Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

της Μαίρης Κόντζογλου

Ο Αγγελής Βαμβακάς φτάνει πρόσφυγας στην Εύβοια μετά την καταστροφή των Ψαρών το 1824 και γίνεται σημαντικός και πλούσιος έμπορος. Από τα μεγαλύτερα παιδιά που θα αποκτήσει, ο ένας γιος του, ο Αντώνης, θα μεταβεί στον Πειραιά για να συνεχίσει εκεί την παράδοση, ενώ η κόρη του, η Αυγουστίνα, θα κληθεί να γίνει Δεσποινίδα επί των Τιμών της βασίλισσας Αμαλίας. Η νέα διλογία της Μαίρης Κόντζογλου αφορά την πορεία μιας οικογένειας που ξεδιπλώνεται μέσα από την Ιστορία της Ελλάδας με συναρπαστικό και ανατρεπτικό τρόπο.

Τα δύο μυθιστορήματα, υπό τον ενιαίο τίτλο «Σκουριά και χρυσάφι», εκτυλίσσονται κυρίως σε Χαλκίδα (Νεγρεπόντε) και Πειραιά (Πόρτο Λεόνε) από το 1824 έως το 1899 και καταγράφουν το χρονικό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας εμπόρων, που αντιμετωπίζει προκλήσεις, επιτυχία, εμπόδια, έρωτες, τραγωδίες και κοινωνική αναγνώριση. Η μελέτη της εποχής, του τόπου και της κοινωνίας είναι για άλλη μια φορά σοβαρή, τεκμηριωμένη και σωστά εντεταγμένη στις ατραπούς της πλοκής με τρόπο που μόνο ένα εύστροφο μυαλό μπορεί να πλάσει. Η συγγραφέας έχει ήδη δοκιμαστεί στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος με τις υπέροχες «Μαγεμένες» και με την αξέχαστη τριλογία «Τα παλιά ασήμια», έτσι επιστρέφει ανανεωμένη, διαβασμένη και ευρηματική. Έχει έρωτα αλλά αποφεύγει να γίνει ρομαντική, έχει ιστορικά γεγονότα αλλά δεν κουράζει, έχει εξελίξεις, όλες όμως απαραίτητες και σφιχτά δεμένες στο άρμα της Μοίρας. Ο διαχωρισμός μάλιστα του έργου σε δύο τόμους αφήνει αρκετό περιθώριο, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουμε από την κεντρική ιδέα και χωρίς να δίνει άσκοπες περιγραφές για να γεμίζει χωρίς ουσία  σελίδες επί σελίδων, να ταξιδέψει τον αναγνώστη λίγο περισσότερο σε Χαλκίδα, Αθήνα και Πειραιά, να του συστήσει τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες του τότε, να περιγράψει αντικείμενα, επαγγέλματα και μαγαζιά που συγκροτούν με συναρπαστικό και άκρως ρεαλιστικό τρόπο το φόντο του μυθιστορήματος.

Στο πρώτο βιβλίο, το «Νεγρεπόντε», καταγράφεται η σφαγή των Ψαρών του 1824, η απελευθέρωση της Εύβοιας από τον τουρκικό ζυγό, η έλευση και η εκδίωξη του Όθωνα και της Αμαλίας, οι εξελίξεις στη ναυσιπλοΐα (εμφάνιση της ατμοπλοΐας και άνοδος των εφοπλιστών), τα Φεβρουαριανά του 1863 και άλλα. Ο Αγγελής Βαμβακάς φτάνει πάμφτωχος στη Χαλκίδα και ξεκινάει από το μηδέν. Οι φιλοδοξίες του, η τιμιότητά του, η εργατικότητά του τον κάνουν γνωστό στην τοπική κοινωνία κι έτσι σταδιακά φτιάχνει μια σημαντική περιουσία και μια αξιέπαινη οικογένεια με πολλά παιδιά (δώδεκα σύνολο!). Η συγγραφέας όμως ξέρει να αποφεύγει τις ευκολίες της προχειρότητας και σέβεται τον αναγνώστη, επομένως περιορίζεται μόνο στους πρωτότοκους, κάτι που δίνει σφιχτοδεμένη πλοκή στο μυθιστόρημα και τη βοηθά να επικεντρωθεί σωστά σε όσα θέλει να γράψει στο χαρτί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και με τις απανωτές αλλαγές στις ζωές των παιδιών περνάνε σημαντικά μηνύματα για την ανατροφή και τους δεσμούς μιας οικογένειας, εξελίσσεται η θέση της γυναίκας και γενικότερα η σύσταση μιας κοινωνίας που επηρεάζεται από τον θεσμό της βασιλείας και βυθίζεται στο αίμα από μικρούς και μεγάλους εμφύλιους σπαραγμούς.

Την ιστορία την καταγράφει εν έτει 1899, παρεμβαίνοντας με τη δική του πρωτοπρόσωπη γραφή σε παρένθετα κεφάλαια, ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος που νιώθει πως κοντεύει να ολοκληρώσει τον κύκλο του σε αυτήν τη ζωή: «Κανείς άλλος δεν ξέρει τις λεπτομέρειες, σ’ εμένα πέφτει ο κλήρος… Δεν ξέρω αν υπήρξα καλός άνθρωπος. Μόνο πως ήμουν αποφασισμένος για όλα, αρκεί να έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Και αυτή η πραγματοποίηση δεν έρχεται όπως την ονειρεύεσαι. Χρειάζεται θυσίες» (σελ. 12). Καταλαβαίνουμε αμέσως πως είναι κάποιος από τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια αλλά περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως σε κατοπινές σελίδες. Η ταυτότητά του αναδεικνύεται διά της εις άτοπον απαγωγής και το κείμενό του γεμίζει αφηγηματικά κενά, προχωράει γρηγορότερα τις εξελίξεις, συμπληρώνει ψυχογραφίες με την εμπειρία του χρόνου που κυρτώνει τους ώμους του. Καταγράφει ακριβοδίκαια, αναπολεί, μετανιώνει, παραδέχεται λάθη, χαμογελάει σε ανάμνηση ερώτων: «Προκειμένου να ανάψω τη φωτιά μου, σαν προσάναμμα «έκαψα» όποιον αγαπούσα περισσότερο» (σελ. 178). Και είναι εντυπωσιακό το γεγονός πώς, όσα έζησε στα μικράτα του, οι ανατροπές και οι αλλαγές στους κόλπους της οικογένειάς του, έπλασαν αυτόν τον χαρακτήρα: «Από σκλάβος στους Τούρκους και πρόσφυγας χωρίς ένα γρόσι στην τσέπη έγινε αγρότης και μετά έμπορος. Εγώ έπρεπε να ξεπεράσω τον πατέρα. Να γίνω κάτι παραπάνω. Τι ήταν εκείνο το παραπάνω για κάποιον που δεν καταγόταν από παλιά, ευγενική οικογένεια; Αυτό έψαχνα. Θα έκανα το όνομά μας ξακουστό στα πέρατα της οικουμένης. Για εκείνον. Κτητικός… Ίσως. Αμαρτωλός… Σίγουρα…» (σελ. 349).

Το μυθιστόρημα ξεκινάει από τα Ψαρά: «Άγριο μέρος… Άμα και λατρεμένο». Ο Αγγελής με την Αυγουστίνα μεγαλώνουν πάμπτωχοι στο νησί, όπου ζουν με τη μάνα και το αμπελάκι τους. Δυο φορές τον χρόνο φοράει παπούτσια και είναι φίλος με τον Αντώνη, γιο του πιο πλούσιου καπετάνιου των Ψαρών, μαζί μεγαλώσανε και δέθηκαν σφιχτά. Οι ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές σύντομα ανατρέπονται από τα σχέδια των Τούρκων που επιτίθενται και ρημάζουν το νησί. Με συγγραφική δεινότητα, που ζωντανεύει με ενάργεια και ωμές σκηνές τις τελευταίες στιγμές των ηρώων που αντιστάθηκαν στα στίφη των βαρβάρων, το αίμα και ο θάνατος καλωσορίζουν τον αναγνώστη σ’ ένα τραγικό πρελούδιο, γεμάτο λυρικές περιγραφές και αναπάντεχες παρομοιώσεις και μεταφορές: «Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι, στα μάτια του μέσα η απόγνωση σωριαζόταν ίδια με στάχτη» (σελ. 22). Κι όσο πλησιάζουμε στο τέλος: «Η φουσκάλα αντάμωσε το τελευταίο φως του ήλιου, την αμυδρή λάμψη του πρώτου αστεριού, ανέβηκε ακόμα, κι άλλο, κι άλλο, σεργιάνισε το Αιγαίο, τα σκλαβωμένα νησιά, τον επαναστατημένο Μοριά, τη Ρούμελη, είδε και τη Δόξα με σχισμένο φουστάνι, την είδε που δρασκελίζοντας τα ξερονήσια κατευθυνόταν προς τα Ψαρά» (σελ. 27). Κι όμως, ο Αγγελής επιζεί: «Άμα πως ποτέ για γλιτωμό δεν τον μέτρησε» και δε θα το συγχωρέσει ποτέ στον εαυτό του. Πλέον ζούσε σαν αυτόματο, χωρίς σκέψεις, χωρίς συναίσθημα, μόνο με τύψεις που επέζησε. «Και η μαύρη Μοίρα τους, η Κλωθώ, καθισμένη σ’ έναν στρογγυλό λόφο από αμμούδα τούς έβλεπε κι αναρωτιόταν αν είχε κάνει καλά που τους είχε σώσει, θα ‘ταν για πάντα δυστυχισμένοι» (σελ. 41).

Μόνο μια γυναίκα καταφέρνει να μαλακώσει την πέτρα στην ψυχή του κι έτσι να ξεκινήσει το οικογενειακό έπος των Βαμβακάδων. Και είναι σκληρή δουλειά, αν σκεφτεί κανείς πως: «… ο Αγγελής που πρώτη φορά έβλεπε γυναίκα να κλαίει χωρίς να ‘χουν σφάξει τον άντρα ή το παιδί της, χωρίς να της έχουν κάψει το σπίτι, να την έχουν ατιμάσει, να της έχουν αρπάξει το βιος, απορούσε ζαλισμένος. Έκλαιγαν λοιπόν οι άνθρωποι και για άλλους λόγους» (σελ. 72); Σκληρή και δύσκολη, ανθρώπινη και τρυφερή η ζωή του άντρα αυτού που συν τω χρόνω δημιουργεί τη δική του οικογένεια. Πολλά τα περιστατικά, δικά του και των παιδιών του, που έχουν αντίκτυπο στις ψυχολογικές του μεταπτώσεις. «Παρά τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή του, ο Ψαριανός επαναστάτης ακόμη ανέπνεε μέσα του» (σελ. 106).

Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στις ζωές του Αντώνη, του Νικόλα και της αδελφής τους, Αυγουστίνας που βιώνουν σημαντικές αλλαγές στη ραχοκοκαλιά της πατρίδας τους. Μάλιστα, τολμώ να πω πως η ελληνική ιστορία της περιόδου συμπυκνώνεται σε μια έξυπνη φράση: «Οι λιγοστοί διαβάτες παραμέριζαν βιαστικά, και μόλις διέκριναν το οικόσημο στην πόρτα, αν ήταν βασιλόφρονες, χαμογελούσαν όλο σεβασμό ακόμα κι αν είχαν λερωθεί από τα λασπόνερα που εκτινάσσονταν, αν πάλι ήταν αντιβασιλικοί, βλαστημούσαν με οργή κι ας είχαν βγει αλώβητα τα ρούχα τους» (σελ. 272). Είσοδος της ατμοπλοΐας, άνοδος του κλάδου των εφοπλιστών, αγορά γης, ο Πειραιάς γίνεται το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας (της Θεσσαλονίκης ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή) και ταυτόχρονα στην Αθήνα έχουμε χτίσιμο των Αναφιώτικων, ανασκαφές στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, τις φυλακές του Μεντρεσέ και την Εμπορική Οδό. Μαγαζιά, βεγγέρες, καλντερίμια και καντούνια, πλατεία Όθωνα (μετεγενέστερα Ομονοίας), Ανάκτορα και Βασιλικός Κήπος, τσάγια και περίπατοι με άλογα, χωρίς να αγνοούμε τα αρχαία στην Αγία Τριάδα (σημερινός Κεραμεικός), τα φτωχόσπιτα της Αχαρνών, τη βρώμα και τα ελώδη νερά, που όλα αυτά τα φεγγίζουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα και ο Πύργος δίπλα του.

Σοφές και συνετές είναι οι επιλογές της Μαίρης Κόντζογλου των τύπων γυναίκας που δημιουργεί. Η Μαρία, σύζυγος Βαμβακά: «Απλώς ήταν καλή στο να υπακούει στις εντολές της μάνας της. Ή του αντρός της» (σελ. 60). Η Τερέζα Μιχαηλίδου, κόρη σημαντικού εμπόρου και τρανού καπετάνιου, που μεγάλωσε μαζί του στα καράβια και στα κατάστιχα, γεμάτη εμπειρίες από ταξίδια και κοντράτα: «…ένα κορίτσι που δεν έμοιαζε με τα άλλα, αντιθέτως μάλιστα διαφέντευε το βιος του πατέρα της σαν δέκα γιοι μαζί» (σελ. 103). Η πρωτοκόρη του Αγγελή που μεγαλώνει στην οθωνική εποχή: «Πιο πολύ απ’ όλα όμως, η Αυγουστίνα είχε ζηλέψει που δεν ήταν αγόρι, για πρώτη φορά καταράστηκε τις μπούκλες και τις δαντέλες της, τι τύχη, τι χαρά να κάνεις αυτό που θέλεις» (σελ. 177)! Και αργότερα: «…αυτή ποτέ δεν θα έκανε του κεφαλιού της δηλαδή; Πάντα θα έπρεπε να υπακούσει στο τι ήθελε ο πατέρας ή ο άντρας της αργότερα;» (σελ. 189). Και οι αναμνήσεις του Αγγελή από τα μικράτα του, δείχνουν την ακόμη πιο παλιά αντίληψη για μια γυναίκα: «… μέλι γέμιζε το στόμα της από την τελευταία λέξη, μεγάλο καμάρι να έχεις γιο -«γιε μου» και «άντρα μου», εκεί άρχιζε και τέλειωνε ο κόσμος μιας γυναίκας» (σελ. 122). Ακόμη και σοκαριστικές απόψεις της εποχής που με γέμισαν θυμό: «Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, κρέας τα θηλυκά, που μετά τα είκοσι άρχιζε να σαπίζει…» (σελ. 203). Ανάγλυφη σχεδόν η αγωνία των γονικών να παντρευτούν νωρίς οι κόρες και ν’ αποφύγουν το ράφι αλλά και την κακογλωσσιά του κόσμου. Κι η προίκα, αχ, αυτός ο θεσμός, που τόσο τραγικά αποδίδεται προς το τέλος του μυθιστορήματος με την ευκαιρία ενός γάμου από συμφέρον… Τι άγχος, θα τα βρουν τα πεθερικά, τι θα δώσουν, τι θα πάρουν όσο η υποψήφια νύφη αναγκάζεται σε μη οικειοθελή έξωθεν της οικίας βόλτα!

Αξιοσημείωτοι λοιπόν όλοι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος κι ειδικά όσοι θα πρωτοστατήσουν στο αλώνισμα της πλοκής: ο Νικόλας είναι καλός έμπορος, δίκαιος και έντιμος, πολύ καλός γνώστης της αγοράς και του πεδίου της καριέρας του, ήσυχος και χαμηλών τόνων, ο Αντώνης είναι οξύνους και διορατικός, έντιμος και σκληρός, ο πιο μορφωμένος, με αναλυτική σκέψη, σοβαρός, αθόρυβος, του αρέσει η απομόνωση και η Αυγουστίνα είναι παραχαϊδεμένη, όμορφη αλλά δύσκολη να τη χειριστείς, συνετή και διπλωμάτισσα. Επίσης, ο Χαρίλαος, στη σκιά των αδελφών του που παντρεύτηκε νωρίς, είναι φουριόζος, επιθετικός και ριψοκίνδυνος, σφιχτός και κοιτά να βγάλει κέρδος από παντού! Γρηγόρης, Μαρώ, Αλέξανδρος, Ηλίας, Γιώργης, Παναγιώτης, Ελένη, Μιχαλάκης μεγαλώνουν σε αυτό το αγαπημένο, φασαριόζικο και δίκαιο περιβάλλον.

Η επιλογή της Αυγουστίνας να γίνει Κυρία επί των Τιμών είναι ένα καλοστρωμένο σχέδιο της συγγραφέως να δείξει με τον καλύτερο τρόπο τις πολιτικές συνθήκες της εποχής, να μας συστήσει την Αμαλία και τον Όθωνα εκ των ένδον, να τονίσει τις διαφορές του πρωτοκόλλου και των ενοίκων του Παλατιού με την υπόλοιπη Αθήνα, όχι τόσο αυτήν του εκλεπτυσμένου κέντρου, όσο της υπόλοιπης. Η Αυγουστίνα μάλιστα είναι όμορφη, έξυπνη, ατίθαση και αυθόρμητη, κάτι που συγκινεί και εξιτάρει την Αμαλία κι έτσι εξυμνείται η σπιρτάδα του ελληνικού λαού και αναφέρονται από περιέργεια και σχεδόν υποτιμητικά οι συνήθειές τους, μουσική, φαγητό, ζέστη: «Τι λαός… Πώς είναι έτσι αυτοί οι Έλληνες, ακόμη δεν μπορεί να τους καταλάβει. Λες και έχουν άλλο αίμα, λες και μια φωτιά τους καίει όλη την ώρα» (σελ. 332). Η Αυγουστίνα αλλάζει εντελώς νοοτροπία, μεγαλώνει απότομα εφόσον απομακρύνεται από την οικογένειά της και γίνεται η αγαπημένη της Αμαλίας, με την οποία θα ζήσουν μαζί και την έξωση. Τι θα απογίνει όμως η κοπέλα χωρίς βασιλιά; Η συνέχεια είναι άλλη μια αναπάντεχη έκπληξη.

Κι όλα αυτά συνοδεύονται από λυρικές περιγραφές τόπων, ψυχών και γεγονότων, μεταφορές και καλολογικά στοιχεία που στολίζουν το κείμενο. Διάλογοι απέριττοι, κοφτοί, περιορισμένοι στις άκρως απαραίτητες λέξεις που θα ζωντανέψουν τη στιγμή και θα φωτίσουν τον ομιλούντα, προσεκτικά καταστρωμένες εισαγωγές και εξέλιξη των επιμέρους σκηνών, με άφθονες ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές λεπτομέρειες για πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, μελετημένη και ενδελεχής αναπαράσταση της τουρκοκρατούμενης αρχικά Εύβοιας από αρχιτεκτονικής, κοινωνικής και διοικητικής άποψης είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα του μυθιστορήματος. Τα ιστορικά γεγονότα είναι εντελώς απογυμνωμένα από ανούσιες λεπτομέρειες και η συγγραφέας είτε τα παραθέτει μέσω των σκηνών του βιβλίου είτε σε υποσημειώσεις μόνο με λέξεις-κλειδιά και δωρικές επεξηγηματικές φράσεις, που παρακινούν όποιον θέλει να μάθει παραπάνω πράγματα να το ψάξει περισσότερο κι έτσι ο αναγνώστης κάνει κατά τόπους σύντομα εγκυκλοπαιδικά διαλείμματα και αφοσιώνεται ξανά στην ανατρεπτική αφήγηση.

«Νερό ο χρόνος και κυλάει γοργά, αν δεν έχεις τον νου σου, μένεις διψασμένος» (σελ. 175), το μότο του μυθιστορήματος. Επίσης, συνάντησα μια όμορφη μεταφορά για τη διαδικασία της ζύμωσης: «…αφουγκραζόταν τους ψιθύρους  που αντάλλασσαν οι ζύμες καθώς προσπαθούσαν να πείσουν τα ζάχαρα να γίνουν σπίρτο…» (σελ. 184). Οι σκηνές έχουν τόση ενάργεια που ήθελα να γίνω αναπόσπαστο μέρος της εικόνας τους: «Ήταν μαγικές εκείνες οι στιγμές που το αμπέλι λούφαζε στην πρωινή άχνα και αναστέναζε αδημονώντας για τη μεγάλη στιγμή, εδώ και μέρες πονούσαν οι κληματόβεργές του από το βάρος που σήκωναν. Τα σταφύλια του ήταν έτοιμα» (σελ. 187). Εξίσου καλογραμμένες είναι οι περιγραφές του τρύγου, η διαδικασία που ακολουθείται, ο κόπος που αντικαθίσταται από την ανάπαυλα και το φαγοπότι, όλα με δυνατή παραστατικότητα! Ο Πειραιάς έχει τους δικούς του κώδικες: «Το λιμάνι ήθελε μυαλό, γνώσεις, τρόπο, τόλμη, καμιά φορά και αλητεία» (σελ. 395). Το μυστηριώδες Ποτό που στοιχειώνει τα όνειρα και τις προσδοκίες του Αγγελή και του πρωτότοκού του αλλά δεν πρωταγωνιστεί ακόμη περιγράφεται ως εξής: «Το φως δεν επαρκεί για να αναδειχθεί το χρώμα. Ξέρω όμως πως είναι ωραίο. Το ωραιότερο χρώμα του κόσμου. Χρυσάφι ατόφιο, που κατά λάθος -αλλά μπορεί και εσκεμμένα-, μέσα του έπεσε λίγη σκουριά» (σελ. 36). Στις σελίδες 97 και 98 μάλιστα δίνεται όλη η πεμπτουσία του και παραλληλίζεται υπέροχα με τον έρωτα. Ταυτίζονται τα συναισθήματα από το καρδιοχτύπι και τον πόνο με τις απανωτές γευστικές εμπειρίες που προκαλεί ένα ποτήρι από το Ποτό! «Αυτή η επίγευση έρωτα και αμαρτίας είναι το ωραιότερο πράγμα στο Ποτό μου» (σελ. 98).

Πολλές φορές μάλιστα η συγγραφέας βγαίνει στο προσκήνιο με παρατηρήσεις και διευκρινίσεις: «…λίγους μήνες πριν αποβιβαστεί ο ανήλικος βασιλιάς -γλιστρήσει, σκοντάψει και πέσει ενώπιον όλου του συγκεντρωμένου πλήθους, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα μας απασχολήσει εδώ» (σελ. 57). Ή παρακάτω: «Έγινε και πηγή δύναμης, ίσως και εγωισμού, λέμε εμείς τώρα που κάτι παραπάνω γνωρίζουμε» (σελ. 149). Αυτές οι παρεμβολές που δίνονται μετρημένα και κάπου κάπου με διακριτική αίσθηση του χιούμορ που πηγάζει από την τραγική ειρωνεία (η γράφουσα γνωρίζει τι θα συμβεί παρακάτω, οι πρωταγωνιστές όχι) είναι το καλύτερο αντίδοτο στα δρώμενα και το βάρος της αφήγησης, μιας και χαλαρώνουν την ένταση.

«Νεγρεπόντε» λοιπόν, η αρχή της διλογίας «Σκουριά και χρυσάφι», η Εύβοια και η Χαλκίδα αλλά και το «Μαύρο Πέρασμα» του πρόσφυγα Αγγέλου Βαμβακά μέσα από τη θάλασσα του Αιγαίου. Ένα αξιόλογο ιστορικό μυθιστόρημα γεμάτο ανατροπές, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ευρηματικές κλιμακώσεις της πλοκής και διαρκή αγωνία για τη συνέχεια. Τεκμηριωμένο, μεστό και γεμάτο φιλοδοξίες και όνειρα, σαν αυτά που συντροφεύουν κάθε έναν από μας που θέλει να προκόψει στη ζωή του. «Αμπέλι-σταφύλι-κρασί. Όπως μήτρα-παιδί-ζωή» (σελ. 185)

Πάνος Τουρλής