Πρόσκληση σε φόνο

της Agatha Christie

Στην τοπική εφημερίδα της κωμόπολης Τσίπιν Κλέγκχορν ανακοινώνεται μια πρόσκληση σε φόνο, σε συγκεκριμένο σημείο, συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Στο σπίτι μαζεύονται αρκετοί περίεργοι κάτοικοι, σίγουροι πως πρόκειται για φάρσα, δυστυχώς όμως τα φώτα σβήνουν και κάποιος χάνει τη ζωή του. Ευτυχώς όμως για την αστυνομία, στην πόλη βρίσκεται η μις Μαρπλ και αναλαμβάνει δράση. Μόνο ένα πραγματικά έξυπνο μυαλό θα καταφέρει να ξεχωρίσει την αλήθεια από τα ψέματα όσο ο κουρνιαχτός από τα κουτσομπολιά ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά ενώ οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον.

Η «Πρόσκληση σε φόνο» είναι η πέμπτη περιπέτεια της μις Μαρπλ και έχει όλα τα καλά συστατικά ενός συναρπαστικού αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς και όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αντιλήψεις και νοοτροπίες που συναντάμε στα βιβλία με ηρωίδα την αξιαγάπητη αυτή γεροντοκόρη. Περίπλοκη υπόθεση, πολλοί ύποπτοι που διαστρεβλώνουν ή αποσυντονίζουν ή κρύβουν τα γεγονότα, λεπτοδουλεμένοι χαρακτήρες δοσμένοι με απλότητα, διεισδυτικότητα, εξαιρετικές ανατροπές και εκπλήξεις, πάμπολλες αναφορές και παρατηρήσεις στα υπέρ και τα κατά μιας ήρεμης ζωής στο χωριό. Επιπλέον, εδώ υπάρχει η αξεπέραστη τεχνική της συγγραφέως να παρουσιάζει το ίδιο γεγονός μέσα από διαφορετικές μαρτυρίες και καταθέσεις (μα τι υπέροχη ποικιλία παρατηρήσεων και εντυπώσεων ενός και μόνο γεγονότος!) και η εμμονή της σε λεπτομέρειες, που όταν διαβάζεις το μυθιστόρημα τις αγνοείς και μετά χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, ακριβώς γιατί χάνεις πολύτιμες ψηφίδες που στις σερβίρει αλλά εσύ τις προσπερνάς! Οι δευτερεύουσες ιστορίες οδηγούν σε μια αποκάλυψη ίσως μεγαλύτερης έντασης από την ταυτότητα του δολοφόνου και η ιστορία καθαυτή είναι πραγματικά και αντικειμενικά έξοχη.

Οι ιστορίες με τη μις Μαρπλ μ’ αρέσουν πολύ γιατί αναπαριστούν πειστικότατα τη γνήσια, «χωριάτικη» αντίληψη και νοοτροπία, διαστρεβλώνουν για χάρη εντυπωσιασμού κάποια γεγονότα, βγάζουν στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά που ίσως να έχουν, ή και όχι, σχέση με την καθαυτή ιστορία και γενικότερα η Agatha Christie δημιουργεί ένα άκρως ρεαλιστικό σκηνικό και καταπληκτικά ανορθόδοξες μεθόδους επίλυσης του μυστηρίου. Η μις Μαρπλ είναι μια πανέξυπνη γυναίκα, με άφθαστη πείρα από ανθρώπινους χαρακτήρες και πάντα μ’ ένα περίεργο ερωτηματολόγιο που θα την οδηγήσει στη λύση όσο η όλη συμπεριφορά της εμπνέει στους γύρω της την απορία, τη λύπηση ή ακόμη και την οργή για τα όσα ξεπερασμένα και πεπαλαιωμένα εκπροσωπεί. Πρόκειται για μια καλά κρυμμένη «μάσκα» όμως που ξεγελάει τους γύρω της και την αφήνει απερίσπαστη να ακολουθήσει το δικό της μονοπάτι.

Στην «Πρόσκληση σε φόνο», εκτός από τη μις Μαρπλ, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Επιθεωρητής Ντέρμοτ Κράντοκ που αναλαμβάνει την υπόθεση, κάτι που θα ξανακάνει σε άλλα δύο μυθιστορήματα με ηρωίδα την αγαπημένη γεροντοκόρη ενώ ο νονός του, πρώην Επίτροπος της Σκότλαντ Γιάρντ, Σερ Χένρι Κλίδερινγκ και φίλα προσκείμενος προς τις ικανότητες της μις Μαρπλ, μας έχει ήδη συστηθεί στον «Φόνο στο πρεσβυτέριο» (1930) και θα τον βρούμε σε άλλα τρία μεταγενέστερα μυθιστορήματα. Η χαρά και των δύο δεν περιγράφεται όταν η μις Μαρπλ καταλύει στο ξενοδοχείο της πόλης για τους ρευματισμούς της, δώρο από τον επιτυχημένο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων ανιψιό της, Ρέιμοντ Γουέστ.

Ως προς τις ιδέες, τις παρατηρήσεις και τα πραγματολογικά στοιχεία που πάντα επηρεάζουν τη συγγραφέα και καταφέρνει να περάσει τις απόψεις και τις αντιλήψεις της ανάμεσα από τις γραμμές, σε αυτό το μυθιστόρημα αφθονούν! Το βιβλίο κυκλοφόρησε πέντε χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου (1945) όμως ο αντίκτυπος και οι συνέπειές του ακόμη την επηρεάζουν: «Ποτέ δε μου άρεσαν τα ντάσχουντ, δεν εννοώ επειδή είναι γερμανικά, τα ξεπεράσαμε αυτά, πολύ απλά δε μου αρέσουν, αυτό είναι» (σελ. 25). Η παγκόσμια αυτή δοκιμασία και οι συνέπειές της άλλαξαν εντελώς τον κοινωνικό ιστό της υπαίθρου, τουλάχιστον της Αγγλίας. Μέσω της μις Μαρπλ έχουμε μια εξαιρετική καταγραφή αυτών των ριζικών αλλαγών: «Αυτός είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο έχει αλλάξει ο κόσμος μετά τον πόλεμο… Πριν από δεκαπέντε χρόνια όλοι ξέραμε ποιος είναι ο άλλος… Αν ερχόταν να μείνει εκεί κάποιος καινούργιος, έφερνε επιστολές συστάσεων ή είχε βρεθεί… με κάποιον που ζούσε ήδη εκεί. Αν ερχόταν κάποιος καινούργιος, πραγματικά καινούργιος, τελείως άγνωστος, τι να πω, ξεχώριζε, όλοι αναρωτιούνταν ποιος είναι και δεν ησύχαζαν μέχρι να το μάθουν… Τώρα πια όμως δεν είναι έτσι. Κάθε χωριό, κάθε μέρος στην ύπαιθρο είναι γεμάτο ανθρώπους που απλώς ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν χωρίς να τους δένει κάτι  τον τόπο. Τα μεγάλα σπίτια πουλήθηκαν, οι αγροικίες ανακαινίστηκαν, άλλαξαν. Ο κόσμος απλώς έρχεται κι εμείς ξέρουμε μόνο αυτά που λένε οι ίδιοι. Επειδή, βλέπετε, έρχονται από όλο τον κόσμο… Όλοι βασίζονται στην εικόνα που τους παρουσιάζεις… Όποιος έμπαινε στον κόπο μπορούσε να αποκτήσει μια κατάλληλη ταυτότητα κι εν μέρει γι’ αυτόν τον λόγο είχαν καταρρεύσει οι πιο λεπτοί δεσμοί που ως τότε διατηρούσαν την ενότητα της κοινωνικής ζωής στην ύπαιθρο της Αγγλίας» (σελ. 141).

Επιπλέον, η κεντροευρωπαία πρόσφυγας που βοηθάει στο σπίτι της κυρίας Μπλάκλοκ όπου γίνεται ο πρώτος φόνος, δίνει αφορμή στο χωριό για κουτσομπολιά και ρατσιστικά σχόλια, κάτι που στις μέρες μας, με τη νέα τάξη πραγμάτων, έχει γιγαντωθεί. Και το χαριτωμένο κομμάτι της ιστορίας είναι που για άλλη μια φορά, με κομψό τρόπο και ανυπέρβλητη διεισδυτικότητα, η συγγραφέας τονίζει τη διαφορά μεταξύ των γενεών: «Αν ήταν καμιά πολυάσχολη, Παντρεμένη νεαρή, ή κανένα κορίτσι που έχει δεσμό, τότε ναι, αυτές κόβουν επιταγές με πολλά και διάφορα ποσά και μετά δεν προσέχουν πολύ τα βιβλιάρια της τράπεζας. Μια ηλικιωμένη, όμως, που αναγκάζεται να μετρά ως και τις πένες, και που έχει συγκεκριμένες συνήθειες, πράγματι είναι το λάθος άτομο» (σελ. 109). Τέλος, ο Σαίξπηρ εμφανίζεται ξανά στα γραπτά της Agatha Christie, μόνο που αυτήν τη φορά συγκατοικεί με τον Ντάσιελ Χάμετ: «Από τον ανιψιό μου, Ρέιμοντ, κατάλαβα ότι τον θεωρούν κορυφή στο ύφος της λογοτεχνίας που αποκαλείται σκληρό» (σελ. 114).

Η «Πρόσκληση σε φόνο» κυκλοφόρησε σε Αμερική και Αγγλία το 1950 και είναι η πέμπτη περιπέτεια με τη γλυκιά ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια, μιας και τα διηγήματα στα οποία εμφανίστηκε το 1927 στα μηνιαία βρετανικά περιοδικά «The Royal Magazine» και «The Story-Teller Magazine» δημοσιεύθηκαν σε βιβλίο μόλις το 1932 με τον τίτλο «The thirteen problems». Στα ελληνικά υπήρξαν πολλές εκδόσεις του μυθιστορήματος ώσπου κυκλοφόρησε από το Λυχνάρι με τον ίδιο τίτλο και σήμερα (2019) επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μεγαλύτερο σχήμα, με εκτεταμένο πρόλογο του Αύγουστου Κορτώ και με νέα μετάφραση (της Χρύσας Μπανιά). Ως προς το εξώφυλλο ακολουθούν την έκδοση Harper Collins (1996) ενώ έχουν ανακοινώσει πως στόχος τους είναι να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά όλα τα αστυνομικά έργα της Agatha Christie.

Πάνος Τουρλής