συνεχίζει το μεγάλωμα. Ανεξάρτητο και μόνο. Γίνεται γέρασμα, αφυδατώνεται. Στραγγίζει η δύναμή του» (σελ. 47). Επίσης, δεν είχα ποτέ αναλογιστεί την άρρηκτη σχέση των μαθηματικών με τη φιλολογία: «Ένα και, ένα έστω, ένα αν, κι η έννοια αλλάζει» (σελ. 7). Πόσο μάλλον πως η βασική τους ιδέα είναι αφοπλιστικά απλή: «… μας ενδιαφέρει η ομορφότερη λύση, όχι απλώς η σωστή» (σελ. 7). Ούτε περίμενα πως τα μέλη μιας οικογένειας μπορούν να ταυτιστούν με τα γεωμετρικά σχήματα και ν’ αποτελέσουν σύνολα, σημεία τομής, άξονες!

Η συγγραφέας, παρ’ όλ’ αυτά, δεν αφήνεται στο χτες αλλά εμφανίζει σχεδόν ακάλεστο το σήμερα, όταν, μεταξύ των στιγμών της παιδικής ηλικίας, ο αφηγητής πετάει σκόρπια κομμάτια της ενήλικης ζωής του, που έχουν φτάσει σ’ ένα σημείο καμπής. Δεν είναι τέλειος, έχει κάνει λάθη και δέχεται να τα πληρώσει. Τα στιγμιότυπα-άγκυρες που τον τραβάνε πίσω στο σήμερα είναι προσεγμένα και τοποθετημένα σε κατάλληλα σημεία, συνήθως λίγο πριν κουράσει ο μονομερής θεματικός άξονας (αν ποτέ δηλαδή κουράσει, μιας και η γραφή είναι φρέσκια, δροσερή, πρωτότυπη, φροντισμένη, τρυφερή και δεν ηρεμεί ούτε στιγμή). Για παράδειγμα: «[η γιαγιά] -Μου περίσσεψε κουρκούτι και φτιάνω λαλαγκίδες. -[στο σήμερα] Κι εγώ τις φτιάχνω, για να δολοφονήσω γυναικείες οσμές που τυχόν κοιμήθηκαν σπίτι. Σαββατοκύριακα» (σελ. 54). Με ελλειμματική σχεδόν γραφή στήνονται στιγμιότυπα γεμάτα λεπτομέρειες που υπονοούνται και υποδεικνύονται μέσα από τέτοια συμφραζόμενα-λεκτικά παιχνιδίσματα!

Η εικονογράφηση της Βέρας Κολοκούρη παίζει πολύ με το κολάζ και τη ζωγραφική, δημιουργώντας έτσι μοναδικά στιγμιότυπα, ολοσέλιδα αλλά και στα περιθώρια του βιβλίου, που με ταξίδεψαν στις παιδικές αναμνήσεις του Ευκλείδη και στις δικές μου, μιας και όλα τα παιδιά έχουν κοινά βιώματα: θάλασσα, μπάνιο, παγωτά, παιχνίδια. Οικεία προϊόντα δένουν αρμονικά με αντικείμενα καθημερινής χρήσης που σχηματίζουν αφαιρετικά απλοϊκές εικόνες και ξυπνάνε στιγμές από τα καλοκαίρια της ανεμελιάς, της ξενοιασιάς και της σιωπηρής ωρίμανσης, της υποχρεωτικής μεσημεριανής ραστώνης και όλα υπό τους ήχους του σήματος της ΕΡΤ.

«Το καλοκαίρι του Ευκλείδη» είναι μια νουβέλα που θα αγαπήσουν τα παιδιά αλλά μπορούν να διαβάσουν και οι ενήλικες, και ταυτόχρονα ένα κείμενο που θα χαρίσει νοσταλγία στους μεγάλους και ένα αξέχαστο ταξίδι στους μικρούς.

Πάνος Τουρλής