Το διαμαντένιο άλφα

της Νόρα Πυλόρωφ - Προκοπίου

Ένα διαφορετικό μυθιστόρημα για αναγνώστες με απαιτήσεις. Η ιστορία των γυναικών μιας οικογένειας από τη γιαγιά ως την εγγονή, τον αγώνα τους να φτιάξουν τη μοίρα τους κόντρα στις κοινωνικές πεποιθήσεις και την Ιστορία, γυναικών που παλεύουν με μια κατάρα που μόνο προβλήματα, δυστυχία και γρουσουζιά τους φέρνει. Γυναίκες που αγαπούνε άντρες, που αγαπούν τα παιδιά τους και πάλι όχι όλα. Σαν άλλοι Ατρείδες μας ξεναγούν πότε στον Βόλο, πότε στη Θεσσαλονίκη και μας ανοίγουν τα κρυφά συρτάρια της ψυχής τους. Με μοναδική μαεστρία και πρωτότυπο χειρισμό πλοκής η συγγραφέας καταγράφει την πορεία αυτών των γυναικών στο χρόνο, ενώ το διαμαντένιο άλφα που περνάει από γενιά σε γενιά όλο και θαμπώνει, ντροπιασμένο και ατιμασμένο από αυτά που βλέπει.

Ίσως η ιστορία φανεί παρατραβηγμένη και οι γυναίκες θεωρηθούν με αρκετή ευκολία πόρνες, μοιχαλίδες, Μήδειες, όμως χάρη στο ύφος του κειμένου, τη μαεστρία των πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων και τον άψογο χειρισμό της μετάβασης πότε στο τώρα και πότε στο τότε δεν μπόρεσα να αφήσω το βιβλίο χωρίς να το διαβάσω ως το τέλος. Εξαιρετική η σκέψη η σύγχρονη Ιστορία μας να είναι διακριτική στο προσκήνιο και να δηλώνεται μόνο με τα γεγονότα και πιο σπάνια με χρονολογίες. Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, η εξολόθρευση των Εβραίων αυτής της μαγικής πόλης στον πόλεμο και οι δύσκολες, απάνθρωπες μέρες στη Γυάρο στεφανώνουν την ανέλιξη, όχι την εξέλιξη, αυτών των γυναικών. Ειδικά οι σελίδες που αφορούν στη Γυάρο θα λυγίσουν και τον λιγότρο αδαή περί της συγκεκριμένης ιστορικής περιπέτειας.

Η γιαγιά Αντρονίκη, τα παιδιά της Νικόλας, Αλέξανδρος, Γιάγκος, Αριστέα και Αμαλία και οι εγγονές της Αγνή, Ανθή, Αυγή, η δισέγγονη Αντριάνα είναι πρόσωπα διαφορετικά, εξεζητημένα, που δεν τα συναντάς σε άλλα μυθιστορήματα, φτιαγμένα από στόφα μεγάλου τεχνίτη στη γραφή και χάρηκα που μου συστήθηκαν κι εμένα. Δεν τις αγάπησα, δεν τις συμπάθησα, τις λυπήθηκα και τις οικτίρησα. Άντρες στα πόδια τους στην κυριολεξία, στραβοτιμονιές της μοίρας, αδυναμία του ανθρώπου να σταθεί δυνατός και να πάρει σωστές αποφάσεις ανεπηρέαστος, παιδιά με λανθασμένη πατρότητα κι όλα αυτά δοσμένα απλά, κατανοητά, χωρίς να χαθώ ούτε στιγμή, μιας και τα πρόσωπα, παρ’ όλη την εναλλαγή των πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων, είχε το καθένα το χώρο του και την ευκαιρία του να μιλήσει, να συμπληρώσει, να μετανιώσει, να θυμώσει. Και όλα αυτά με μια αφήγηση νευρώδη, γεμάτη ιδιωματισμούς και υπέροχα καλολογικά στοιχεία!

Άλφα λοιπόν στο βιβλίο αυτό και στις ηρωίδες του. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα για όσους θέλουν κάτι το διαφορετικό στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"Και οι άνθρωποι δε γίνονται έτσι τυχαία , όλοι γεννιόμαστε μ\' έναν καμβά για ψυχή, σ\' άλλος αυτός είναι χοντρός σαν τσουβάλι, ανθεκτικός, αδρός, σ\' άλλους τούλι ψιλό, διάφανο, λεπτεπίλεπτο, κι έρχονται οι κεντητές και οι κεντήστρες, η κεντήστρα η μία, η αρχή και το τέλος, η Μητέρα, κι αν οι βελονιές της είναι αβρές, απαλές, κεντιέται καλά ο καμβάς, και ο τσουβαλένιος και ο τούλινος, κι αν οι βελονιές είναι άτσαλες, κακές, βίαιες, σκίζεται η ύφανση και κρέμονται τα κουρέλια και κανείς δεν μπορεί να τα ενώσει, να τα φέρει σε λογαριαμό, θα κρέμονται για μια ολόκληρη ζωή\" (σελ. 85).

-η μοναδική περιγραφή της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης-

\"Καρβούνιασε αυτή η φωτογραφία, ακουμπισμένη στη φρουτιέρα πάνω στο μάρμαρο της κονσόλας στο σπίτι της Αριστέας, καρβούνιασε, φίδι σύρθηκε η φλόγα στα πρώτα σπίτια του Μεβλίχανε κι άρχισε να γλείφει με μεγάλη αδηφάγα γλώσσα ό,τι έβρισκε μπροστά της, πρώτα ρούχα και στρωσίδια και μετά έπιπλα και κουφώματα και παντζούρια και γλυκάθηκε η φωτιά και της καλάρεσε, και παρέα με τον Βαρδάρη άρχισε να τρέχει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα και να τινάζεται και να κυματίζει και να κατατρώει, κρουτς κρουτς κρουτς, και να θεριεύει πια, κυρά κι αφέντρα, θόλωσε η πόλη κι έγιναν όλα στάχτη και ρημαδιό, κι όσοι πρόλαβαν άρπαξαν το κατιτίς τους κι όλοι οι άλλοι, οι περισσότεροι, τίποτε, άντε μια κρεβατόστρωση, άντε κανέναν μπόγο με ρουχομάνι, τρέξαν να σώσουν τους εαυτούς τους και τους δικούς τους...\" (σελ. 143).

Πάνος Τουρλής