Σκοτεινές υποθέσεις: διηγήματα εγκλημάτων, μυστηρίου και αγωνίας

Οι «Σκοτεινές υποθέσεις» είναι μια συλλογή επτά διηγημάτων εγκλημάτων, μυστηρίου και αγωνίας και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κύφαντα. Πρόκειται για ένα απάνθισμα σύντομων αλλά και εκτεταμένων περιπετειών που υπογράφουν καταξιωμένοι στον χώρο τους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι ένα σύνολο ετερόκλητου περιεχομένου διηγημάτων που «εκτείνονται από τον αστικό ζόφο μέχρι και το εκτός των τειχών έρεβος», όπου ο καθένας θα βρει κάτι που θα αγαπήσει, λατρέψει, αγκαλιάσει, με ένα εξώφυλλο τόσο διαφορετικό και ιδιαίτερο!

Στο ανατριχιαστικό, ματωμένο και ασφυκτικό «Ε94» της Νίνας Κουλετάκη, η Μαρσέλλα από τους Αγίους Σαράντα αφηγείται στην Αστυνομία τη ζωή της, το πώς δραπέτευσε από την Αλβανία στην Κέρκυρα για μια καλύτερη ζωή αλλά κατέληξε πόρνη, το πώς γνώρισε έναν άνθρωπο που της άλλαξε για πάντα τη ζωή και πώς οδηγήθηκαν όλα στο φριχτό, αιματηρό τέλος. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση και καλπάζων ρυθμός έφτιαξαν μια θηλιά αγωνίας, με τη δράση να κλιμακώνεται από σελίδα σε σελίδα, την πρωταγωνίστρια να αφηγείται κοφτά, ταραγμένα, απελπισμένα τα όσα συνέβησαν και μαζί της ήταν σα να βίωνα κι εγώ τα δεινά της. Ελπίδες που διαψεύστηκαν, εκδίκηση, προδοσία για μια δόση ηρωίνης, η οδός Ευριπίδου με τις μυρωδιές της και η Ευρωπαϊκή Οδός 94 που εκείνο το βράδυ έτρεχε να κρυφτεί από τη ματωμένη βροχή και το αποτρόπαιο θέαμα που σύντομα θα τη σκέπαζε είναι τα συστατικά ενός καλογραμμένου, ανατρεπτικού και ασφυκτικού διηγήματος.

Στον «Κόκκινο Λύκο» του Κώστα Μουζουράκη, ένας μηχανικός φτάνει σε ένα ελληνικό χωριό, κοντά στο οποίο γίνονται γεωτρήσεις πετρελαίου διαταράσσοντας την οικολογική ισορροπία του τόπου και την ησυχία των κατοίκων. Φυσικά δεν είναι ευπρόσδεκτος όμως φέρνει σε πέρας τη δουλειά για την οποία προήλθε. Μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων-κλειδιά, στο διήγημα ξεδιπλώνεται το παρελθόν του μέρους, που στοιχειώθηκε από τον «Κόκκινο Λύκο», έναν μοναχικό πολεμιστή που έκανε μεγάλη ζημιά σε αντίστοιχα κλιμάκια ερευνών πριν από τον πόλεμο. Τα ανδραγαθήματά του καταγράφονται με ζωντάνια και ταυτόχρονα θανάσιμες συνέπειες για όσους επιτέθηκαν στο περιβάλλον του. Η υπέροχη και τόσο αγαπημένη γραφή του Κώστα Μουζουράκη ζωντανεύει παραστατικά τις εγκαταστάσεις γεωτρήσεων και μου χάρισε μια συγκλονιστική ανατροπή, ανεβάζοντας την πλοκή σε άλλα ύψη! Χαρακτήρες απαραίτητοι ως σύνδεσμοι ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, ανεξήγητες συναισθηματικές αντιδράσεις, ένας μυστηριώδης πρωταγωνιστής και ένα εκρηκτικό φινάλε που βάζει τα κομμάτια του παζλ στη σωστή τους θέση είναι τα γνωρίσματα ενός διηγήματος που σφύζει από ζωντάνια και ξεχωρίζει με τις αποκαλύψεις του.

«Ο παππούς με τον άσπρο σκύλο» του Φίλιππου Φιλίππου, είναι κι αυτό από τα αγαπημένα μου. Στην αρχή πίστεψα πως είχα να κάνω με τη δομή ενός κλασικού whodunit, με τους υπόπτους να εμφανίζονται διαδοχικά και να παίζει ο καθένας τους τον δικό του ρόλο, όλοι μέλη μιας οικογένειας, με τον αφηγητή Στάθη, δημοσιογράφο στο επάγγελμα, να αναρωτιέται ποιος κρύβεται πίσω από μια σειρά απαγωγών, ληστειών και θανάτων σε αυτό το περιβάλλον όμως στο τέλος έμεινα με ορθάνοιχτο στόμα για την τελική αποκάλυψη και κυρίως για το πόσο έξυπνα παίζει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη με υπονοούμενα! Ο Στάθης λοιπόν γνωρίζει την Πετρούλα μετά από μια διαδήλωση του Πολυτεχνείου. Το κορίτσι έχει σχέση με τον Σάββα ενώ η μητέρα της, Αμαλία, είναι αρραβωνιασμένη με τον Τρύφωνα, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της. Μέλος της οικογένειας είναι και ο παππούς που ζει με τον σκύλο του, τον Κρέοντα. Διάφορα γεγονότα αρχίζουν να εξελίσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα από την ημέρα της γνωριμίας του Στάθη με την Πετρούλα, ακονίζοντας το ένστικτο του πρώτου και προετοιμάζοντάς τον για κάτι κακό. Κινηματογραφικές εναλλαγές σκηνών, στακάτοι διάλογοι, σταδιακή παράθεση της ιστορίας κι όχι μονοδιάστατη από την αρχή αφήγηση, ένιωσα πως ήμουν κι εγώ μέλος αυτής της μυστηριώδους οικογένειας κι αναρωτιόμουν μαζί με τον αφηγητή τι κακό θα συμβεί και ποιος κρύβεται από πίσω. Ένταση, εκπλήξεις και αγωνία δε με άφησαν λεπτό σε ησυχία.

Στο «Τελευταία έξοδος… Στρώμη» του Γρηγόρη Αζαριάδη, «ένας τύπος που λήστεψε την ίδια του τη συμμορία, μια γκόμενα που σούφρωσε τα φράγκα μιας κλίκας εμπόρων ναρκωτικών κι ένα μέλος επαναστατικής ομάδας» βρίσκονται στο απομονωμένο χωριό της Στρώμης μια χειμωνιάτικη μέρα, κυνηγημένοι οι δύο πρώτοι από τους εχθρούς τους που επιτέλους ανακάλυψαν τα ίχνη τους. Τι θα συμβεί λοιπόν; Θα γλυτώσουν και αυτήν τη φορά ή θα σταθούν να τους αντιμετωπίσουν; Και με τι συνέπειες; Το κείμενο είναι γραμμένο με προτάσεις μικρές και κοφτές, σα σενάριο που βασίζεται στην εικόνα, περιέχει τις γνωστές, ιδιαίτερες και ρηξικέλευθες παρομοιώσεις του συγγραφέα («Ο δρόμος στριφογυρίζει σαν φίδι που ανακλαδίζεται νωχελικά τις πρώτες στιγμές ενός καθυστερημένου πρωινού ξυπνήματος», σελ. 11), άφθονα όπλα ενώ μια μεγαλειώδης σκηνή γκανγκστερικού φινάλε οδηγεί σε μια φρενήρη ανάγνωση. Ο περιορισμένος χώρος της έκτασης ενός διηγήματος ήρθε σε σύγκρουση με τη φαντασία του συγγραφέα, που φάνηκε πως ήθελε να συστήσει λίγο περισσότερο κάποια πρόσωπα στον αναγνώστη. Από την άλλη, η έλλειψη κύριων ονομάτων και οι επιθετικοί προσδιορισμοί που τα αντικαθιστούσαν, σε συνδυασμό με τα συνεχή πισωγυρίσματα στο παρελθόν και το παρόν και μάλιστα σε διαφορετικές χρονικές αφετηρίες, με μπέρδεψαν αρκετά ώστε να ξεκινήσω το διήγημα από την αρχή τουλάχιστον δύο φορές. Θεωρώ έξυπνη ιδέα το να εκφράζουν σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση τις σκέψεις τους οι τρεις ήρωες την ώρα της αιματηρής συμπλοκής, που βρίθει οπλικών περιγραφών και της μάχης εν συνόλω, γεμίζοντας έτσι με κάτι διαφορετικό τις τελευταίες σελίδες που ίσως, αν περιέγραφαν μόνο το τελικό ξεκαθάρισμα, να ήταν πιο αδύναμες από το υπόλοιπο κείμενο. Οι σκέψεις αυτές όμως που μου γνώρισαν σημαντικά κομμάτια της ψυχοσύνθεσης των ηρώων και κάποιων παρελθοντικών γεγονότων μου έδωσαν ένα αντιφατικό κρεσέντο, μιας και γνώριζα ανθρώπους που ίσως τελικά αποχαιρετούσα μετά την έκβαση της μάχης.

«Οι έρωτες είναι χαμένα βήματα», γράφει ο Σέργιος Γκάκας. Με αυτό το ρομαντικό στιχάκι από φλαμένκο ξεδιπλώνεται άλλο ένα επεισόδιο από τη ζωή του Συμεών Πιερτζοβάνη, που πρωταγωνιστεί στα βιβλία του συγγραφέα «Κάσκο» (Αθήνα: Καστανιώτης, 2001) και «Στάχτες» (Αθήνα: Καστανιώτης, 2008), αυτήν τη φορά με μια φυγά που βρίσκεται αναπάντεχα στη ζωή του κι η ιστορία της δεν είναι η αληθινή. Με ιδιόρρυθμη αφήγηση, αναφορές σε Ρέημοντ Τσάντλερ και άλλα είδη λογοτεχνίας, καθώς και ταινίες, το διήγημα ξεκινάει αλλιώς για να καταλήξει αλλιώς. Δυνατό, ρεαλιστικό, ανατρεπτικό, με την κεντρική ιδέα να ξεδιπλώνεται μέσα από τις αναμνήσεις του πρωταγωνιστή και πάντα τη μοιραία γυναίκα να κινεί τα νήματα.

«Η επιστροφή ή Το τέρας στο πατάρι» του Αντώνη Γκόλτσου, ήταν μια έκπληξη για μένα, μιας και ο συγκεκριμένος συγγραφέας κάνει κυριολεκτικά ένα άλμα στο μέλλον και περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου που ζει στην Αίγινα του 2030, με ένα τυραννικό καθεστώς πάνω από τη χώρα. Δομές, αξίες και συστήματα που μου θύμισαν τον «Κύκλο» του Dave Eggers και μια Αθήνα εντελώς αλλαγμένη (κυλιόμενα πεζοδρόμια, κάμερες παρακολούθησης, ειδικά σκάφη που ελαχιστοποιούν το θαλάσσιο ταξίδι κ. π. ά.). Παρ’ όλ’ αυτά δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω την εξέλιξη της πλοκής, μιας και είχε πολλές ορολογίες και ιστορικά γεγονότα γύρω από τη φωτογραφία και τις τεχνικές της, αν και η «επανάσταση» που σχεδίαζε κάποιος εναντίον του συστήματος μέσω της απαγορευμένης αναλογικής φωτογραφίας (το σύστημα επιτρέπει μόνο την ψηφιακή) ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα. Επίσης το κείμενο ξεδιπλώθηκε με ελάχιστες περιγραφικές σκηνές και έμφαση κυρίως στην εσωτερικότητα του πρωταγωνιστή, που βιώνει ένα λυτρωτικό τέλος. Το διήγημα αυτό είναι μια καλή απόπειρα του συγγραφέα για κάτι έξω από τα συνηθισμένα.

Τέλος, στο διήγημά της «Βουίζει η ψυχή μου» η Έλενα Χουσνή με καθήλωσε από τις πρώτες σχεδόν λέξεις: «Από τα σκουπίδια ενός κόσμου, καταλαβαίνεις πώς είναι ο κόσμος» και «Όλα τα συναισθήματα έχουν ήχους. Η ομορφιά γελά κελαρυστά, η ασχήμια φωνάζει, η στενοχώρια βουίζει -και η χαρά βουίζει. Η οργή στενάζει, ο θυμός κροταλίζει, η απορία σφυρίζει» (σελ. 444). Είναι η ιστορία δύο αστέγων που έχουν μάθει να κάνουν τα πάντα μαζί, ώσπου ένα βράδυ δέχονται επίθεση και ο ένας χάνει τη ζωή του. Πώς θα είναι η ζωή για τον άλλον; Πώς προχωράς, ήδη απορριγμένος, σε κάτι ήδη εγκαταλειμμένο, όπως η ζωή σου όντας άστεγος; «Έχουν φτιάξει δεκάδες ιστορίες μαζί αλλά δεν έχουν μοιραστεί καμιά δική τους» (σελ. 461). Και τώρα; Με ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο κι ένα στυλ γραφής γεμάτο παρομοιώσεις και μεταφορές, η κυρία Χουσνή με ξενάγησε σ’ έναν κόσμο που δεν πλησιάζει κανείς πέρα του ενός μέτρου και μόνο σε γιορτές και αργίες («ευκαιριακή ευγένεια» το χαρακτηρίζει). Κάθε της λέξη κι ένα χαστούκι στην υποκρισία όλων μας, ένα χάδι στην εκτεθειμένη σάρκα των ανθρώπων που κοιμούνται έξω όσο εμείς χωνόμαστε όλο και πιο μέσα. Κι ο επιζών άστεγος γίνεται σκιά των ανθρώπων που τους επιτέθηκαν («Είναι σκιές. Σκιές που γκρεμίζουν. Τους ήδη γκρεμισμένους», σελ. 482). Θα εκδικηθεί; Αυτός είναι ο στόχος του; Θα τα καταφέρει; Θα έρθει σε αντιπαράθεση με το άδικο ή θα κρυφτεί ξανά στα σκοτεινά υπόγεια που τον φιλοξενούνε κάθε βράδυ; Μια υπέροχη αντιπαράθεση αδικίας, με καταπληκτικό λεξιλόγιο και όμορφη, ξεχωριστή ατμόσφαιρα.

Οι «Σκοτεινές υποθέσεις» είναι μια προσεγμένη ανθολογία διηγημάτων που ταξιδεύουν τον αναγνώστη από την Αθήνα στον Αλμυρό κι από τους Αγίους Σαράντα στα Πατήσια, από το σήμερα στο μέλλον, από την ανήσυχη ζωή ενός φυγά σε ένα σατανικό σχέδιο εκδίκησης κι από την άστεγη ζωή σε μια άλλη, καλά τακτοποιημένη, γεμάτη όμως αμφιβολίες κι ερωτηματικά. Ποικίλα στυλ γραφής, ιδιαίτερη θεματολογία, απόπειρες επιστημονικής φαντασίας και κινηματογραφικού σεναρίου, χαρακτήρες καθημερινοί αλλά και πρωτότυποι, ρεαλιστική αφήγηση και καλολογικά στοιχεία, αυτά και άλλα πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα θα βρει κάποιος σε αυτήν την ξεχωριστή εκδοτική πρόταση αστυνομικής λογοτεχνίας.

Πάνος Τουρλής