Τα λύτρα

του Πάνου Αμυρά

Ο απόστρατος πλέον αστυνομικός Νίκος Αγραφιώτης επιστρέφει κρυφά στην Ελλάδα μετά τη φυγάδευσή του στη Μέση Ανατολή, μαζί με τη σύντροφό του, Έλλη Δάμογλου, με αποστολή να οργανώσει τις αντιστασιακές ομάδες του βουνού. Μια προδοσία θα στοιχίσει την αιχμαλωσία της Δάμογλου κι έτσι ο Αγραφιώτης καταφεύγει στην Αθήνα, με μια νέα, εξίσου σημαντική αποστολή για τους Συμμάχους την περίοδο που εξαφανίζεται η μικρή κόρη ενός Γερμανού στρατιωτικού μαζί με τον κολλητό της φίλο. Τι κρύβεται πίσω από τις απαγωγές; Ποια είναι η αποστολή του Αγραφιώτη; Τι συμβαίνει στην Αθήνα του 1943, λίγο καιρό πριν την ήττα των Γερμανών και το εμφύλιο αιματοκύλισμα;

Η δεύτερη περιπέτεια του Νίκου Αγραφιώτη είναι γραμμένη με τον γνωστό τρόπο που με τράβηξε και στο πρώτο βιβλίο της σειράς, με πληθώρα πραγματολογικών και ιστορικών στοιχείων που ζωντανεύουν με μοναδικό τρόπο την Αθήνα και τη γενικότερη ατμόσφαιρα της εποχής. Η καθαυτή ιστορία μπλέκεται από σελίδα σε σελίδα όλο και περισσότερο, με τον συγγραφέα να παρεμβαίνει εγκαίρως για καλύτερη κατανόηση των γεγονότων με συναρπαστικές πληροφορίες και σημαντικές εκπλήξεις ενώ η υπόθεση της απαγωγής της γερμανοπούλας κουμπώνει με απρόσμενο τρόπο με την όλη κατάσταση. Στα πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος είναι και το γεγονός πως μια λεπτομέρεια που δεν πρόσεξα κατά την ανάγνωση έρχεται στο φως κλείνοντας και την τελευταία εκκρεμότητα μιας ιστορίας γεμάτης προδοσίες, χαφιεδισμό και τρόμο.

Ο Νίκος Αγραφιώτης, μετά τις μάχες στο Ελ Αλαμέιν, είναι πλέον λοχαγός και οι συμμαχικές δυνάμεις αναγνωρίζουν τις δυνατότητες και τις ικανότητές του. Για τον λόγο αυτόν τον στέλνουν σε χωριό της Σπερχειάδας για να έρθει σε επαφή με τις αντιστασιακές ομάδες του βουνού και να οργανώσει κοινή συνάντηση μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Τελικά, τα πράγματα πήγαν στραβά κι αναγκάστηκε να φύγει, αφήνοντας την Έλλη στα χέρια των Γερμανών. Το σχέδιό τους όμως να διεισδύσουν στις γραμμές του εχθρού, ν’ αποσπάσουν πληροφορίες και να σπάσουν τον κώδικα επικοινωνίας πρέπει να συνεχιστεί. Μετά από κρυφή συνάντηση στο εκκλησάκι της Παναγίας Ντινιούς στην Εύβοια (άλλη αναπάντεχη έκπληξη η τοποθεσία και η ιστορία αυτού του μέρους), ο Αγραφιώτης αναλαμβάνει να εισχωρήσει στην Ειδική Ασφάλεια που έχει μετατραπεί σε μηχανισμό δίωξης και βασανισμού πατριωτών, αυτήν τη φορά με πλαστή ταυτότητα, για να διαλύσει εκ των έσω τα Τάγματα Ασφαλείας που συγκρότησε ο νέος πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, για την εξόντωση των Ελλήνων ανταρτών. Η αλληλοεξόντωση αυτή μεταξύ εθνικιστών και κομμουνιστών φυσικά βοηθάει τους Γερμανούς, δυσκολεύει όμως την οργάνωση που υπάρχει για να μεταδίδει  πληροφορίες στους Συμμάχους!

Αυτή είναι η αρχή άλλης μιας συναρπαστικής περιπέτειας κατασκοπείας, με τον Αγραφιώτη να περιβάλλεται από υπανθρώπους που θέλει να σκοτώσει για την ατιμία και την ανανδρία τους παρά να κάνει πράγματα μαζί τους, έστω και για το όνομα της πατρίδας. Η θέση του δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να καταγράψει κάπως περισσότερο από το πρώτο βιβλίο την ψυχοσύνθεση του Αγραφιώτη: «Ο εμφύλιος σπαραγμός, η διχόνοια και οι προδοτικές συμπεριφορές ήταν ένα διαρκές πια έγκλημα. Μέσα σε δύο χρόνια η Ελλάδα είχε απολέσει το φρόνημα που την εξύψωσε στα βουνά της Πίνδου και είχε πέσει για άλλη μια φορά στην παγίδα του διχασμού» (σελ. 52). Επιπλέον, και στους κύκλους της βρετανικής πολιτικής και στην ελεύθερη κυβέρνηση υπήρχαν φόβοι για μετάβαση της Ελλάδας στο κομμουνιστικό μπλοκ, κάτι που ενισχύει τον διχασμό ώστε αυτός ο κίνδυνος να εξαλειφθεί. Αυτός ο διπολισμός καταγράφηκε εξίσου εύληπτα και τεκμηριωμένα από τον συγγραφέα. Φανταστείτε λοιπόν να ζείτε σε ένα περιβάλλον αλληλοσκοτωμού και να υποχρεούστε να καταταγείτε στη χωροφυλακή, που είχε πάρει εντελώς διαφορετική κατεύθυνση ως προς τα καθήκοντά της από την Αστυνομία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930.

Η ζωντάνια και η απεικόνιση της τοπογραφίας της Αθήνας εκείνης της εποχής, που στηρίχτηκε σε κοπιώδη και προσεγμένη μελέτη των σχετικών πηγών και της βιβλιογραφίας, είναι παρούσα και εδώ. Μάλιστα, περπατάμε στους ίδιους σχεδόν δρόμους δυο χρόνια μετά το προηγούμενο βιβλίο κι έτσι, με τον γνωστό παραστατικό τρόπο γραφής, βλέπουμε τις αλλαγές και τις διαφορές, αναφέρονται ιστορικά γεγονότα της ενδιάμεσης περιόδου, υπάρχουν αλλαγές ακόμη και στους ανθρώπους, μιας και τα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής και τα εφόδια από Σουηδούς και Ελβετούς ανέκοψαν κάπως τον λιμό, χωρίς όμως να έχουν εξαλείψει εντελώς την πείνα. Μάλιστα, είναι η περίοδος κατά την οποία η Ιταλία έχει συνθηκολογήσει κι οι Γερμανοί έχουν πάρει το πάνω χέρι, κυνηγώντας τους πρώην συμμάχους τους. Περπάτησα από την Αχαρνών ως την πλατεία Καρύτση κι από το Ψυχικό ως την Γ΄ Σεπτεμβρίου. Οδοί και λεωφόροι, συνοικίες και νοσοκομεία, εμβληματικά κτήρια και πολυκατοικίες αποκαλύπτουν τα μυστικά τους, τον τρόπο επίταξης και χρήσης από τις δυνάμεις του εχθρού, κάνοντάς με και πάλι να τρέχω σε αναζήτηση περαιτέρω πληροφοριών, συνεπαρμένος από το αναπάντεχο κυνήγι γνώσης στο οποίο με έριξε το βιβλίο.

Η κατεδαφισμένη, χάρη σε περίφημο και σημαντικό σαμποτάζ, Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση (που στρατολογούσε Έλληνες για να πολεμήσουν με τους Ναζί), τα γραφεία της Ειδικής Ασφάλειας σε Δεριγνύ και Γ΄ Σεπτεμβρίου, τα κτήρια του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και της Ειδικής Ασφάλειας, το καφενείο της Δεξαμενής, οι Φυλακές Αβέρωφ, η Αρχιεπισκοπή, η Οργάνωση Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος, καθώς και υπηρεσίες όπως η Κομαντατούρ, η Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία, η Γκεστάπο, τα Ες Ες, η Βέρμαχτ, ζαχαροπλαστεία, ξενοδοχεία, ακόμη και καζίνο συγκροτούν μια συναρπαστική και μελετημένη εικόνα μιας πόλης και μιας εποχής. Δεν είναι όμως μόνο τα κτήρια αλλά και οι άνθρωποι, μιας και σημαντικά ιστορικά πρόσωπα εξακολουθούν να αναμιγνύονται με τη φαντασία του συγγραφέα. Ο Νίκος Αγραφιώτης στην καθημερινότητά του και υπό συγκεκριμένες συνθήκες συναντάει δωσιλογικές αλλά και ηρωικές προσωπικότητες που συγκροτούν και πάλι ένα ικανοποιητικό ρεαλιστικό παζλ της εποχής. Ο τότε δικηγόρος Ιωάννης Γεωργάκης, ο αφανής ήρωας Αλέξανδρος Καΐρης και άλλοι αντιπαραβάλλονται με τον Αλέξανδρο Λάμπου και τον Ευσέβιο Παρθενίου, με τον ταξίαρχο Γιούργκεν Στρόοπ (που ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη διοίκηση Χωροφυλακής, Αστυνομίας και Ταγμάτων Ευζώνων για να μεθοδεύσει εμφύλια αιματοχυσία) και άλλους «Εφιάλτες» και «Ξέρξηδες». Ο συγγραφέας μάλιστα φρόντισε να υπάρχει ένα παράρτημα στις τελευταίες σελίδες με όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τα ιστορικά πρόσωπα που σκιαγραφούνται στο έργο του.

Στο δεύτερο βιβλίο της σειράς η γραφή παραμένει κοφτή και γρήγορη, οι ρυθμοί αφήγησης κινηματογραφικοί κι επιπλέον το υποδόριο σαρκαστικό χιούμορ αρχίζει να ξεμυτάει και να εμφανίζεται πιο συχνά, δίνοντας στο σύνολο του κειμένου μια ματιά «σαρκαστική», ως όπλο απέναντι στις θηριωδίες και τις απανθρωπιές που καλείται ο συγγραφέας να ζωντανέψει και όχι ως απαξίωση απέναντι στους χαρακτήρες ή υποτίμηση των γενναίων πράξεων και των ηρωισμών που φωτίζονται. Παράδειγμα: «Οι φήμες με τα καλά νέα τα τελευταία δύο χρόνια έσβηναν ταυτόχρονα με τη δύση του ήλιου αλλά οι ταλαίπωροι πολίτες δεν το έβαζαν κάτω. Κρέμονταν από την επόμενη πληροφορία μέχρι να διαψευστεί κι αυτή» (σελ. 235). Οι απλές, περιγραφικές λέξεις έχουν τη δύναμη παρ’ όλ’ αυτά να με κάνουν να κοντοστέκομαι σε αποσπάσματα όπως αυτό που περιγράφει τη συνάντηση του Οδυσσέα Ελύτη και του Νίκου Γκάτσου στο πατάρι του Λουμίδη ενώ δίπλα τους μαυραγορίτες κάναν τους λογαριασμούς τους: «…πετούσαν στον αέρα νούμερα και εκατομμύρια, που όμως δεν έπιαναν μία στους θησαυρούς που είχαν στις σημειώσεις και στα τετράδιά τους οι ποιητές της διπλανής παρέας» (σελ. 263). Και πάλι δεν υπάρχουν ψυχογραφήματα όμως το ιδιαίτερο στυλ και η ξεκάθαρη ταυτότητα στη γραφή είναι από μόνα τους αρκετά για να συνεχίσουν να μου αρέσουν τα βιβλία του συγγραφέα με πρωταγωνιστή αυτόν τον ιδιαίτερο, πρώην πια, αστυνομικό.

«Τα λύτρα» είναι μια άκρως ρεαλιστική τοιχογραφία της κατεχόμενης Αθήνας του 1943 και ταυτόχρονα μια καλογραμμένη περιπέτεια που με πήρε από τους δρόμους της Αθήνας και με μετέφερε στα βουνά της Σπερχειάδας και τους δρόμους του ορεινού εθνικού δικτύου, σε μια εποχή που άρχιζαν να συγκροτούνται οι αντίπαλες δυνάμεις που θα αιματοκυλήσουν την Ελλάδα, τη μητέρα όλων τους. Η περιπέτεια και το αστυνομικό στοιχείο είναι επιπλέον θετικά γνωρίσματα, οι ανατροπές είναι συνεχείς και ο ανθρωπισμός συμπαρατάσσεται με την προδοσία σε μια δυνατή ιστορία. 

Πάνος Τουρλής