Ούτε η μάνα μου

των Έφης Καγξίδου και Λίνας Σπεντζάρη

Ο Γιώργης είναι ένα παληκάρι που ζει σε ένα νησί του βορείου Αιγαίου ευτυχισμένος με τη μητέρα του, τη γυναίκα και το παιδί του. Ώσπου μια μέρα ένας ψαράς βρίσκεται δολοφονημένος και αμέσως όλο το χωριό φωτογραφίζει τον Γιώργη ως ένοχο γιατί τον άκουσαν να απειλεί τον νεκρό ενώ κάποιοι άλλοι υποστήριξαν ότι τον είδαν και να τον σκοτώνει! Ο Γιώργης στρέφεται στην οικογένειά του για συμπαράσταση, όμως δεν τον πιστεύει κανείς, ούτε η μάνα του. Απελπισμένος, το σκάει νύχτα για τη Χίο, όπου ζούσε ο κουμπάρος του και εκεί ξεκινάει μια νέα ζωή, γιατί η οικογένεια του Μάνθου πιστεύει απόλυτα στην αθωότητά του. Αυτή είναι η αρχή της τραγικής ζωής του Γιώργη, δύο χρόνια πριν τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, μια ιστορία γεμάτη συγκίνηση, αλήθειες, ανατροπές, πόνο και δραματικότητα.

Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ακόμη δεν έχουν στεγνώσει τα δάκρυα που με συντρόφεψαν όταν διάβαζα τις τελευταίες σελίδες αυτού του βιβλίου. Δάκρυα ανακούφισης για την κάθαρσι των χαρακτήρων, δάκρυα οργής που δεν πίστεψε η ίδια η μάνα το παιδί της ότι είναι αθώο κι αυτό ήταν η απαρχή πάμπολλων δεινών για τον κεντρικό ήρωα, δάκρυα χαράς για την παρακαταθήκη της ψυχικής αυτής ανάκαρας στις επόμενες γενιές. Ένα σοβαρό περιστατικό και η ελάχιστη πιθανότητα μια γυναίκα να μην πιστέψει το ίδιο το σπλάχνο που έφερε στον κόσμο είναι η απαρχή των περιπετειών που θα έρθουν στη ζωή του Γιώργη, θα τον σμιλέξουν όπως η θάλασσα τον βράχο και θα τον πετρώσουν ακριβώς όπως το αλάτι αυτόν τον ίδιο βράχο.

Θέλω να γράψω αναλυτικά τα πάντα, να καταχωρίσω τα πάμπολλα σημεία που με συγκίνησαν, με ταξίδεψαν, με θύμωσαν, με γέμισαν αγωνία, με έκαναν να καρδιοχτυπήσω, όμως οφείλω να σεβαστώ όσους δε διάβασαν ακόμη αυτό το κείμενο-κόσμημα κι έτσι δεν ξέρουν τι θα γίνει παρακάτω. Επιπλέον, πολύ φοβάμαι πως η καταγωγή των παππούδων μου από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, όπου διαδραματίζεται η ιστορία από ένα σημείο και μετά, ίσως να μη με κάνουν και τον πιο αμερόληπτο κριτή γι’ αυτό το μυθιστόρημα. Πράγματι, πολλές φορές παρασύρθηκα ακριβώς γιατί διάβαζα για μέρη και τόπους που επισκέφθηκα πρόσφατα, έχοντας υπ’ όψιν ότι στα ίδια χώματα πάτησαν και πρόγονοί μου. Από την άλλη όμως, σκέφτομαι πως αν ένα κείμενο είναι κακό ή αδύναμο ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, όσες μνήμες κι αν έχω απ’ το παρελθόν και προσδοκίες από αυτό σύντομα θα απογοητευτώ. Εδώ όμως μιλάμε για δύο εξαιρετικές πένες, που ντύνουν την ιστορία τους με χιλιάδες καλολογικά στοιχεία, χρησιμοποιούν αφειδώς τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές και δε διστάζουν να σπείρουν στις αράδες του κειμένου τη ζάχαρη της ευτυχίας και το αίμα του σκοτωμού, πλάθοντας μια αξιέπαινη μαγιά, έτοιμη να ψηθεί στο μυαλό του κάθε αναγνώστη και να του προσφέρει ό,τι προσδοκά.

Ο Γιώργης, με δισταγμό και ανθρωπιά, χτίζει λιθαράκι λιθαράκι τη νέα του ζωή στη Χίο και την καρδιά του κλέβει μια ωραία βουρλιωτίνα, η Πάτρα. Αυτός είναι και ο λόγος που θα ζήσει από κοντά τη σφαγή των Βουρλών και θα γνωρίσει τον Νικόλαο Πλαστήρα, που είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τουλάχιστον πέντε αιώνες ελληνικού πολιτισμού, στον οποίο μπήκε οριστικά ταφόπλακα εκείνο το μαύρο έτος. Τα σημεία όπου οι συγγραφείς περιγράφουν την καταστροφή των Βουρλών είναι από τα πιο δυνατά και σπαραξικάρδια κι ας έχω διαβάσει πάμπολλες τέτοιες ιστορίες. Η γραφή τους, η αγωνία τους να αποστασιοποιηθούν για να περιγράψουν αντικειμενικά τις σφαγές και τις περιπέτειες του ελληνισμού αυτής της παραλιακής κωμόπολης ήταν λες και ξεπηδούσαν από στόμα αυτοπτών μαρτύρων. Θα κάνει τελικά νέα οικογένεια ο Γιώργης; Θα επιζήσει από τη σφαγή των τσετών; Τι τον περιμένει στην Ελλάδα και πόσο επικίνδυνο είναι, παρ’ όλη την πολιτική και κοινωνική αστάθεια, να επιστρέψει σε μια χώρα όπου τον περιμένουν για να τον συλλάβουν; Τι πραγματικά συνέβη εκείνο το καλοκαίρι του 1920; Πόση δύναμη χρειάζεται για να παλέψεις με τις αντιξοότητες της ζωής;

Θα επιμείνω ότι οι κυρίες Καγξίδου και Σπεντζάρη έχουν ένα καταπληκτικό στυλ γραφής, δεν μπορώ όμως από την άλλη να μην τονίσω ότι κάποια κεφάλαια (ιδίως αυτά που περιγράφουν την κατάσταση στην Ελλάδα από τη δικτατορία του Μεταξά ως τον Εμφύλιο) θα μπορούσαν να παραλειφθούν μιας και δε γίνεται κάτι που να ανατρέπει τη ροή της ιστορίας ή να αποτελεί φυσική συνέχεια του πριν και προαπαιτούμενο του μετά. Εγώ, που είμαι συναισθηματικά δεμένος με αυτόν τον τόπο και ταυτόχρονα αγάπησα τα υφολογικά στοιχεία των κυριών δεν ήθελα να τελειώσει το βιβλίο, δε χόρταινα να διαβάζω κι άλλο κι άλλο. Υπάρχουν όμως πολλοί περισσότεροι αναγνώστες που δεν έχουν τα ίδια βιώματα και ενδιαφέροντα με μένα, επομένως ίσως αυτές οι επιμηκύνσεις της ιστορίας να κουράσουν ή και να απωθήσουν.

Επί τη ευκαιρία παρατήρησα ότι συνολικά το βιβλίο δεν είναι άλλο ένα μυθιστόρημα για την καταστροφή του 1922, ούτε ξεκίνησε μια ιστορία για να την κουμπώσει σωστά σε αυτό το ιστορικό γεγονός. Αντίθετα, είναι η ιστορία ενός άντρα που κατηγορήθηκε (αθώος ή ένοχος αν είναι θα το διαβάσει ο αναγνώστης), ξεκίνησε στη μέση της ζωής του από την αρχή, η μοίρα και η Ιστορία τον κυνηγάνε και η ζωή του ολοκληρώνεται όπως πρέπει, την ώρα που πρέπει. Χωρίς μεμψιμοιρίες, χωρίς υπερβολικό ρομάντσο, χωρίς ερωτικές σκηνές (πόσο δυνατός είναι ο έρωτας όταν παραμένει ντυμένος!) και σαν άλλη αρχαία τραγωδία διέπεται από ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά που μπορούν να εξεγείρουν τον αναγνώστη και να καταλάβει ότι κρατάει στα χέρια του κάτι πραγματικά καλό: πράξις σπουδαία και τελεία, ηδυσμένος λόγος, ολοζώντανη δράση, έλεος και φόβος, κάθαρση.

Τέλος, είμαστε σίγουροι ότι η φράση-κλειδί του βιβλίου «Ούτε η μάνα μου» αφορά το γεγονός ότι δεν πίστεψε ούτε η ίδια η μάνα στην αθωότητα του Γιώργη; Γιατί, όταν μετά από χρόνια, σε ένα ταξίδι πίσω στη Σμύρνη, κάποιος από το οικογενειακό περιβάλλον της Πάτρας καταφέρνει να ακολουθήσει το παρελθόν, ζει μια από τις πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου, που με έκανε να σπαράξω στο κλάμα. Μήπως λοιπόν το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο σε εκείνες τις μάνες που τυφλωμένες ή απογοητευμένες δεν πιστεύουν σε αυτό που είναι μπροστά στα μάτια τους; Ούτε η μάνα του δεν τον πίστεψε, ούτε η μάνα του δεν τον...... (δεν μπορώ να γράψω κάτι άλλο, η σκηνή στη Σμύρνη τη δεκαετία του 1950 ήταν από τις τραγικότερες).

Θέλω να γράψω κι άλλα, όμως ήδη έχω παρασυρθεί και δεν πρέπει. Αντικειμενικά, το «Ούτε η μάνα μου» είναι ένα λυρικό, εξαιρετικά καλογραμμένο κείμενο που αφορά το βάρος της αδικίας και των τύψεων και το πώς συνδυάζεται αυτό με τις αναποδιές της μοίρας. Πώς βγαίνει ένας χαρακτήρας από αυτήν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα; Πόσο πολύ διαφορετικός είναι ο Γιώργης της αρχής με τον Γιώργη του τέλους; Το κείμενο με ταξίδεψε από τη Χίο στα Βουρλά κι από κει στον Πειραιά και τον Βόλο, στέκεται δίπλα στον απελπισμένο πρόσφυγα (κι όσο σκέφτομαι ότι αυτό το δράμα είναι εφάμιλλο με τις συνθήκες και τη συμπεριφορά που βρίσκουν σήμερα οι ξένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα...), του κρατά το μωρό για να ξεκουραστεί, του χαρίζει ένα ποτήρι νερό για να δυναμώσει και να συνεχίσει την πορεία του. Πόσο δυνατά συναισθήματα υπάρχουν σε αυτό το μυθιστόρημα και μάλιστα όταν ξεκαθαρίζεται ήδη από το εξώφυλλο ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία: ο Γιώργης είναι ο παππούς της κυρίας Έφης Καγξίδου! Ειλικρινά, θα ήθελα να τον γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο.  Μη χάσετε λοιπόν αυτό το βιβλίο!

Πάνος Τουρλής