Παλλίροια

της Μαρίας Κωνσταντούρου

Η Ποβέλια είναι ένα νησάκι πολύ κοντά στη Βενετία, όπου τον Μεσαίωνα απομόνωναν τους ασθενείς της πανούκλας ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα το μέρος χρησιμοποιήθηκε ως ψυχιατρικό άσυλο. Σε αυτό το νησί λοιπόν θα μεταβούν τρεις γυναίκες γεμάτες ανησυχία για το μέλλον του εγκλεισμού τους και για το πώς θα τους φερθούν οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι του ιδρύματος. Για ποιο λόγο έφτασε η κάθε μία από αυτές στην Ποβέλια; Επίσης, τι συνέβη κατά την περίοδο της πανούκλας και πώς την αντιμετώπισαν οι αρχές της Βενετίας; Πώς συνδέεται ο άρχοντας Αλεσάντρο του παρελθόντος με τη Λουτσία, τη Ρεμίνα και τη Δέσποινα του σήμερα; Υπάρχει χώρος στο καταραμένο νησί για να ανθίσει ο έρωτας; Πόσο βαρύ στίγμα είναι για μια οικογένεια και ευρύτερα για μια κοινωνία ένας ψυχικά ασθενής; Ποιος είναι ο μυστηριώδης άντρας με το καμένο πρόσωπο και τη δύσμορφη εικόνα και γιατί τριγυρίζει τις νύχτες στα δωμάτια των ασθενών;

Η Μαρία Κωνσταντούρου στο νέο της μυθιστόρημα συνδυάζει με έξυπνο και ευρηματικό τρόπο το παρελθόν και το παρόν ενός στοιχειωμένου νησιού με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, αναπάντεχες εξελίξεις και διαχρονικά μηνύματα. Μεταφερόμαστε πότε στον Μεσαίωνα για να βιώσουμε την αγωνία της διάδοσης της πανούκλας στην Ευρώπη, τους φριχτούς θανάτους και τις σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που αυτή επέφερε και πότε σ’ ένα πιο πρόσφατο παρόν για να γνωρίσουμε από κοντά την κλειστή κοινωνία ενός τόπου όπου εξορίζονται βασανισμένες ψυχές για να βιώσουν μόνες τους τη σκληρή πλευρά μιας νοσηλείας. Αθώοι και ένοχοι, ασθενείς αλλά και υγιείς τρόφιμοι, επιστήμονες που αποσκοπούν σε προσωπικό κέρδος και νοσηλευτές που αγαπούν πραγματικά τους έγκλειστους, δημιουργούν ένα πολυπρισματικό παζλ με μικρές και μεγάλες ιστορίες που γεννούν ποικίλα συναισθήματα.

Η Φωτεινή Σιγάλα ή αρχόντισσα Λουτσία Μαρινέλι υποφέρει από κατάθλιψη, είναι όμως ο εγκλεισμός της η σωστή λύση; Η Ρεμίνα Σεστρίνι νιώθει σαν «…να είχε γεννηθεί μόλις χθες, μεγάλη, κουρασμένη και απογοητευμένη» (σελ. 22), μήπως όμως κατέφυγε στο άσυλο για να ξεφύγει από κάποιον; Μαζί τους φτάνει και η Δέσποινα Μεταξά, που είναι αποφασισμένη να περάσει καλά. «Μια ακούραστη παλίρροια στο μυαλό της, που άλλοτε τη ρουφούσε στον σκοτεινό βυθό της και άλλοτε την έσπρωχνε προς το εκτυφλωτικό φως του ήλιου» (σελ. 339). Είναι εριστική, ανυπότακτη, προκλητική και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στο γύρω της περιβάλλον. Τρεις γυναίκες λοιπόν που κλείστηκαν στο νησί κουβαλώντας η κάθε μια το δικό της φορτίο, τρεις ενδιαφέρουσες ιστορίες που τέμνονται και αντιπαραβάλλονται. Στην ίδια βάρκα εκείνη τη μέρα επιβαίνει και ο Βιτόριο Λομπρόζο, που βιώνει κενά μνήμης και αποσυνδέεται ανά τακτά διαστήματα από το παρόν, είναι όμως αυτό ένδειξη ψυχικής διαταραχής;

Από την άλλη μεριά, έχουμε τον πράο και αντικειμενικό διευθυντή της κλινικής Κονταρίνι, που σύντομα βγαίνει στη σύνταξη κι αντικαθίσταται από τον Πάολο Πινιόλο, έναν καταξιωμένο και ταυτόχρονα αλαζόνα κι εγωιστή επιστήμονα που θέλει να πραγματοποιήσει τα δικά του σχέδια. Πόσο αποφασισμένος είναι να κάνει ορισμένες θυσίες που θα οδηγήσουν σε λάθη αλλά θα εξυψώσουν το κύρος του; Ποιοι πραγματικά κινδυνεύουν και πώς θα αντιδράσουν; Στην κλινική εργάζεται ως νοσοκόμος ο αγνός και ιδεαλιστής Αντρέα Ντελασούντα, ο οποίος, τόσα χρόνια στην Ποβέλια, κατάλαβε πως η ζωή εκεί είναι μια τραγωδία: τα όνειρα σβήνουν, οι προσπάθειές του για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και πιο ανθρώπινες μεθόδους ίασης πρέπει πάντα να εγκρίνονται από ανωτέρους, από επόπτες, από τον κρατικό μηχανισμό. Οι ιστορίες των γυναικών τον συγκινούν κι αρχίζει τις δικές του άτυπες έρευνες που θα τον φέρουν μπροστά σε διαφορετικές τραγωδίες με κοινή όμως κατάληξη: τον ακούσιο εγκλεισμό στην κλινική. Στο πλάι του είναι η επίσης νοσοκόμα Τζιζέλα Αντιπόζο, με αγάπη για τους ασθενείς της, στους οποίους συμπαραστέκεται επηρεασμένη από προσωπικές της εμπειρίες.

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στους τέσσερις τοίχους ενός ιδρύματος γεμάτου με ανθρώπους δυστυχισμένους, που βιώνουν τη σκληρή απομόνωση εκόντες άκοντες, κάποιους από τους οποίους ευχαρίστως και χωρίς δεύτερη σκέψη ξεφορτώθηκαν οι δικοί τους σε αυτό το άσυλο. Το ίδρυμα συγκροτεί «Μια ταξική κοινωνία όπου βασίλευαν η εκμετάλλευση και η συνενοχή» (σελ. 56). Ηλεκτροσόκ και αντιψυχωσικά φάρμακα αλλά και εργαζόμενοι που ενδιαφέρονται λίγο παραπάνω για τους ασθενείς είναι ένα μοτίβο γεμάτο ενδιαφέροντα κοντράστ, μέσα από τα οποία ξεπηδούν ιστορίες ανθρωπιάς, πόνου και επιβίωσης. Στο μυθιστόρημα είναι διάχυτα η αγάπη και το ενδιαφέρον της συγγραφέως για τους ανθρώπους που εγκαταλείπονται σε άσυλο από συγγενείς που δεν τους θέλουν πια για να βιώσουν καταστάσεις δύσκολες, με εργαζομένους που απλώς κάνουν τη δουλειά τους, αδιαφορώντας για τις φοβίες, τις ανασφάλειες, τις ανάγκες, τις επιθυμίες των ασθενών. Η γιαγιά που έφτασε να δει εγγόνια και έγινε θυσία για όλους, τώρα όμως που μεγάλωσε και δυσκολεύεται μετατράπηκε σε περιττό βάρος και ο νοσοκόμος που βελτιώνει την καθημερινότητά της κρατώντας της το χέρι και ψιθυρίζοντάς της λόγια κατευναστικά είναι η αγαπημένη μου ιστορία που μου έφερε δάκρυα στα μάτια με τον άψογο χειρισμό της και την αποφυγή εύκολων μελοδραματικών λύσεων. Η μυστηριώδης Δέσποινα, η Ρεμίνα, η Λουτσία, ο Βιτόριο είναι χαρακτήρες που βιώνουν ποικίλες καταστάσεις, κρατώντας το ενδιαφέρον σε εγρήγορση, πώς συνδέονται όμως με τον Αλεσάντρο που έζησε στη Βενετία έξι αιώνες πριν;

Έτσι, ερχόμαστε στο ακόμη καλύτερο κομμάτι του μυθιστορήματος, την ιστορία του Αλεσάντρο στα χρόνια της πανούκλας. Δεν είναι μόνο μια ερωτική ιστορία που θεριεύει όσο γιγαντώνονται τα εμπόδια ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους ανθρώπους αλλά και η καταγραφή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας κοινωνίας που δεν ξέρει με τι έρχεται αντιμέτωπη, αποδίδει το κακό στις ανθρώπινες αμαρτίες ενώ διάφορες φήμες και μαγγανείες διαδίδονται από στόμα σε στόμα ως θαυματουργές. Οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους για να μην έρθουν σε επαφή με τους ασθενείς και μολυνθούν, κρύβονται, απελπίζονται, φτάνουν στα όρια της εξαθλίωσης αλλά και τα ξεπερνούν πολλές φορές. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα που βιώσαμε πρόσφατα με την πανδημία του Covid-19, όμως στόχος της συγγραφέως δεν είναι να μας θυμίσει οικεία κακά, έστω και προσαρμοσμένα σε αυτήν τη μακρινή εποχή. Θέλησε να μας δείξει, καταγράφοντας μια γνώριμη στις βασικές της γραμμές ιστορία, πως οι άνθρωποι και οι κοινωνίες πάντα θα αντιδρούν σπασμωδικά μπροστά σε κάθε νέο κίνδυνο ενώ ο άνθρωπος οφείλει να είναι όσο γίνεται πιο προσεκτικός και να μην παρασύρεται από ψέματα και φήμες, κάτι που είναι αρκετά δύσκολο, μιας και οι πρωτόγνωρες συνθήκες ξυπνάνε πολλές φορές τον σκληρό εαυτό του («-Τι μας είχε κάνει αυτή η αρρώστια; Σε τι μας είχε μετατρέψει;», αναρωτιέται ο Αλεσάντρο).

Δεν είναι απλώς ένας αγώνας επιβίωσης αλλά και μια διαρκής πάλη με την ηθική και μια δοκιμασία που δείχνει στον πλούσιο Αλεχάντρο πως τα υλικά αγαθά δεν έχουν τόση σημασία μπροστά στην υγεία και στον κίνδυνο που την απειλεί. Από σελίδα σε σελίδα κι από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, με συνεχείς δοκιμασίες, ο αφηγητής γονατίζει, υποκύπτει, τσαλακώνεται, αλλάζει απόψεις και νοοτροπία. «Ποβέλιες υπήρχαν πολλές δυστυχώς και θα συνέχιζαν να υπάρχουν… η πανώλη της απανθρωπιάς εξαπλωνόταν ταχύτατα, ισοπεδώνοντας κάθε καλό που βρισκόταν στον δρόμο της… Η πανώλη της απανθρωπιάς δεν θα σταματούσε να εξαπλώνεται αν αδιαφορούσαν αυτοί που υποψιάζονταν, αν σιωπούσαν όσοι γνώριζαν και αν έμεναν αδρανείς εκείνοι που μπορούσαν κάπως να αντιδράσουν» (σελ. 353 και 356). Μέσα από αυτήν την ιστορία ξεπηδάνε διαχρονικά νοήματα, όπως ότι ο καταπιεσμένος άνθρωπος με την πρώτη ευκαιρία που θα βεβαιωθεί ότι δε θα τιμωρηθεί διαπράττει ασωτίες και κακουργήματα: «…ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του καλός, όπως με έμαθαν να πιστεύω. Μόνο αν έχει τον φόβο του Θεού και των νόμων μπορεί να δαμάσει την κακία που κρύβει μέσα του» (σελ. 407-408). Από την άλλη όμως «…την αρρώστια δεν πρέπει να τη βλέπουμε μόνο σαν εχθρό. Είναι και δάσκαλος που μπορεί να διδάξει τους ξεχασμένους δρόμους της ηθικής» (σελ. 350). Ο Αλεχάντρο μπορεί να βιώνει καταστάσεις που ίσως με μαθηματική ακρίβεια οδηγήσουν στον θάνατο, συμβαίνουν όμως τόσες αλλαγές γύρω και μέσα του που εγείρουν το ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα.

Η «Παλίρροια» είναι ένα πλούσιο και πολυδιάστατο μυθιστόρημα, με ενδιαφέρουσες μικρές ιστορίες που συντροφεύουν την κυρίως πλοκή, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της. Είναι καλογραμμένο, ανατρεπτικό, αποφεύγει τις εύκολες λύσεις και τους εντυπωσιασμούς, αγκαλιάζει με σεβασμό κι αγάπη τους ψυχικά ασθενείς, τους οποίους φωτίζει πολύ προσεκτικά και αντικειμενικά, ενώ το δικαίωμα στον έρωτα και το αληθινό νόημα της δικαίωσης φυτοζωούν στα χαλάσματα μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, η οποία όμως σύντομα θα αναγεννηθεί από τις στάχτες της, καλύτερη ας ελπίσουμε.

Πάνος Τουρλής