Ποιοι άνθρωποι

του Ανδρέα Τσονιώτη

Πολλές φορές έχω θελήσει ο ίδιος (ή ακούσει κι από άλλους αναγνώστες) να μη διαβάσω βιβλία που αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη κοινωνική, οικονομική και δύσκολη λόγω κρίσης εποχή μας. Θέλω να διαβάσω κάτι που θα με ταξιδέψει μακριά, πάντα γιατί υπάρχει το «πρόσχημα»: «Το ζω, δε χρειάζεται να διαβάζω γι’ αυτό». Ίσως γιατί αυτή η απόδραση σε κόσμους μακρινούς, «ροζ» ή διάφανους, ανάλογα την επιλογή, να με βοηθάει να αποφορτίζω, ώστε μετά να κατεβαίνω πάνοπλος και κυρίως ξεκούραστος στην αρένα της καθημερινότητας. Και ήρθε η στιγμή που μια συλλογή διηγημάτων με έκανε να αλλάξω γνώμη. Μια ανθολογία κειμένων που με τράβηξαν ανερυθρίαστα από το αυτί και με έριξαν στο μάτι του εκάστοτε κυκλώνα που ζει ο διπλανός μου: ο ζητιάνος που προσπερνώ στον δρόμο, ο πρόσφυγας ή μετανάστης που απαγκιάζει σε μια κόχη, η φίλη που έφυγε από κοντά μου για να βρει ένα καλύτερο μέλλον εκτός Ελλάδας, ο παππούς που κατάντησε να τρέφεται με ψίχουλα αλλά παραμένει αξιοπρεπής κλπ.

Δέκα ιστορίες, δέκα άνθρωποι που ξεκίνησαν αλλιώς και αλλού βρέθηκαν, χωρίς επιλογές και χωρίς αυτόν τον στόχο ή σκοπό. Δέκα απανωτά χαστούκια που με σόκαραν είτε με την ωμότητα των σκηνών που περιγράφονταν είτε με τις ανατροπές τους, γιατί  ο ταλαντούχος κύριος Ανδρέας Τσονιώτης ήταν σε θέση να φέρει στο πλάι μου σκοτεινές γωνίες, άδεια υπόγεια, αραχνιασμένα κελιά, σαπισμένες ανάσες με δεξιοτεχνία. Ο συγγραφέας είναι ανελέητος, ήδη από τα πρώτα δύο διηγήματα δε σταμάτησα να κλαίω, σταδιακά όμως οι επιλογές των υπόλοιπων ιστοριών ήταν στρωτές, χωρίς εξάρσεις συναισθημάτων, ώσπου ήρθε ένα ακόμη διήγημα να με κάνει να βουρκώσω ενώ το τελευταίο μου έδωσε την απαραίτητη ανάσα αισιοδοξίας για να επιβιώσω από αυτήν την εμπειρία.

Ένας πρόσφυγας μπλέκει με μικροκλοπές για να μαζέψει λεφτά και να φύγει στο εξωτερικό, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι νιώθει τα πάντα γύρω του να το «πνίγουν» και αυτό του αφήνει μόνο μία επιλογή, μια κοπέλα ακροβατεί ανάμεσα σε εξωτερικό και Ελλάδα, μια εκκένωση κτηρίου από καταληψίες πρεζάκηδες θα ανατρέψει την κοσμοθεωρία ενός νονού της νύχτας, ένας πατέρας αγωνίζεται να σώσει τον γιο του από τα ναρκωτικά, ένας άντρας νιώθει την άνετη οικονομικά ζωή του να καταρρέει από τη μια στιγμή στην άλλη και της δίνει την τελευταία ώθηση κατακρήμνισης, ένα αδέσποτο σκυλί ζεσταίνει έναν ζητιάνο, μια μάνα ονειρεύεται να το σκάσει από το ίδρυμα για να ξαναζήσει με την οικογένειά της, La vie n’ est pas rose για έναν πρόσφυγα που προλαβαίνει να βιώσει έναν αθώο έρωτα κι ένας άντρας καταλαβαίνει εγκαίρως ποια πράγματα και καταστάσεις είνα σημαντικά στη ζωή του.

Κινηματογραφική αφήγηση, δυνατές σκηνές, έντονα συναισθήματα, αμείλικτη καταγραφή των αδιεξόδων του σημερινού ανθρώπου, γραφή που δεν κρύβει τίποτα ούτε από την κοινωνία ούτε από τον αναγνώστη, ισομοιράζοντας το φταίξιμο στις καταστάσεις, στην ανθρώπινη ψυχολογία και στην τύχη. Ίσως σε κάποια διηγήματα να μου φάνηκε σχεδόν εκβεβιασμένη η ανατροπή της ιστορίας, αλλά αυτό μάλλον οφείλεται στην περιορισμένη έκταση ενός διηγήματος, οπότε δεν υπήρχε περιθώριο να αναλυθούν περαιτέρω τα αίτια και τα αιτιατά. Πάντως, η αφηγηματική δεινότητα μου θύμισε έντονα Δημήτρη Μαμαλούκα και Πολυχρόνη Κουτσάκη, κάτι που μόνο εχέγγυα έχει να μου δώσει για τη μελλοντική πορεία αυτού του συγγραφέα.

Γιατί να διαβάσει λοιπόν κανείς αυτά τα διηγήματα, που περιγράφουν ακριβώς ό,τι ζει στην καθημερινότητά του; Ακριβώς για να εκτιμήσει όλα αυτά που ως τώρα θεωρεί δεδομένα και δεν τους δίνει σημασία: το φαγητό στο πιάτο, το ζεστό σώμα στο κρεβάτι, τη δουλειά που ίσως δεν αποδίδει όσο θα έπρεπε αλλά βοηθάει στην επιβιώση έστω και φειδωλά, το ζεστό νερό στο μπάνιο, το παιδικό χαμόγελο που αδημονεί να ξημερώσει η μέρα για να σου ξαναχαριστεί και για πολλούς άλλους λόγους. Μια συλλογή διηγημάτων ρεαλιστική, για γερά νεύρα.

Πάνος Τουρλής