Σώσε με

του Δημήτρη Σίμου

Η Νικόλ Πομάνου επιστρέφει στο χωριό της κοντά στην Κομοτηνή με αφορμή το μνημόσυνο του πατέρα της. Οι αναμνήσεις που της ξυπνάει η οικογένειά της δεν είναι και οι καλύτερες, μιας και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, σέρνοντας πίσω της μια αναπνευστική συσκευή λόγω προβλήματος με τους πνεύμονες ενώ και η σχέση της με τις αδελφές της πέρασαν από σαράντα κύματα. Ταυτόχρονα, κάποιος σκοτώνει γυναίκες και τους αφαιρεί τα μάτια, πονοκεφαλιάζοντας την αστυνόμο Λουκίδη που αναλαμβάνει την υπόθεση. Τι συνέβη με την οικογένεια Πομάνου; Ποιος είναι ο δολοφόνος και ποιο το κίνητρό του; Ποιο θα είναι το επόμενο θύμα και γιατί; Πώς συνδέονται όλα αυτά με την εξαφάνιση γυναικών της μουσουλμανικής μειονότητας κοντά είκοσι χρόνια πριν;

Ο Δημήτρης Σίμος αφήνει για λίγο πίσω τον αστυνόμο Καπετάνο και την Εύβοια και ανεβαίνει πιο βόρεια, ως την ακριτική Θράκη για να φωτίσει τα προβλήματα της μουσουλμανικής κοινότητας και των οικογενειών που διαβιούν σ’ έναν περιορισμένο τόπο και άρα γνωρίζονται μεταξύ τους, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Κλειστά στόματα και κλειστά σπίτι δυσχεραίνουν τις έρευνες και ταυτόχρονα τρέφουν άθελά τους παραβατικές συμπεριφορές, που φωλιάζουν για χρόνια σε ανήσυχα μυαλά και κάποια στιγμή ξεσπάνε. Η οικογένεια Πομάνου, ακέφαλη πλέον από πατέρα και με μια μάνα που καταφεύγει στη μουσική για τα προς το ζην, έχει τρεις κόρες με ξεχωριστές και διαφορετικές προσωπικότητες που δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους ενώ τα πράγματα δείχνουν να βελτιώνονται όσο μεγαλώνουν. Η μικρή, η Άλκηστη, παντρεμένη με τον κτηνίατρο Ιάσονα, εξαφανίζεται την ημέρα του μνημόσυνου, η μεσαία, η Νικόλ, έχει αφοσιωθεί στην ξυλογλυπτική ενώ το μηχάνημά της έχει αντικατασταθεί από σπρέι για το άσθμα και η μεγαλύτερη, η Ράνια, έχει το καφενείο του παππού. Γύρω από αυτές τις γυναίκες ξεδιπλώνονται ιστορίες αγάπης, ενοχής και μίσους που στήνουν έναν έξυπνο ιστό και συγκροτούν μια υπόθεση αρκετά δύσκολη για την επίλυσή της. Από την άλλη, έχουμε τη Δέσποινα Λουκίδη, αστυνόμο στο Τμήμα Ασφάλειας Κομοτηνής, κόρη εισαγγελέα και ποινικολόγου, η οποία όμως είναι εθισμένη στον τζόγο κι έχει ενταχτεί σε ομάδα απεξάρτησης, έναν μεγαλοπαράγοντα της περιοχής που μοιράζει αφειδώς χρήματα για την ευημερία της πόλης, ένα σκοτεινό δάσος που έχει στοιχειώσει τα παιδικά χρόνια αρκετών, μια δημοσιογράφο που δεν το βάζει κάτω κι αγωνίζεται να βρει τι απέγιναν οι εξαφανισμένες μουσουλμάνες κι έναν υγροβιότοπο που θα δεχτεί το πρώτο πτώμα.

Η δράση εκτυλίσσεται στην ύπαιθρο της Ροδόπης, που είναι πλούσια σε χωριά, ποτάμια και άγρια φύση. Το Κρυφό, σε αντίθεση με τα γύρω χωριά που ερημώνουν σταδιακά, αντιστέκεται και προσπαθεί να μείνει ζωντανό. Κάτι οι δωρεές, κάτι οι τουριστικές ατραξιόν της άγριας φύσης, είναι σα να παίρνει κλεφτές ανάσες πίσω από το τρένο της αστυφιλίας. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη από Νικόλ και Ιάσονα κυρίως και εναλλάσσεται με τις τριτοπρόσωπες βασικών πρωταγωνιστών της ιστορίας, δίνοντας πολυμορφία και ποικιλία στις οπτικές γωνίες του βιβλίου. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα και τα πισωγυρίσματα αυξάνουν την ένταση και την αγωνία, απλώς είχα την αίσθηση πως ο συγγραφέας αναλώθηκε σε κάποια σημεία περισσότερο απ’ ό,τι θα άντεχε το κείμενό του σε λεπτομερείς περιγραφές τόπων, δωματίων, κινήσεων, φυσιογνωμιών, αποδυναμώνοντας τις εξελίξεις και δημιουργώντας την αίσθηση της χαλαρότητας. Συμφωνώ ότι έπρεπε να φωτιστούν οι σχέσεις των αδελφών, ότι έπρεπε ν’ αποκαλυφθούν τα απαραίτητα μυστικά που θα οδηγήσουν στην κορύφωση της τραγωδίας, απλώς οι περιγραφές σε κάποια σημεία πλάταιναν (έπρεπε να παρακολουθούμε εκτεταμένα το ντύσιμο κάποιου, τα βήματα που κάνει μπαίνοντας, βγαίνοντας ή δουλεύοντας πάνω σε κάτι κλπ.).

Η κεντρική ιδέα που κρύβεται πίσω από όλα αυτά είναι σοκαριστική και άκρως ανατρεπτική. Η αποπλάνηση ανηλίκων, ο λόγος εξαφάνισης των μουσουλμανίδων στο παρελθόν, το πώς χειριζόταν η μια αδελφή τις άλλες είναι μερικά από τα καλά σημεία του κειμένου που συγκροτούν έναν ενδιαφέροντα καμβά και οδηγούν σ’ ένα αναπάντεχο τέλος. Ίσως τα τελευταία δύο κεφάλαια θα μπορούσαν να λείπουν, μιας και τραβάνε λίγο ακόμη τις εξελίξεις τη στιγμή που, προσωπικά τουλάχιστον, θα ήθελα να έμενα στην τελευταία σελίδα της καθαυτής ιστορίας, απολαμβάνοντας την ικανότητα του συγγραφέα να φωτίζει ό,τι και όποτε θέλει, όχι για να με κοροϊδέψει αλλά για να στήσει μια ιστορία εκδίκησης και δικαιοσύνης με απρόσμενες ψηφίδες. Άλλωστε, το δίπολο που έχουμε, αυτό της αδελφικής ζήλειας αλλά και της αδελφικής αγάπης, που όλες τους είναι επικίνδυνες όταν ξεπερνούν τα όρια, φωτίζεται ακριβοδίκαια και με κάθε πιθανή εξέλιξή του. Το πώς θα το χειριστεί ο καθένας και τι συνέπειες θα υποστεί ξεδιπλώνονται υποδειγματικά στο βιβλίο. Η μεγάλη αδελφή προκαλεί τη ζήλια, η μικρή γίνεται υποχείριο της μεσαίας και η μεσαία, «το παιδί-σάντουιτς», χτίζει έναν ιστό όπου τα θύματά της ασφυκτιούν. Χρόνια αργότερα, είναι και οι τρεις ενήλικες γυναίκες και φαίνεται πως το παρελθόν τις επηρεάζει ακόμη ως προς τις σχέσεις και τον τρόπο σκέψης. Ποια όμως κραυγάζει «Σώσε με» κι από τι κινδυνεύει;

Η παράθεση περιττών δραστηριοτήτων που ανέφερα πριν και ο σχετικά χαλαρός τρόπος αφήγησης που σταδιακά αποκαλύπτει τους βαθμούς αλληλεπίδρασης των χαρακτήρων του μυθιστορήματος μεταξύ τους, επιβαρύνεται και από την έλλειψη στέρεων ψυχογραφημάτων, όπως της Λουκίδη. Η αστυνόμος δε μας απασχολεί με τον χαρακτήρα της, είναι ένα όργανο της τάξεως που κάνει τη δουλειά της, επομένως θα μπορούσε να λείπει το «μειονέκτημά» της, ο εθισμός στον τζόγο και ειδικά η συμμετοχή της σε ομάδα απεξάρτησης, όπου τα μέλη συζητάνε για το πρόβλημά τους. Δεν την επηρέασε στο σκεπτικό της, δεν την καθυστέρησε από τη δουλειά της, δε σκεφτόταν το πρόβλημά της (ναι, αυτό δείχνει πως το ξεπέρασε και σε μεγάλο βαθμό),  δηλαδή ένιωθα σα να μπαίνει και να βγαίνει στην υπόθεση χωρίς να γνωρίζουμε παραπάνω στοιχεία του χαρακτήρα της, επομένως γιατί να υπάρχει αυτό το «ψεγάδι»;

Το «Σώσε με» είναι μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική ματιά πάνω στις κλειστές κοινωνίες που δίνει μια σοκαριστική και σταδιακά απογειωτική πλοκή, γεμάτη ένοχα μυστικά, πάθη και απάτες. Ο συγγραφέας καταγράφει με διαφορετικές οπτικές γωνίες μια πολυπρόσωπη πλοκή και τοποθετεί σε αυτήν ενδιαφέροντες χαρακτήρες που συγκροτούν ένα ανατριχιαστικό παζλ για ικανούς λύτες. Με αρκετή έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις και στις εξελίξεις της τοπικής κοινωνίας, άργησε να με κρατήσει, από ένα σημείο και μετά όμως ανταμείφθηκα για την υπομονή μου.

Πάνος Τουρλής