Το κάστρο

του Βαγγέλη Γιαννίση

Ο επιθεωρητής Οικονομίδης επιστρέφει στην ενεργό δράση, κουβαλώντας ακόμη τα δαιμόνια που τον στοιχειώνουν, μόνο και μόνο για να βρεθεί στον κυκεώνα μιας καλοστημένης ενέδρας με στόχο την επαγγελματική και φυσική του εξόντωση. Την ίδια περίοδο ένας άντρας εισβάλλει στο εμπορικό κέντρο της περιοχής Μαριεμπέρι, σκοτώνει εφτά ανθρώπους και τον εντοπίζουν μετά από κάποιες μέρες νεκρό στο αμάξι του. Οι ενδείξεις λένε ότι αυτοκτόνησε. Είναι όμως έτσι;

Ο επιθεωρητής Οικονομίδης επιστρέφει πιο καταρρακωμένος από ποτέ. Δε φτάνει που έχει τα προσωπικά του αδιέξοδα και προβλήματα, υπάρχει και κάποιος μέσα από την Αστυνομία του Έρεμπρο που θέλει να τον βγάλει από τη μέση. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τον αγώνα δρόμου που κάνει ο επιθεωρητής, προσπαθώντας να καταρρίπτει τη μία κατηγορία μετά την άλλη ενώ ταυτόχρονα η ερωτική συνεύρεση της επικεφαλής του Εγκληματολογικού με έναν επιθεωρητή θα είναι η αρχή ενός παιχνιδιού που εξωγενείς παράγοντες το κάνουν να μοιάζει όλο και πιο επικίνδυνο.
Πόσο βαθιά είναι η διαφθορά μέσα στο αστυνομικό σώμα; Πώς θα κινηθεί η Σέλμα Μοντίν για να παραμείνει μέσα στο παιχνίδι και ίσως να πραγματοποιήσει κάποιες υψηλότερες προσδοκίες της; Τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τις δολοφονίες στο εμπορικό κέντρο;

Το νέο βιβλίο του κυρίου Γιαννίση με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο. Κινείται ανάμεσα στην εξιχνίαση του εγκλήματος στο Μαριεμπέρι και στη σταδιακή αποδόμηση του αστυνομικού σώματος, με έναν Εφιάλτη να κάνει δοσοληψίες με Ρώσους εμπόρους ναρκωτικών και να προσπαθεί να εξουδετερώσει όλα τα εμπόδια στον δρόμο του. Ο συγγραφέας για άλλη μια φορά τέμνει την «αρμονική», «παραδεισένια» για όσους ζουν εκτός της χώρας σουηδική κοινωνία και καθημερινότητα, κάνοντάς την ταυτόχρονα απωθητική και ιδανικό περιβάλλον αστυνομικής πλοκής. Γράφει χαρακτηριστικά ο κύριος Γιαννίσης: «Αυτή η πόλη σαπίζει κάτω από την κρούστα του μακιγιάζ που έχουν δημιουργήσει οι πολιτικοί» (σελ. 278). Και το Κάστρο της πόλης, εκεί ψηλά, να ατενίζει όλο αυτό το σκουπιδαριό: «Κανένα άλλο κτίριο στην περιοχή δεν είχε γίνει μάρτυρας πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, δολοπλοκιών, δολοφονιών και κάθε λογής παιχνιδιών εξουσίας, όσο το κάστρο του Έρεμπρο» (οπ. π.).

Ο Άντερς Οικονομίδης, χάρη σε μια αποκαλυπτική συνομιλία, παραδέχεται στον εαυτό του ότι του λείπει η πατρίδα του πατέρα του: «Ο τρόπος με τον οποίο ο Τζατζάνοβιτς χρωμάτιζε τη λέξη πατρίδα τού ήταν τόσο οικείος. Του θύμιζε τη ζεστασιά που έπαιρνε η φωνή του πατέρα του κάθε φορά που έβαζε στο στόμα του την ιερή λέξη, με φόβο και δέος, μην τυχόν και λερώσει με τη συνηθισμένη στα ξένα γλώσσα του». Κι εκεί που συγκινείσαι, που παρασύρεσαι από τις αναποδιές του μετανάστη και την πίκρα του ξενιτεμού, έρχεται η αγαπημένη μου ατάκα και τα ισοπεδώνει όλα: «Αυτό είναι πατρίδα…Τα μικρά πράγματα που σε κάνουν να νοσταλγείς το μέρος όπου γεννήθηκες και εξιδανικεύουν τα πάντα, στρογγυλεύουν τις μυτερές γωνίες. Και ύστερα τηλεφωνείς στους συγγενείς σου στην πατρίδα ή ανοίγεις μια εφημερίδα και θυμάσαι για ποιο λόγο δε μένεις πια εκεί» (σελ. 351).

Ένας συμπαθητικός «αντι-ήρωας» είναι ο Οικονομίδης, που του συμπαραστάθηκα στον αγώνα του να κρατήσει τη γυναίκα του και το παιδί του μακριά από όλο αυτό το περιβάλλον ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν να λύσει μια υπόθεση αλλά και να παραμείνει ζωντανός και εν ενεργεία αστυνομικός. Ως προς τη μαζική δολοφονία, η λύση δίνεται σταδιακά και με μπόλικες ανατροπές, είναι έξυπνη και ευρηματική.

Το νέο βιβλίο με ήρωα τον Άντερς Οικονομίδη φωτίζει ακόμη περισσότερο την ψυχολογία του, τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά του, απογυμνώνει περισσότερο τη σουηδική κοινωνία, στήνει έναν καλοπλεγμένο ιστό διαφθοράς και είναι γεμάτο με αληθινούς, τρισδιάστατους χαρακτήρες που δε θα ήθελα να τους έχω δίπλα μου όταν στριμώχνονται για τα καλά.

Πάνος Τουρλής