Παρτίδα για πέντε

του Μάρκο Μαλβάλντι

Πινέτα, Τοσκάνη. Παραθαλάσσιο θέρετρο. Έτος 2000. Τέσσερις ηλικιωμένοι θαμώνες στο Μπαρ Λούμε περνάνε την ώρα τους με μπρίσκολα και άλλα παιχνίδια τράπουλας. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά σε αυτό το ήσυχο και ειδυλλιακό μέρος; Α, ναι, ένας φόνος. Μια κοπέλα είναι πεταμένη σ’ έναν κάδο σκουπιδιών. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται. Ποιος και γιατί; Και ο ήλιος λάμπει εκεί ψηλά…

Το πρώτο βιβλίο μιας σειράς περιπετειών που εκτυλίσσονται στην Πινέτα και αγαπήθηκε από πολλούς αναγνώστες, περιγράφει μια διαφορετική πρωταγωνιστική ομάδα: τέσσερις ηλικιωμένους κι έναν μπάρμαν! Πράγματι, σε μια μικρή σχετικά κοινωνία, το κατεξοχήν κέντρο πληροφοριών είναι ένα καφενείο, μπαρ, εστιατόριο κλπ. και οι ηλικιωμένοι θαμώνες είναι οι καλύτερες και πιο καλά πληροφορημένες πηγές! Μέσα λοιπόν από τη ράθυμη επιφανειακά ζωή τους ξετυλίγεται ένα κουβάρι αρκετά δύσκολο για τον τοπικό επιθεωρητή, που δεν είναι και πολύ συμπαθητικός. Ο Βινίτσο Φούσκο θεωρείται μεταξύ άλλων: «μυγιάγγιχτος, θρασύς, ξεροκέφαλος, ξιπασμένος και ψωροφαντασμένος» (σελ. 40) και κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά, κάτι που ο ίδιος φυσικά αντιλαμβάνεται και κάνει τα πάντα προκειμένου να πάψει να νιώθει γελοίος στα μάτια τους, δυστυχώς με κωμικοτραγικές συνέπειες!

Το όνομα Μπαρ Λούμε είναι λογοπαίγνιο με τη σύντμηση των λέξεων bar και lume (= φως), όπου barlume σημαίνει «αμυδρό φως» και μεταφορικά «ίχνος», «ένδειξη».  Ιδιοκτήτης του είναι ο Μάσιμο Βιβιάνι που κέρδισε χρήματα στο Λόττο και άνοιξε αυτό το μαγαζί. Ο παππούς του, Αμπέλιο, είναι ο ένας από τους τέσσερις ηλικιωμένους θαμώνες που αποτελούν τον χορό αυτής της σύγχρονης τραγωδίας, μια απαραίτητη προσθήκη είτε για κωμική ελάφρυνση της ατμόσφαιρας είτε για να προχωρήσει τη δράση παρακάτω ή να φέρει στην επιφάνεια κάποιες ασήμαντες μικρολεπτομέρειες, που, συνδυασμένες σωστά, ίσως οδηγήσουν και στη λύση του μυστηρίου. Είναι όλοι συνταξιούχοι: ο Αμπέλιο Βιβιάνι σιδηροδρομικός υπάλληλος, ο Τζίνο Ριμεντιότι ταχυδρομικός υπάλληλος, ο Πιλάντε ντελ Τάκα δημοτικός υπάλληλος και ο Άλντο ταβερνιάρης. Οι ατάκες που πετάνε μεταξύ τους, η οικειότητα που δείχνουν ο ένας στον άλλον με τόσα χρόνια φιλίας πίσω τους (κι εύχομαι άλλα τόσα μπροστά τους) είναι άκρως διασκεδαστικά στοιχεία του μυθιστορήματος, που μου θύμισαν τους ηλικιωμένους θαμώνες και στο δικό μου χωριό! Οι περιγραφές δε των ανθρώπων που περνάνε ή των γεγονότων που διαδραματίζονται είναι απολαυστικές: «Τι όμορφα που είναι τα όμορφα κορίτσια που γυρνάνε από τη θάλασσα… Θεές μιας μακρινής Βαλχάλα που μπορεί να εκπέσουν παταγωδώς σε μια κοντινή επαρχιακή πόλη της κακιάς ώρας, μόλις ανοίξουν το στόμα τους. Μη μιλάτε, αφήστε τα μάτια να σας θαυμάζουν» (σελ. 184).

Από την άλλη ο Μάσιμο είναι ένας τριαντάρης εργαζόμενος με μια συναισθηματική εξισορρόπηση: την ίδια στιγμή που θα βρίσει χυδαία και σκαιότατα όποιον τον κουράζει ή εμποδίζει να δουλέψει θα φροντίσει και για το καλό των ηλικιωμένων συνδαιτυμόνων, που δεν κάνει να πιουν ζεστό καφέ μες στο μεσημέρι. Η προσωπικότητά του εξελίσσεται αρμονικά, δείχνει πλήρης και ανθρώπινη, ο συγγραφέας τον δείχνει πονετικό, περίεργο, θυμωμένο, φιλότιμο, ακόμη και  με την τάση να επιφέρει τη δικαιοσύνη κι ας μην είναι η δουλειά του. Πιάνει κάποια στοιχεία από δω, κάποια άλλα από κει και αγωνίζεται να ξεμπλέξει το κουβάρι. Και φυσικά έχει χιούμορ: «Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει ν’ αλλάξω πινακίδα, προφανώς. Πρέπει να βγάλω αυτή που γράφει «Καφέ μπαρ» και να βάλω μια μαρμάρινη με την επιγραφή «Αστυνομικό Τμήμα»… κι έτσι επιτέλους ο κόσμος θα αρχίσει να μπαίνει εδώ και να ζητάει καφέ, αντί να μου σπάει τ’ αρχ… με το έγκλημα!» (σελ. 155).

Πράγματι, η υπόθεση είναι σχετικά περίπλοκη, με τα μπερδέματά της και τις ανατροπές της, γραμμένη όμως απλά, με ρέουσα γραφή και παραστατικές σκηνές, χωρίς ξύλινη γλώσσα ή έλλειψη αληθοφάνειας. Μου άρεσε πολύ που ο συγγραφέας φώτιζε όπου εκείνος ήθελε, χαρίζοντας κάπου κάπου κι ένα στοιχείο-δωράκι για τον δόλιο τον αναγνώστη, που ξεφυλλίζει πυρετωδώς το βιβλίο μέχρι να βρεθεί ο δολοφόνος. Η έρευνα οδηγεί κάπου, τότε όμως κάτι θα αλλάξει τη σειρά των ενεργειών, κάποια έκπληξη θα προκύψει από το πουθενά και στο μεταξύ ο ένοχος κυκλοφορεί ελεύθερος! Τι πραγματικά συνέβη λοιπόν εκείνη τη  νύχτα και ποιος σκότωσε την κοπέλα, που όσο «κοκότα» κι αν ήταν δεν της άξιζε τέτοιο τέλος; Τι σχέση έχει το μαθηματικό ή λογικό σύστημα που βασίζεται στα αξιώματα, την εγκυρότητα των οποίων δεν μπορούμε να αποδείξουμε, με τη λύση του μυστηρίου;

Η «Παρτίδα για πέντε» είναι ένα διασκεδαστικό και ανατρεπτικό μυθιστόρημα, με καθημερινούς, συνηθισμένους ανθρώπους που καταφέρνουν να λύσουν μια δύσκολη και περίπλοκη υπόθεση. Όταν η Κομέντια ντελ Άρτε συναντά την τέχνη του Αντρέα Καμιλλέρι, τότε είναι ώρα να διαβάσουμε μια εναλλακτική πρόταση αστυνομικής λογοτεχνίας, σαν αυτή του Μάρκο Μαλβάλντι! Ελπίζω να μεταφραστούν στα ελληνικά και τα επόμενα βιβλία της σειράς!

Πάνος Τουρλής