Παραθεριστής

του Γιώργου Τζιτζικάκη

Ο παραθεριστής είναι ένας άνθρωπος πληγωμένος, με ψυχολογικά τραύματα και ταυτόχρονα μεγάλη εμπειρία στη ζωή. Κάθε καλοκαίρι ξεφεύγει για ένα μήνα περίπου και αποσύρεται σε μια παραλία, στην οποία παραθερίζουν χιλιάδες κόσμου. Παρατηρεί, σχολιάζει, λοιδωρεί, επαινεί, θυμάται το παρελθόν του, φοβάται το μέλλον του. Γιατί κρύβεται όμως από τη ζωή; Τι συμβαίνει στην ψυχή του; Πόσο μεγάλη ανάγκη έχει να πραγματοποιεί αυτήν την απόδραση κάθε χρόνο;

Ο Γιώργος Τζιτζικάκης επιστρέφει μ’ ένα εντελώς διαφορετικό μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και το ψυχολογικό δοκίμιο. Με το γνωστό του αγαπημένο στυλ βάζει κάτω τα πράγματα και τα αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις. Έχει παλέψει με τη ζωή κι έχει πετύχει ένα σερί από απανωτές μικρές νικές, κάτι που θέλει να μεταδώσει στους αναγνώστες του μέσα από αυτές τις γραμμές. Δεν κομπάζει ούτε ξιπάζεται, ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα πως αυτοεπαινείται. Αντίθετα, μέσα από ένα κείμενο-φωτιά, γεμάτο σκέψεις, απόψεις, διεισδυτικότητα και εμπειρίες περνά το μήνυμα της αισιοδοξίας, της δύναμης και των προϋποθέσεων που χρειάζονται ώστε κάποιος να βγει αλώβητος από τη μάχη με τη ζωή μα κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό. Ασήμαντοι περαστικοί, αναπάντεχοι έρωτες, μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς μας ξυπνάνε και μια ανάμνησή του ή του προσθέτουν εμπειρίες σ’ ένα οικοδόμημα που εξακολουθεί να χτίζεται, όχι για να γίνει πιο ψηλό αλλά για ν’ αντέξει στα σφοδρά χτυπήματα των επιλογών του. Πρόκειται για μια κραυγή αγωνίας απέναντι στην κοινωνία, ένα όσο γίνεται αντικειμενικό μάτι πάνω στα κακώς κείμενα των ανθρώπινων σχέσεων και των ψευδών απαιτήσεων της σημερινής εποχής. «Οι άνθρωποι στα χρόνια μας μετράνε τα πάντα σε ποσότητα, σε μεγέθη και σε ένταση. Περιμένουν από σένα πάντα κάτι άλλο να ακούσουν -πιο χρωματιστό; πιο εντυπωσιακό; κάτι να πιαστούν από πάνω του;» (σελ. 10).

Η πλοκή ξετυλίγεται μέσα από πρωτοπρόσωπη αφήγηση από έναν άνθρωπο που κάθε καλοκαίρι και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανάλογα τα οικονομικά του, απομονώνεται ψυχικά σε μια παραλία και παραθερίζει. Πότε φωνασκεί και πότε συμβουλεύει, πότε καταγράφει και πότε συμπεραίνει. Ωμές λέξεις, βωμολοχίες και συχνή επανάληψη φράσεων («Εσείς οι άλλοι -ναι, εσείς!- με ακούτε;») δείχνουν την ένταση και τον πόνο που έχει συσσωρευτεί και τον πνίγει. Σπάνιες καθώς και φτιαχτές ποιητικές λέξεις («γάγγλια», «κλίτος», «βατραχοκαθισμένη», «κρινόσαρκη») παλεύουν με ένα καθημερινό λεξιλόγιο στο ποιος θα νικήσει, όχι στο κυνήγι εντυπωσιασμού ή λεξιθηρίας, κάτι που δεν είναι στα σχέδια του συγγραφέα, αλλά στο πώς θα ντύσει πληρέστερα τα σάπια και σκοτεινά αλλά και τα φωτεινά σημεία της ύπαρξης του πρωταγωνιστή και μέσω αυτού της δικής μας. Διακρίνεται επίσης μια λεπτή ειρωνεία που βγαίνει μέσα από στρατηγική θέση λέξεων: «Είναι πάντα δύσκολο (μωρό μου) να κοιμίσει κανείς όλους τους δαίμονές του…» (σελ. 17). Μεγάλο μέρος της αφήγησης καταλαμβάνει η χρήση του δύσκολου συγγραφικά β΄ προσώπου, μιας και ο παραθεριστής μιλάει νοερά στον κάθε άνθρωπο που βλέπει και τον απασχολεί.

Ο αφηγητής δεν παρασύρεται από τα λεγόμενά του ούτε από τις μυριάδες σκέψεις του αλλά σκέφτεται και τον αναγνώστη, φτάνοντας στο τρίτο κεφάλαιο να κάνει μια ανακεφαλαίωση πριν προχωρήσει στην εξιστόρηση, βοηθώντας έτσι να καταλάβουμε μια και καλή αν το βιβλίο μάς ταιριάζει και τι αφορά. «Είναι σκέψεις; Καταθέσεις; Παράπονα; Πες τα όπως θες… Είμαι ένας πικρόχολος τύπος με δεκάδες κόμπλεξ που αρέσκεται στο να κράζει όλα εκείνα που δεν αντέχει να συμβαίνουν γύρω του -με πρώτο τον εαυτό του» (σελ. 29). Και σε ορισμένα σημεία αναμιγνύεται ιδανικά ο «χάρτινος» αφηγητής με τον συγγραφέα, σ’ ένα αξιοπρόσεκτο πάντρεμα ρεαλισμού και φαντασίας. Χωρίς ίχνος αυτοπροβολής για τα δικά του καμώματα, χωρίς εγωισμό που αλλιώς θα παρενέβαινε υπέρ το δέον στην πορεία της ιστορίας, ο Γιώργος Τζιτζικάκης πετάει ψηφίδες της δικής του ζωής ανάμεσα στα λόγια του παραθεριστή ώσπου σταδιακά καταλαβαίνουμε πως όλο αυτό είναι πείραμα γραφής βιωμάτων του για λόγους που εξομολογείται σ’ ένα λυτρωτικό και συγκινητικό φινάλε που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή και να γίνει ψυχικός ενστερνισμός για όλους.

Ομοφυλοφιλία, σχέσεις, παιδιά («μέσα στην άγια απλότητα της ευτυχίας τους») και μανάδες, παραπανίσια κιλά, τρίτη ηλικία («κακάσχημα βαμπίρ της κάθε διπλανής χαράς» όσες κοιτάνε γύρω τους με μίσος και μόνο για κουτσομπολιό), ναρκωτικά, one night stands, απιστίες, εθισμός στην κινητή τεχνολογία, εύκολο χρήμα, μεροκάματα, όλα αναφέρονται στο μυθιστόρημα όχι ως ενδείξεις αποφυγής ή μίμησης αλλά ως κομμάτια του παζλ που αποτελεί τη ζωή του αφηγητή και τη δική μας κι εκείνος απλώς τα αναφέρει συνδυαστικά με την εντύπωση που του προκαλούν υπό τις συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες που βιώνει. Δεν κουτσομπολεύει, δε στηλιτεύει, δεν επαινεί, μόνο προσπαθεί να δει μέσα στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, να πιάσει τις σκέψεις τους, να καταλάβει τις πράξεις τους και μέσα από όλη αυτήν τη διαδικασία να κάνει τον δικό του απολογισμό. Το γεγονός μάλιστα πως κάθε κεφάλαιο απασχολεί και μια διαφορετική σκέψη μετατρέπει το μυθιστόρημα σε ένα σύνολο μικρών ιστοριών που μπορεί ο καθένας να διαβάσει όπως και όποτε θέλει, χωρίς φόβο να χάσει μια νοηματική συνέχεια από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Άλογα οι σκέψεις του αφηγητή που αποζητούν όχι τον κατάλληλο αναβάτη αλλά αυτόν που θα συμπορευτεί μαζί τους ακρίτως.

Οι γυναίκες έχουν τη μερίδα του λέοντος στη «μελέτη» αυτή, χωρίς φυσικά να μένουν στο απυρόβλητο και οι άντρες, απλώς καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο. Η κοινωνική και συμπεριφορική διαφορά των δύο φύλων περιγράφεται άριστα σε μια παράγραφο: «Οι άντρες καιγόμαστε μόνοι μας από την ηλιθιότητά μας. Η γυναίκα από την άλλη, έχει έναν μοναδικό τρόπο σαν καεί… να αναγεννηθεί ως φοίνικας από τις στάχτες της, και όταν συμβεί αυτό, δεν λησμονεί τι πέρασε…» (σελ. 74).

Ακόμη ένα προτέρημα της γραφής του Γιώργου Τζιτζικάκη είναι το γεγονός πως παρομοιώσεις και μεταφορές που θα ταίριαζαν γάντι σε ρομαντικά μυθιστορήματα, όπως το, καθόλου ειρωνικό, «χαλιφάτο της σάρκας της» για μια ευτραφή κοπέλα, προκαλώντας αγωνία για τη συνέχεια, πάθος για τα υποδηλούμενα ή γέλιο, εδώ μετατρέπονται σε όπλα απαραίτητα για μια ρεαλιστική απεικόνιση και δίνουν άλλο βάρος, εναργέστερη εικόνα σε αυτό που περιγράφεται. Από την άλλη υπάρχουν και οι εκφραστικές υπερβολές, όπως «υγροί Αχέροντες δροσιάς που προσμένουν τη βουτιά τους» ή «Το βλέμμα μου; Νερουλή θλίψη στάσιμης επιφάνειας σε ξύλινο κουβά ζωής» που όμως είναι ελάχιστες και δε χαλάνε τη συνολική εικόνα του κειμένου, το οποίο ας μην ξεχνάμε πως είναι μια ορμητική κατάθεση ψυχής κι όχι ένα καθωσπρεπισμένο μυθιστόρημα που υπακούει σε νόρμες και τύπους. «Έτσι σαν χείμαρρο τα σκέφτηκα και έτσι τα κατέγραψα», όπως λέει και ο ίδιος σε άλλο σημείο.

Κι όμως σε αυτό το ωμό κείμενο χωράνε λυρικές παρομοιώσεις: «…το σεντούκι του κορμιού σου το ανοίγεις σε μένα όποτε το επιθυμήσω κι εγώ που γνωρίζω σελίνι το σελίνι τα μέταλλά σου -τα ‘χω δαγκώσει όλα σπάζοντας δόντια τσαμπουκά μαζί σου- βάζω στοίχημα πως μέσα σου δεν ζει μονάχα μία άλλη γυναίκα, μα δεκάδες» (σελ. 17). «… εκείνη η σκηνή με τους δυο σας εκείνο το βροχερό βράδυ με χταπόδιασε πάνω σ’ έναν βράχο αβεβαιότητας ώσπου άφρισα…» (σελ. 37). «…συνήθως τα δοκάρια μας πάνε και χτίζονται πλάι σε ανθρώπους που βαστάνε βαριοπούλες» (σελ. 68-69). Ακόμη και απίστευτο χιούμορ: «Φρύδια αποτεφρωμένα σαν από ανάσα δράκου» (σελ. 71), «…σκέψεις λίμες που λατρεύουν να λιμάρουν φανταστικές σκηνές εντός μου, μόνο και μόνο για να δούνε αν η σκόνη της ζωής μου πέφτει χάμω σωρός ή την παίρνει το αγέρι κάποιας τόλμης» (σελ. 89-90).

«Εγώ διαφέρω από τα θέλω μου ή τα θέλω μου από εμένα; … Μήπως εντέλει οι σκέψεις μας σηκώνουν πολλή σκόνη χωρίς λόγο; Μήπως δεν τα έχουμε καλά με τα μέσα μας και όλα μας φταίνε, ενώ η μόνη σταθερά είναι τ’ ότι παλεύουμε να επιβιώσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κολυμπώντας άγαρμπα μέσα στο εφήμερο νεροζούμι της θνητής μας ύπαρξης» (σελ. 25); Ας το πάρουμε απόφαση και ας κάνουμε ειρήνη με την Ειμαρμένη μας: «Κανένας μας δεν θα προλάβει να κάνει όλα εκείνα που επιθυμεί σε μια ζωή, όμως όσοι το σκέφτονται είναι που δυστυχούν και εκείνοι χάνουν διπλά τις ευκαιρίες για να ζήσουν» (σελ. 97).

Ο «Παραθεριστής» είναι ένα ορμητικό αφηγηματικό ποτάμι που θα πνίξει όσους δεν είναι έτοιμοι ή προσδοκούν ευπρεπισμούς και κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους ενώ ταυτόχρονα θα απλώσει χέρι βοηθείας σε όσους νιώθουν κενοί, μόνοι ή κατ’ επίφασιν πλήρεις. «Να σε αγαπάς, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία». Άλλωστε «Μια ζωή είναι… θα περάσει -σωστά»;

Πάνος Τουρλής