Το δάκρυ του έρωτα

των Θοδωρή Καραγεωργίου και Λίας Ζώτου

b201545Μια απηνής καταδίωξη και ο ξεριζωμός από τη γη του Πόντου. Αμπελώνες στη Δράμα. Ο έρωτας ο απαγορευμένος ανάμεσα σε ένα ζευγάρι και οι συνέπειές του. Ένας φόνος. Και μια εξιλέωση. Κι αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος. Μια υπέροχη ιστορία που καλύπτει σχεδόν μισό αιώνα, ένα καταπληκτικό σκιαγράφημα χαρακτήρων, ένα κείμενο γεμάτο εικόνες και συναισθήματα.

«Το δάκρυ του έρωτα» ξεκινάει στον Πόντο τη δεκαετία του 1910, όπου ο αμπελουργός Αριστείδης Λεοντίδης μαντεύει τα σύννεφα του πολέμου κατά των Ελλήνων και με βαριά καρδιά παίρνει τη γυναίκα του και τον γιο του, Θωμά, μακριά από την πατρίδα τους και τις παντρεμένες κόρες του. Με χίλια βάσανα καταφέρνουν να ορθοποδήσουν στην Πελοπόννησο, όπου ο γιος τους παντρεύεται την Κυριακή και αποκτά δυο γιους, τον Άρη και τον Αλέξανδρο. Μια γυναίκα θα μπει ανάμεσά τους όταν μεγαλώσουν και οι συνέπειες των επιλογών θα είναι μοιραίες για όλους.

Το μυθιστόρημα με κράτησε σφιχτά από την αρχή ως το τέλος. Οι συγγραφείς έχουν την ικανότητα να ξεδιπλώνουν μια ιστορία με μαεστρία, χωρίς να γεμίζουν ούτε μία σελίδα με περιττολογίες ή παρατραβηγμένα περιστατικά. Κείμενο μεστό, γεμάτο, με ωραίες λέξεις, σκηνές καθαρογραμμένες, δυνατές, αληθινές. Έμαθα για τη ζωή του Αριστείδη στον Πόντο, την καθημερινότητά τους, την ιδιόλεκτό τους, τις αγωνίες τους εν όψει του λεπιδιού που θα έσκιζε τον ελληνισμό, τον πόνο ψυχής όταν αφήνεις πίσω σου ξαφνικά και αναίτια οικογένεια και πατρίδα. Στην Πελοπόννησο, κανάκεψα στα πόδια μου τα εγγόνια του Αριστείδη, γέλασα με τις κουτουράδες τους και θύμωσα με τη σκληρότητα του Άρη. Απαράμιλλη δεξιοτεχνία στον χειρισμό των ζωών των δύο αγοριών και επιδέξιος χειρισμός της πλοκής. Μικρά και μεγάλα περιστατικά δημιούργησαν έναν ολοζώντανο πίνακα που ένιωθα να μου περιγράφει τη ζωή του ένας κοντινός μου άνθρωπος. Πήρα το μέρος του Αλέξανδρου για την επιλογή που έκανε, επικροτώντας την απόφασή του να ταχτεί ενάντια στον θεσμό του προξενιού και να ακολουθήσει την καρδιά του. Ο Άρης και ο Αλέξανδρος, σαν άλλοι Κάιν και Άβελ, κονταροχτυπιούνται και ματοστηθοδέρνονται στην αρένα της ζωής κυρίως λόγω του Άρη που θέλει να αποδείξει στον εαυτό του και στον κόσμο πόσο καλύτερος σε όλα από τον αδερφό του είναι.

Δεν έχω συναντήσει άλλο άνθρωπο τόσο καιροσκόπο, απελπισμένο, επίμονο και οπορτουνιστή όσο τον Άρη. Μια άγρια, τραχιά μορφή που σκιάζει την ευτυχία και πέφτει πάνω της σα σίφουνας. Η δεξιότητα των Ζώτου και Καραγεωργίου με οδήγησε δύο φορές σε όλο το μυθιστόρημα να μη θέλω να διαβάσω παρακάτω, υπερβολικά συγκινημένος από το βάρος της τραγικής ειρωνείας. Τη στιγμή που εκτυλίσσονταν μπροστά μου γεγονότα που ήξερα την τραγική τους σημασία έκλεινα το βιβλίο για να μη ζήσω τις συνέπειες. Τέτοια συναισθήματα πολύ σπάνια συναντώ σε μυθιστορήματα. Εξαιρετική η ανατροπή που αφορά το σκηνικό της περιβόητης δολοφονίας, μια πράξη που στιγματίζει κάποια αθώα ψυχή και ζει με το βάρος αυτό για χρόνια.

Γύρω από όλους αυτούς τους χαρακτήρες ρέει και κυλάει το κρασί, κόκκινο, μεθυστικό, έντονο, γευστικό, ένα ποτό που δακρύζει σαν τον άνθρωπο, που θέλει κανάκεμα και φροντίδα για να αναπτυχθεί σωστά και να σου πει το δικό του «ευχαριστώ» με τον κατάλληλο τρόπο. Το μυστικό του Αριστείδη για καλό κρασί πάει από γενιά σε γενιά (φυσικά δεν αποκαλύπτεται, κάτι που με εκνεύρισε, όμως από την άλλη μυθιστόρημα καλογραμμένο διαβάζω, όχι εγχειρίδιο οινολογίας). Δε με νοιάζει αν είναι κάποια χημική αντίδραση, δε με νοιάζει αν είναι η δύναμη της προσευχής, με ενδιαφέρει που το κρασί καλυτερεύει και γίνεται περιζήτητο. Ενδελεχής μελέτη και έρευνα απέδωσαν καρπούς μεστότατους. Υπέροχες λεπτομέρειες, καθόλου κουραστική ανάλυση της διαδικασίας της οινοποίησης, κόντρες, μυστικά και αποτυχίες, όλα εδώ. Αγάπησα την επίπονη διαδικασία της μετατροπής του σταφυλιού σε κρασί, μου κίνησε την περιέργεια για πολλά πράγματα, έμαθα πολλά! Και φυσικά χάρηκα που το μυστικό του Αριστείδη χρησιμοποιούνταν μόνο όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη για να ξελασπώσουν από δυσμενείς συνθήκες ενώ όταν άρχισε να χρησιμοποιείται σωρηδόν είτε υπήρχε είτε όχι η ανάγκη ο ένοχος τιμωρήθηκε με κάθαρσι.

Θα το ξαναγράψω ότι το «Δάκρυ του έρωτα» είναι τόσο καλογραμμένο που δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Μεστό και ώριμο, προϊόν της σωστής ζύμωσης στο μυαλό των συγγραφέων, μου χάρισε μοναδικές στιγμές και μου ήγειρε αξεπέραστα συναισθήματα. Δεν είναι ρομαντικό κι ας μιλάει για τον έρωτα, δεν είναι άρλεκιν κι ας ξεγελάει ο τίτλος τον αναγνώστη, αντίθετα είναι ένα υπέροχο δείγμα σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που με περηφάνια συστήνω γιατί κάθε νέο μυθιστόρημα από αυτό το υπέροχο ζεύγος δείχνει ότι σέβεται τον αναγνώστη του και ότι γράφει για να τον κάνει να περάσει καλά, όχι για να τον κοροϊδέψει. Αν δεν υπήρχε η πένα αυτών των ανθρώπων, τα χρονικά κενά που απαιτούνται για να συμπληρωθεί μια καλή σοδειά που θα επηρεάσει τις ζωές των χαρακτήρων ίσως και να με έκαναν να βαριέμαι αφόρητα. Ξέρουν όμως πώς να ξεδιπλώσουν την ιστορία τους χωρίς χάσματα και χασμουρητά, οπότε με τη σειρά μου απλώς υποκλίνομαι. Τα περιστατικά που εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια του τρύγου, των ζυμώσεων κλπ. προχωρούν την πλοκή ένα βήμα παραπέρα, χωρίς πουθενά να κουραστώ ή να να
νυστάξω.

Η συγκομιδή της γέννας, η θραύση της εφηβείας, η ζύμωση της καθημερινής ζωής, η οξείδωση από το μίσος, η ωρίμανση των γηρατειών είναι στάδια που συγκροτούν το καλύτερο κρασί της ζωής μας, τον άνθρωπο, αρκεί να χρησιμοποιούνται σωστά τα στοιχεία που τον αποτελούν και οι συνθήκες παραγωγής, φύλαξης και παλαίωσης να είναι οι ιδανικές.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«-Βλέπεις τα δάκρυά τους, αγόρι μου; Κοίταξέ τα πώς τρέχουν... Είναι δάκρυα χαράς τούτα εδώ, είναι δάκρυα ελπίδας, είναι δάκρυα ζωής! Αν δε δακρύσει το αμπέλι τούτη την εποχή, σημαίνει πως πάει, χάθηκε η ζωή από μέσα του, σημαίνει πως νέκρωσε για πάντα...Έτσι δεν είμαστε όμως και εμείς οι άνθρωποι; Ξέρεις κανέναν που να έζησε πραγματικά τη ζωή του δίχως να δακρύσει, είτε από πόνο, είτε από χαρά, είτε από αγάπη κι έρωτα; Εγώ πάντως δεν ξέρω, γιατί αληθινή ζωή δίχως δάκρυ δεν υπάρχει» (σελ. 195).

«Δεν το φοβάμαι το δάκρυ του έρωτα, όσο πικρό κι αν είναι. Γιατί όποιος δε δάκρυσε για κάτι που πόθησε απελπισμένα δεν έχει νιώσει την καρδιά του να χτυπά αληθινά, δεν έχει ζήσει!» (σελ. 242).

Πάνος Τουρλής