Παλιοί λογαριασμοί

του Γρηγόρη Αζαριάδη

Σημαντικοί παράγοντες της οικονομικής ζωής αρχίζουν να δολοφονούνται ο ένας πίσω από τον άλλον. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των θυμάτων; Έχει κάποια σχέση με αυτά τα εγκλήματα μια ομάδα νέων που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και συζητούσαν ιδεολογικά θέματα; Ήταν κομματική οργάνωση ή αναρχικό γκρουπ; Πώς γίνεται όμως να υιοθετούν μια ιδεολογία που ευαγγελίζεται την επαναστατική πρακτική ενώ οι ίδιοι ταυτόχρονα δεν είναι αποφασισμένοι να δράσουν; Ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο «Μπακούνιν»; Ποιος είναι ο Βαρόνος και τι ρόλο παίζει στην ιστορία; Τα κίνητρα είναι πολιτικοκοινωνικά ή καθαρά προσωπικά; Πώς εμπλέκεται σε αυτήν τη σειρά δολοφονιών το Αμερικανικό Κολέγιο; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται μέσα από μια σειρά καταιγιστικών εξελίξεων.

Το πρώτο μυθιστόρημα του Γρηγόρη Αζαριάδη επανακυκλοφόρησε δέκα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στα ράφια των βιβλιοπωλείων και έχει ακόμη πολλά να πει. Όποιος θέλει ένα βιβλίο με δράση, ανατροπές, εκπλήξεις, κυνήγι ενάντια στον χρόνο θα το ευχαριστηθεί. Εξίσου ενδιαφέρον όμως είναι και για όποιον θέλει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, να εντοπίζει υποδόρια κοινωνικά και όχι μόνο μηνύματα, να βλέπει τους χαρακτήρες να συνδέονται με επόμενα βιβλία και να αλλάζουν, να ωριμάζουν, να ολοκληρώνονται. Ο συγγραφέας μου απέδειξε τελικά πως από την αρχή σχεδόν ήταν διατεθειμένος να χτίσει το δικό του λογοτεχνικό σύμπαν και να χαράξει την πορεία του στην αστυνομική λογοτεχνία μ’ ένα καθαρά δικό του είδος γραφής, απόλυτα προσωπικό και αναγνωρίσιμο που με χαρά απόλαυσα και στα επόμενα βιβλία του. Πολλές σκέψεις όμως με κατέκλυσαν αφού τελείωσα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα κι ένιωσα την ανάγκη να ξεφυλλίσω και τα επόμενα της σειράς, με το «Μοτίβο του δολοφόνου» να έχει τον πρώτο λόγο. Στους «Παλιούς λογαριασμούς» έχουμε μια σημαντική αναφορά στην εξέλιξη της πορείας που ακολούθησε η γενιά του Πολυτεχνείου, μέσα από τις ευκολίες που τελικά ενστερνίστηκαν ο Δημήτρης Δαρεμής, ο Γιώργος Καριπίδης και τα επόμενα θύματα. Οι άνθρωποι που μεγάλωσαν με την αλυσίδα των τανκς ακόμη στ’ αυτιά τους τι απέγιναν; Ακολούθησαν τα όνειρα και τις ελπίδες που ζυμώνονταν ακροπατώντας σ έναν Μάη του ’68 ή συμβιβάστηκαν; Γιατί δε συνέχισαν να πολεμούν για τα ιδεώδη τους; Πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε η προσωπική επιλογή και πόσο οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που ακολούθησαν; Πώς κατάφερε να παρεισφρήσει σ’ αυτόν τον δρόμο η ακροδεξιά και με τι συνέπειες; Το μυθιστόρημα φωτίζει μια άλλη πλευρά των εξελίξεων που βίωσε και των δρόμων που ακολούθησε η γενιά του Πολυτεχνείου, ρίχνοντας το βάρος στη σκοτεινή πλευρά των επιλογών.

Οι ανωτέρω απορίες και τα συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα και καθόλου κουραστικά μέσα από την πορεία των εξελίξεων που καταγράφει ο Γρηγόρης Αζαριάδης στο μυθιστόρημα, όπου συναντάμε για πρώτη φορά τη δυναμική, ανοιχτόμυαλη, απρόσιτη Τρύπη κι έναν χαρακτήρα που θα συναντήσουμε σε εντελώς διαφορετική θέση σε επόμενα βιβλία. Ο υπαστυνόμος Μίραλης, επίμονα αναλυτικός και με ισχυρό ένστικτο, προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, αναλαμβάνει την υπόθεση. Οι συνεργάτες του ασχολούνται με ένα κομμάτι της έρευνας ο καθένας: η αρχιφύλακας Τρύπη (παντρεμένη με διευθυντή πωλήσεων γνωστής πολυεθνικής και μητέρα μιας τετράχρονης κόρης, εργασιομανής, οργανωτική, με μεγάλες αναλυτικές ικανότητες, δημιουργική και ευφυής), οι αρχιφύλακες Μπρίνης (κοντά στα πενήντα, με δύο διαζύγια στο ενεργητικό του, αθεράπευτος εραστής του ωραίου φύλου, γλεντζές, ανοιχτοχέρης, με επιμονή κι αφοσίωση στη δουλειά) και Ντονάς (παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, χαμηλών τόνων, συνεπής οικογενειάρχης, εργάζεται εξίσου πολλές ώρες χωρίς να βαρυγκομάει, μπας και καταφέρει να ξεπληρώσει το δάνειό του για το σπίτι τους) και άλλοι. Μαζί τους είναι ο πολύπειρος κι απρόσιτος αστυνομικός διευθυντής Βεργίνης που κοντεύει να βγει στη σύνταξη και ο αρχηγός της αστυνομίας, Μάρκος Μπελούνης, που λόγω της κατάστασης, πιέζεται αφόρητα άνωθεν. Είναι άκρως ενδιαφέροντες και αληθινοί χαρακτήρες, με ποικίλες σχέσεις που επιπλέον επηρεάζονται από τις εξελίξεις, δημιουργώντας μια μικρή εστία μέσα στη χιονοστιβάδα των γεγονότων που απειλούν να τινάξουν στον αέρα κάθε έννοια δικαιοσύνης.

Ο πρώτος νεκρός, Δημήτρης Δερεμής κάποτε ήταν μέλος μιας παρέας πολιτικοποιημένων παιδιών και προοδευτικών νεαρών. Συν τω χρόνω, συμβιβάστηκε όπως αρκετοί προοδευτικοί της γενιάς του κι έγινε άξιος συνεχιστής της δυναστείας του πεθερού του, διευθυντή ομίλου κερδοφόρων κατασκευαστικών επιχειρήσεων με πολλά δημόσια έργα στο ενεργητικό του. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα επόμενα θύματα, κλείνοντας ασφυκτικά μια θηλιά γύρω από τον λαιμό του Μίραλη. Η πλοκή προχωράει σχεδόν αβίαστα, με κάποιες από τις προσπάθειες του Υπαστυνόμου Μίραλη και της αρχιφύλακα Τρύπη να πέφτουν σε αδιέξοδα, κάτι που ίσως κουράσει αφού το νήμα πιάνεται πολλές φορές από την αρχή, όσο πλησίαζα όμως προς το τέλος τόσο μεγάλωνε η αγωνία μου για την τελική αποκάλυψη. Αξιομνημόνευτα είναι τα παιχνίδια μυαλού που αναπτύσσονται μεταξύ Μίραλη και Βαρόνου, παρασύροντας τον τελευταίο λόγω ενθουσιασμού σε τέτοιο βαθμό που οδηγούμαστε σ’ ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Το προσωπικό ύφος του συγγραφέα, που στη συνέχεια το εξέλιξε σε επόμενα μυθιστορήματά του, κάνει αισθητή την παρουσία του, με ιδιαίτερες παρομοιώσεις, ενδιαφέρουσες περιγραφές και ολοζώντανη ατμόσφαιρα: «…τα κρουασανάκια βουτύρου είχαν κάποιες έστω μακρινές ομοιότητες με τα γαλλικά τους ξαδέρφια. Όταν τα έφερνες βέβαια κοντά στο στόμα, μπορούσες ν’ αφουγκραστείς τον επιθανάτιο ρόγχο της αλλοτινής φρεσκάδας» (σελ. 29).

Αντιεξουσιαστικός χώρος, Αριστερά και τα πρώτα βήματα του σοσιαλισμού κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας είναι το αρχικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ιστορία. Όλα δείχνουν πως ο δολοφόνος έχει εμμονή με την αντιεξουσιαστική ιδεολογία και πως η σταδιακή μετάλλαξη των θυμάτων ίσως να αποτελεί το κίνητρο των δολοφονιών. «…μέσα απ’ τη διαφθορά, τις μίζες και την εξαγορά ανθρώπων και συνειδήσεων, έχτισαν μια αυτοκρατορία πιο βρόμικη απ’ αυτήν που ήθελαν να καταργήσουν» (σελ. 325). Στα τελειώματα της Δικτατορίας βγήκαν παρέες φοιτητών που κάτω από καθοδήγηση προσχωρούσαν στον αντιεξουσιαστικό χώρο, εν αντιθέσει με τις κομματικές νεολαίες της εποχής, με στόχο όχι απλώς να ρίξουν τη χούντα αλλά και να γκρεμίσουν τη σάπια κοινωνία, ώστε να οικοδομήσουν στη θέση της μια δίκαιη, ελευθεριακή κοινωνία. Μπορεί να βρήκαν πρόσφορο έδαφος τότε, επιζούν όμως μέχρι σήμερα; Και με ποια μορφή; Ο συγγραφέας καταθέτει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: «Όλοι ξέρουμε τι έγινε μετά τη Δικτατορία. Με την έλευση του θείου απ’ το Παρίσι κι αργότερα του καθηγητή εξ Αμερικής εγκαταστάθηκε μια αστικού τύπου δημοκρατία που βασικά δεν έφερε καμία ριζοσπαστική αλλαγή στην κοινωνία. Απλώς κάναμε κάνα δυο μερεμέτια» (σελ. 324).

Οι «Παλιοί λογαριασμοί», με αφορμή αληθινά γεγονότα, όπως η αποχή των φοιτητών από τα μαθήματά τους στο Αμερικανικό Κολέγιο τη δεκαετία του 1970 για πάνω από έξι μήνες, σουλατσάρουν σε Στρέφη και Εξάρχεια, Γκάζι και Μεταξουργείο, ακούνε τον επιθανάτιο ρόγχο παλαιών ιδεολογιών αλλά και αφουγκράζονται το ξύπνημα ενός νάνου που ίσως γίνει γίγαντας ανάλογα με τον προσωπικό χειρισμό του καθενός από μας και την πορεία των εξελίξεων. Είναι ένα μυθιστόρημα που παίζει με το μυαλό του αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος, θέτοντας απρόσμενα διλήμματα, αποκαθηλώνοντας ή αγιοποιώντας χαρακτήρες. Το έξυπνο τέλος που βάζει τα πράγματα στη θέση τους και ταυτόχρονα αφήνει μια ανοιχτή ερμηνεία γύρω από όσα διαδραματίστηκαν με άφησε με κομμένη ανάσα. Αλήθεια, ανακαλύψατε τον χαρακτήρα που θα σταθεί στο πλάι της Τρύπη ως υφιστάμενός της σε επόμενο μυθιστόρημα της σειράς;

Πάνος Τουρλής