Παλιές αγάπες στις κορνίζες

της Λιάνας Πουρνάρα

Πολύ χαίρομαι να ανακαλύπτω άγνωστα βιβλιαράκια που θέλουν κάτι κι αυτά να πουν στο κοινό, σ' ένα κοινό τυφλωμένο από τις λίστες best-seller. Ανακαλύψτε το, αξίζει! Προσωπικές αναμνήσεις της συγγραφέως από το χωριό της στην Ήπειρο, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στοην εαυτό της ή στην οικογένειά της, παρά μόνο ελάχιστα στο τελευταίο κεφάλαιο μόνο και μόνο για να μας κάνει κι εμάς να συγκινηθούμε με έναν τρυφερό επίλογο. Ηθογραφίες των κατοίκων του χωριού, γάμοι από συμφέροντα, ματωμένο σεντόνι και προίκα, \"το χωριό είναι μικρό δεν τα σηκώνει αυτά\", δουλειά στο χωράφι από νύχτα σε νύχτα, ο δοσίλογος του χωριού, ο φόβος του κομουνισμού ακόμη παρών ύστερα από τόσα χρόνια, αντιπρόσωποι του βασιλιά που έρχονται να βαφτίσουν το 12ο παιδί, βιτριόλι στα μούτρα της σπιτωμένης γκόμενας από το τίμιο στεφάνι, δράμα και λύση, έλεος και φόβος, τα παιδιά στην αλάνα και να μην μαζεύονται με τίποτα, τα νυχτέρια, τα σούσουρα και τα κουτσομπολιά, οι κρυφές ιστορίες κάθε σπιτιού που μόνο κρυφές δεν είναι. Και τόσα μα τόσα άλλα ξεπετάγονται σε αυτό το μεστό βιβλίο με γλώσσα ιδιωματική αλλά όχι κουραστική ή ξεπερασμένη, μη σου πω και ποιητική σε πολλά σημεία. Τρυφερές (;) αναμνήσεις από τη βιοπάλη, ο άντρας στα χωράφια ή στο καφενείο ανάλογα το ριζικό της νύφης, τα παιδιά αμολυτά στους δρόμους, μια μικροκοινωνία ξεχασμένη σήμερα στις πόλεις. Δεν παύεις να αναρωτιέσαι τι σκέφτονταν αυτοί οι άνθρωποι, τι ένιωθαν πραγματικά, πώς τα έφερναν βόλτα μόνο με στενοχώριες και πίκρες, δηλαδή μια πολύ ωραία μικροκοινωνία με τα πάνω της και τα κάτω της, χωρίς όμως να καταντά γελοία παρόλα τα τραγικά και άτοπα και κάπου κάπου αστεία φερσίματα των χωριανών, σε αυτό έχει δοθεί πολύ μεγάλη προσοχή, τα γεγονότα δίνονται όπως είναι και τα λόγια εκφράζονται όπως τότε.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"...ο Θανασάκης τη σάπιζε στο ξύλο και της έσπερνε παιδιά σε τέτοιο συνδυασμό, που οι γείτονες μπέρδευαν τους βόγγους\" (σελ. 12).

\"Στα ξένα ο ήλιος αργούσε να φανεί και πολλές φορές χάνονταν ολότελα, όπως χάνονταν οι φίλοι, οι γνωστοί και τα όνειρα μέσα στη φάμπρικα. Και κείνη η ελπίδα που χουχούλιαζε στον τόπο της σαν πουλί στην παλάμη, κουράστηκε να καρτερά και πέταξε, κουράστηκε κι εκείνη να ελπίζει...\" (σελ. 142).

\"-Βαγγελιώώώώ...-Ναι, μάνα...-Νέκρα, πανάθεμά σε στραβούλιακα, δεν το βλέπεις μωρή το μαξούμ\' που λάκισε στο δρόμο;-Βαγγελιώώώώ...Πού στον αφανισμό πήγες;-Εδώ μάνα. -Μάνα και κόριζα κι ακόμα να φανείς;Τσακίδια, σύμπα τη φωτιά...ειδεμή ζωντανή θα τη φαρμακώσετε την πουλάδα!¨(σελ. 149, παιδαγωγικές μέθοδοι κατά ΠΙαζέ!!!!).

Πάνος Τουρλής