Στο κόκκινο τ' ουρανού

της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Ο Ηρακλής και η Ελευθερία, Έλληνες της βορείου Ηπείρου, καταφέρνουν να δραπετεύσουν από το απολυταρχικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και να καταφύγουν στην υπό δικτατορία Ελλάδα. Με χίλιους κόπους καταλήγουν στην Τήνο, όπου ριζώνουν και προοδεύουν και ο γιος τους, Αλέξανδρος, ερωτεύεται την Αντιγόνη, κόρη μιας αρχόντισσας του νησιού. Πώς είναι η ζωή στο νησί και πώς θα αντιμετωπίσουν τους ξένους οι χωρικοί; Τι μέλλον έχει ο έρωτας των δύο παιδιών;

Το μυθιστόρημα αρχικά με κέρδισε για δύο λόγους: πρώτον, με ενέταξε στην ιστορία με την πρωτότυπη εναλλακτική αφήγηση ανάμεσα στην Αντιγόνη και τη μητέρα της και δεύτερον η αρχή της ιστορίας του Ηρακλή και της Ελευθερίας τοποθετείται στα δύσκολα χρόνια της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, όπου ο Χότζα είχε εγκαταστήσει ένα απολυταρχικό και ματοβαμμένο καθεστώς. Χάρη στο μυθιστόρημα αυτό κατάλαβα και έζησα σχεδόν από κοντά τα αίτια της κακοποίησης του ελληνικού στοιχείου αλλά και καθενός που αντιτίθετο στο κατ’ επίφασιν κομμουνιστικό κράτος της Αλβανίας όπως ήταν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

Η συγγραφέας μελέτησε και διασταύρωσε πολλά στοιχεία πριν παραδώσει στον αναγνώστη το πρώτο κομμάτι του βιβλίου της. Βασανιστήρια, μέτρα κατά του χριστιανικού πληθυσμού, αντίποινα σε όσους επαναστατούσαν κατά του καθεστώτος, φόβος, γενοκτονία και μια άβουλη, δειλή Ελλάδα να μην υποστηρίζει κανένα από τα δικαιώματα της Βορείου Ηπείρου στα διπλωματικά σαλόνια. Ανατριχιαστικές σκηνές, δύσκολες συνθήκες και μέσα σε αυτά μια γνήσια ηρωίδα, η μάνα του Ηρακλή, να πράττει τον δικό της πόλεμο με θάρρος και αυταπάρνηση. Σε πολλά σημεία του κειμένου η κυρία Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη τονίζει τις αρετές της δημοκρατίας και ενώνει τη φωνή της με τον κόσμο που υποστηρίζει τα διαχρονικά δικαιώματα του ανθρώπου για ειρήνη, αυτοβουλία και αξιοπρέπεια. Χωρίς υπερβολικό συναισθηματισμό ή μονομέρεια, η αφήγηση για τις απάνθρωπες συνθήκες στο καθεστώς Χότζα με κέρδισε ολοκληρωτικά και με συγκίνησε βαθιά.

Δυστυχώς αυτό το μέρος του μυθιστορήματος ήταν αρκετά δυνατό και έντονο και παρατέθηκε όλο μαζί ήδη από την αρχή, οπότε η συνέχεια της ιστορίας επισκιάστηκε. Ναι, υπήρξαν δύσκολες συνθήκες οπότε κατάφεραν ο Ηρακλής και η γυναίκα του να δραπετεύσουν στην Ελλάδα όμως αυτό δεν είχε κάποιο αντίκτυπο στη συνέχεια της ιστορίας, π. χ. να γυρίσουν πίσω στην Αλβανία μετά τον θάνατο του Χότζα ή να έζησαν κάτι εκεί που να τους τροφοδοτεί τώρα με κάτι άλλο από νοσταλγία. Το υπόλοιπο βιβλίο είναι η ζωή στην Τήνο και ο έρωτας του Αλέξανδρου με την Αντιγόνη, κάτι καθόλου πρωτότυπο ως προς τον τρόπο χειρισμού της κοινωνικής διαφοράς μεταξύ των δύο πλευρών.

Τα δυο παιδιά, παρ’ όλες τις αντιξοότητες και την αυστηρότητα της μάνας Σμαράγδας, που δεν μπορεί να δεχτεί το ρεζιλίκι στην τοπική κοινωνία από την κόρη της που διάλεξε έναν Αλβανό, παντρεύονται και προσπαθούν να κάνουν τα δικά τους παιδιά. Κάποια γεγονότα τους ωθούν να μεταναστεύσουν με τη σειρά τους στην Αμερική, υπό όρους και δυσβάσταχτες προϋποθέσεις, κάτι που είναι το εφαλτήριο για μια σειρά γεγονότων στη ζωή του παιδιού τους, Πέτρου. Από κει και πέρα λοιπόν το μυθιστόρημα δείχνει συνθήκες μετανάστευσης στην Αμερική, τις οποίες έχω διαβάσει και αλλού και δυστυχώς η κορύφωση της ζωής τους εκεί ήταν κάτι μη αναμενόμενο ως προς τον χαρακτήρα του Πέτρου. Συνέβη κάτι που το θεώρησα ακραίο και δεν πείστηκα, παρ’ όλο που η συγγραφέας προσπάθησε να το δικαιολογήσει, γιατί ο χαρακτήρας του Πέτρου δε θα έφτανε ποτέ σε τέτοια άκρα. Φυσικά, η γενεσιουργός αιτιά των κακών και των εμποδίων υπέστη μια αναμενόμενη θεία δίκη και όλα κατέληξαν σε ένα αναμενόμενο φινάλε.

Έτσι λοιπόν, το βιβλίο, παρ’ όλο που ξεκίνησε δυναμικά και τεκμηριωμένα, σύντομα σχεδόν ξεφούσκωσε και ακολούθησε συγγραφικές πεπατημένες ενώ και η αφήγηση ένιωσα σα να αδυνάτισε κάπως. Φαντάζομαι πως η κυρία Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη θα θέλησε να δείξει με το κείμενό της τις διαφορές και τις ομοιότητες ανάμεσα στις δύο μορφές ξενιτειάς, αυτής των γονιών και εκείνης των παιδιών, οπότε επί τη ευκαιρία να στηλιτεύσει μέσα από κάποια περιστατικά τις δυσκολίες και τις πίκρες που προκαλεί. Παρ’ όλο λοιπόν που οι σκηνές δίνονται ικανοποιητικά και οι διάλογοι είναι αληθοφανείς, η ίδια η ιστορία δεν είχε να μου χαρίσει ή να μου προκαλέσει κάτι διαφορετικό από τις αντίστοιχες ιστορίες περί μετανάστευσης. Πιστεύω πάντως ακόμα στην πένα της συγγραφέως, μιας και η καταγραφή των γεγονότων στη Βόρειο Ήπειρο δείχνουν τις δυνατότητές της και με προθυμία θα διαβάσω και επόμενο κείμενό της.

Πάνος Τουρλής