Στη γη της αιώνιας θλίψης

του Γιάννη Κυζιρόπουλου

Είμαστε στο 2030 και ο κόσμος όλος πλήττεται από τα απόνερα του Μεγάλου Λιμού. Η τροφή έχει περιοριστεί, βασικά αγαθά είναι πανάκριβα, φτώχεια και εξαθλίωση οδηγούν τον άνθρωπο σε απονενοημένες πράξεις. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα επιζεί ο Ιάσονας, σε μια Αθήνα όπου τα πάντα έχουν ανατραπεί κι ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να εξασφαλίσει μια μερίδα φαγητό. Μετά από ενέδρα, χάνει και τους τελευταίους του φίλους κι αρχίζει μια σειρά από περιπλανήσεις που θα τον οδηγήσουν στον έρωτα, την προδοσία, το μίσος και θα του χαρίσουν την ψευδαίσθηση πως απομακρύνθηκε από το θηρίο που κρύβει μέσα του. Είναι όμως έτσι;

Το μυθιστόρημα είναι η δεύτερη εμφάνιση του συγγραφέα στον εκδοτικό χώρο και αφορά κυρίως την ψυχοσύνθεση του αφηγητή της ιστορίας και τις αλλαγές που επιφέρουν τα βιώματά του στη νοοτροπία και την κοσμοθεωρία του. Υπάρχει ένα ζοφερό και δυστοπικό περιβάλλον, μια εντελώς νέα τάξη πραγμάτων, η οποία όμως περιγράφεται συνοπτικά και σε κατά τόπους (καίρια) σημεία παρά αναπτύσσεται. Οι επιρροές της όμως είναι βαθύτατες σ’ έναν χαρακτήρα που ξέρει, νιώθει και καταλαβαίνει πως ούτε το καλύτερο παιδί είναι ούτε έχει δικαίωμα στη χαρά και την αγάπη. Τον έβλεπα σε όλο το βιβλίο να περιφέρεται μες στη μιζέρια, την κατήφεια και την απογοήτευση, άτολμος και δειλός, παρ’ όλ’ αυτά με ξεσπάσματα θυμού γεμάτα ένταση και δύναμη. Μια σειρά από ανθρώπους που θα γνωρίσει και ένα σερί απανωτών ανατροπών θα φέρουν στη ζωή του νέες δοκιμασίες και πάνω απ’ όλα έναν έρωτα καθολικό, σωστό, που θα εξελιχθεί σταδιακά, όπως πρέπει, θα καταγραφεί με ρεαλισμό και θα διακοσμηθεί με ωραίες παρομοιώσεις: «…μια άχαρη -αν όχι φρικτή- μέρα ξεδιπλωνόταν σαν βρόμικο, φτηνιάρικο σεντόνι μπροστά μου» (σελ. 32).

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αλλά και η ματιά του συγγραφέα δεν αφήνουν περιθώρια σε άλλους χαρακτήρες να αναπτυχθούν τόσο πολύ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως παραμένουν επιφανειακοί και στάσιμοι. Ο χειρισμός όλων είναι αξιοπρόσεκτος, μελετημένος και στρωτός. Με αληθοφάνεια και ρεαλισμό ξεδιπλώνονται και καταγράφονται στιγμές που κάλλιστα θα μπορούσαν να συμβούν σε πραγματικές συνθήκες «τσιμεντένιας ζούγκλας», με τρόπαιο ένα πιάτο φαΐ. Απλώς ο Ιάσονας είναι ξεκάθαρα ο πρωταγωνιστής και η ψυχοσύνθεσή του είναι πολυπρισματική και ενδιαφέρουσα. Απογοητευμένος από τους ανθρώπους, αντικοινωνικός, περιμένει πάντα το χειρότερο και θεωρεί πως δεν είναι καλύτερος από όσους σιχαίνεται αφού δεν κάνει τίποτα για να μετατρέψει τον κόσμο σε όμορφο και δίκαιο μέρος: «Είχα σιχαθεί αυτό το ανιαρό πιάτο που μου σέρβιρε η μοίρα ως ζωή» (σελ. 66). Ο Σπύρος από το βιοχημικό εργαστήριο, η αδικοχαμένη Αλίκη, η παιδική φίλη Αθηνά, η διπολική ημιεπαγγελματίας πόρνη Έλη, η γοητευτική τηλεπερσόνα και youtuber Σίλια, ο Παύλος που διευθύνει μια ιδιότυπη και αυτόνομη κολεκτίβα στην Κηφισιά, η σκληρή και απόλυτη Μαριάννα είναι μερικοί από όσους επηρεάζουν τον βηματισμό και τις αποφάσεις του εικοσάχρονου αφηγητή ενώ και το δικό τους παρελθόν και παρόν κρύβουν ενδιαφέρουσες εκπλήξεις.

Το ταξίδι του Ιάσονα στον έρωτα είναι μαγικό, τα συναισθήματα που τον πλημμυρίζουν δεν έρχονται όλα μαζί αλλά ξεπηδάνε σταδιακά κι όταν επιτέλους καταλαβαίνει πως όλο αυτό και αμοιβαίο είναι και ίσως να του αξίζει αρχίζει να αντλεί πρωτόγνωρη δύναμη, η οποία όμως σύντομα θα του επιβληθεί οδηγώντας τον σε ανίδωτα μονοπάτια. Είναι ένας άνθρωπος που ψάχνει τον εαυτό του όχι για να τον αγαπήσει αλλά για να τον μισήσει περισσότερο, έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση ενώ σύντομα το σχέδιό του να εκδικηθεί για την ενέδρα αρχίζει να υπαναχωρεί όταν γίνεται μέλος μιας κοινότητας. Συμπαθητικά αντιπαθητικός ήρωας, με δικαίωμα σ’ ένα καλύτερο αύριο κι ας μην το προσμένει, ζει γεγονότα που περιγράφονται παραστατικά, ζωηρά, αν και λίγο περισσότερο εκτεταμένα απ’ όσο θα έπρεπε. «Προσπάθησα πάρα πολύ να είμαι άνθρωπος σε μια απάνθρωπη κοινωνία που δεν το αξίζει» (σελ. 161).

Το πρώτο κεφάλαιο είναι το αγαπημένο μου σημείο, μιας και μπαίνουμε από την αρχή στην ιστορία, περπατάμε σε μια άλλη Αθήνα, χτυπημένη από τον Μεγάλο Λιμό, και βιώνουμε την ένταση και την αγωνία της παγίδας. Σούπερ και μίνι μάρκετ, εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα, περίπτερα και βιομηχανικές αποθήκες είναι πιθανές πηγές ξηράς κυρίως τροφής. Ο τρόπος με τον οποίο η ανθρωπότητα έζησε τον Μεγάλο Λιμό και η μέθοδος με την οποία αυτός εμφανίστηκε δείχνουν τη γόνιμη και συγκρατημένη φαντασία του συγγραφέα, την έντονη παρατηρητικότητα των συνθηκών της πραγματικής ζωής και την προσεγμένη καταγραφή λεπτομερειών που με συγκεκριμένη οπτική μπορούν να δημιουργήσουν τέτοιες απάνθρωπες συνθήκες.

Είναι μάλιστα τόσο διαφορετικά γραμμένο το κεφάλαιο αυτό από το υπόλοιπο μυθιστόρημα, τόσο λιτό και ταυτόχρονα συναρπαστικό, που δυσκολεύτηκα να αγκαλιάσω το υπόλοιπο κείμενο, στο οποίο όμως βρήκα εντελώς διαφορετικές αρετές.

Όπως έγραψα και πριν, το συναρπαστικό πρώτο κεφάλαιο δε συγκρίνεται σε δράση και ένταση με το υπόλοιπο μυθιστόρημα, όπου ο συγγραφέας παραθέτει ιδιαίτερες λέξεις, ακόμη και σπάνιες («αποφώλια εικόνα», «θελξικάρδιο», «ερισιθάνατη»), εκτενείς φιλοσοφικές απόψεις για έμφαση στη νοοτροπία του χαρακτήρα και σύγκρισή του με τους εκάστοτε συνομιλητές του. Το στυλ δεν απώθησε αυτήν την επιλογή, απλώς η έμφαση στον ψυχισμό και την εκλογίκευση των πράξεων έχασε αρκετά σε βαθμό ό,τι κερδήθηκε σχεδόν από την αρχή. Αυτά τα «αναρχορομαντικά» του Ιάσονα, όπως τα χαρακτηρίζει η Σίλια, πολλές φορές με οδήγησαν να προσπεράσω κάποια χωρία, το ίδιο και κάποιοι περιττώς εκτεταμένοι διάλογοι. Αν αυτή η αγάπη για την ελληνική γλώσσα και η ενδελεχής μελέτη του ψυχισμού κυρίως του Ιάσονα ήταν πιο περιορισμένες θα άφηναν χώρο στις περιγραφές αυτής της διαφορετικής Αθήνας, που θα ήθελα να διαβάσω περισσότερες λεπτομέρειες για την αναδιάταξη κοινωνιών και περιοχών.

«Στη γη της αιώνιας θλίψης» μας ταξιδεύει ο κύριος Γιάννης Κυζιρόπουλος, σε μια ιστορία κι έναν τόπο που μακάρι να μη ζήσουμε ποτέ, όπου οι άνθρωποι κοιτάνε τον εαυτό τους, κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν και για να παραμείνουν στην επιφάνεια, γαντζωμένοι από εφήμερους celebrities και επιτηδευματίες, κι ο έρωτας κρύβεται σε μια κόχη, ξεχασμένος απ’ όλους. Να όμως που τελικά μέσα σε όλα αυτά υπάρχει περιθώριο αγάπης και τρυφερότητας, αρκεί αυτά τα απρόσμενα δώρα να τα χειριστεί κάποιος σωστά και να προσέξει τις παγίδες που θα βρεθούν στον δρόμο του για να ξυπνήσουν τα πρωτόγονα ένστικτά του. Ο Ιάσονας διψά για εκδίκηση, έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση κι όμως αφήνεται να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Θα καταφέρει να ζήσει μακριά από ένα ζοφερό παρελθόν και ένα αβέβαιο μέλλον ή η εποχή και οι συνθήκες θα τον αλέσουν στις μυλόπετρές τους; Αυτό θα το αφήσω στον αναγνώστη να το ανακαλύψει.

Πάνος Τουρλής