Ουμπούντου

του Μάνθου Σκαργιώτη

Σ’ ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, ο γαιοκτήμονας Δονάτος Λένης προσλαμβάνει κάθε σεζόν και διαφορετικούς λαθρομετανάστες για να δουλέψουν στα χωριά του. Εκείνη τη χρονιά η απόλυσή τους και η επιστροφή τους στην Αθήνα θα συμπέσει με την απαγωγή ενός βρέφους και τον αδόκιμο έρωτα ανάμεσα στον γιο του κτηματία και τη Σομαλή Μιλέιν. Πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα; Τι θα συμβεί στο αταίριαστο ζευγάρι; Πώς θα αντιδράσει ο Λένης απέναντι σε κάτι αναπόφευκτο; Τι σχέση έχει με όλες αυτές τις αναποδιές μια παλιά κατάρα; Τελικά, τα αίτια του ρατσισμού πόσο βαθιά βρίσκονται στην ανθρώπινη ψυχή αλλά και στην κοινωνία;

Ο Μάνθος Σκαργιώτης έγραψε ένα δυνατό μυθιστόρημα με αφορμή το εντεινόμενο στην εποχή μας φαινόμενο της ξενοφοβίας και της επίθεσης σε λαθρομετανάστες και σε πρόσφυγες από εμπόλεμες ζώνες της Ασίας και της Αφρικής, το μπόλιασε με το προσωπικό του στυλ αφήγησης και το έντυσε με επιλεγμένες ιστορίες που συνθέτουν ένα αρραγές σύνολο περιπετειών, συναισθημάτων και αποκαλύψεων. Όλα ξεκινάνε ας πούμε ήρεμα, με την καθημερινότητα στο κτήμα, τις συνθήκες εργασίας των μεταναστών, τις εντάσεις που δημιούργησε η αποκάλυψη της ανεπιθύμητης σχέσης κι όλα αυτά αλλάζουν δραματικά όταν έρχεται η ώρα της αποπληρωμής των εργατών, μιας και το ίδιο βράδυ ο Βίκτωρ και η Μιλέιν αποφασίζουν να το σκάσουν κρυφά. Το μυθιστόρημα από εκείνο το σημείο κι έπειτα αποτελεί μια διαρκή έκπληξη, με την πλοκή να στρέφεται σε αναπάντεχα μονοπάτια, τα γεγονότα να φωτίζονται όπως τα θέλει ο συγγραφέας και μόνο όταν πλησιάζουμε στο τέλος αποκαλύπτεται μια σκληρή αλήθεια που με άφησε άφωνο.

Κύρια θέση φαίνεται να έχει η οικογένεια Λένη, με τον πλούσιο αφέντη του σπιτιού και αξιοπρεπή ταυτόχρονα εργοδότη, μιας και δεν κακομεταχειρίζεται τους εργάτες, με την Εργίνα κλασική μάνα να προσέχει και να φροντίζει τον γιο της και να κρατάει τις ισορροπίες του νοικοκυριού της («Για να φτάσει στην Ελλάδα η Μιλέιν, πέρασε κάβους και πέλαγα, δεν θα κατάφερνε τον Βίκτωρα; Η γυναίκα που νικάει τη θάλασσα νικάει όλους τους ανθρώπους», ισχυρίζεται στη σελίδα 49), με τον Βίκτωρα να ζει ένα πρωτόγνωρο πάθος με τη Μιλέιν και με τον ετεροθαλή αδελφό του Δονάτου να γράφει μια λαϊκή όπερα για τη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα, που δολοφόνησε το 1966 τον Νοτιοαφρικανό πρωθυπουργό Χέντρικ Φέρβουρντ, πατέρα του απαρτχάιντ. Εκείνη τη μοιραία βραδιά ο Βίκτωρ θα εξαφανιστεί κι αυτό θα είναι η αρχή μόνο μερικών πολύ σοβαρών προβλημάτων που εμφανίζονται στη συνέχεια, μπλέκοντας για τα καλά την υπόθεση και δημιουργώντας απανωτές παρεξηγήσεις. Διάβαζα με φρενήρεις ρυθμούς, προσπαθώντας να μάθω τι συνέβη στον γιο του Λένη, τι απέγινε η ερωμένη του, γιατί ο επιστάτης ισχυρίζεται πως μέτρησε σωστά τους εργάτες που μετέφερε στην Αθήνα κι ένα σωρό άλλα περιστατικά, με αποκορύφωμα την απαγωγή του γιου ενός τραπεζίτη!

Η γραφή είναι εντελώς προσωπική, με ένα λεξιλόγιο που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ποιητικότητα («αφηνιασμός», «κοντόβραδο», «αποθηριωμένη», «καρδιοσωμός» κ. ά.) και μια ηθελημένη παράλειψη οριστικών άρθρων και αριθμητικών ουσιαστικών που δίνουν γρηγοράδα στην αφήγηση και τη στεγνώνουν από περιφραστικότητα. Οι διάλογοι λίγοι, σα να πασπαλίζουν την αφήγηση, και μόνο με τις απαραίτητες λέξεις. Γλυκές και ξεχωριστές παρομοιώσεις και μεταφορές («Η νύχτα τους τύλιγε σαν μάνα», σελ. 85), αρκετές φράσεις και παροιμίες που ενώνουν την ελληνική με την αφρικανική κουλτούρα και εκτενείς περιγραφές της άγριας ζούγκλας μα και της ελληνικής υπαίθρου.

Στο μυθιστόρημα υπάρχουν διάσπαρτες ψηφίδες ποικίλης θεματολογίας, από τη ζωή των λευκών με τους ντόπιους στο Γιοχάνεσμπουργκ και το Κέιπ Τάουν, τον ρατσισμό που γιγαντώνεται στην εποχή μας με την αθρόα προσέλευση λαθρομεταναστών και την αγωνία της μητέρας που ψάχνει το παιδί της στα στέκια των μεταναστών (ανατριχιαστικά αληθινή η περιήγηση της Εργίνας στο βρώμικο, άθλιο και όμως παλλόμενο από ζωή κέντρο της πρωτεύουσας) ως τη δύναμη της κατάρας που είναι ικανή να κάνει κακό μέχρι και επτά γενιές μετά, τα όρια κάποιων που θέλουν να χτυπήσουν την πλουτοκρατία και τη ζωή και τον θάνατο του Έλληνα που δολοφόνησε τον δημιουργό του φυλετικού διαχωρισμού στη Νότια Αφρική. Ειδικά ως προς το τελευταίο, έμαθα πολλά πράγματα, μιας και ο συγγραφέας, με αφορμή το όραμα του Γιοχάνες Λένη να φωτίσει πολύπλευρα μια προσωπικότητα που τη θεώρησαν παρανοϊκή και πέθανε αδικημένη, καταγράφει τμηματικά διάφορα ενδιαφέροντα κομμάτια της ζωής του Δημήτρη Τσαφέντα από το εικοσάχρονο μπάρκο του σε καράβια ως την εγκατάστασή του στο Κέιπ Τάουν. Επιπλέον, αυτή η έρευνα φέρνει στο φως τις συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή που άκμαζε το δουλεμπόριο («…τον αγόρασε ο Βρετανός δουλέμπορος με αντίτιμο πέντε χάλκινες χύτρες»!) αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισης των ινδιάνων της Αμερικής από τους πρώτους λευκούς εποίκους, καθώς και τα βιώματα του Μαχάτμα Γκάντι που ως Ινδός μετανάστης είχε φυλακιστεί πολλές φορές στη Νότια Αφρική για ανυπακοή στους νόμους του κράτους.

«Ουμπούντου» σημαίνει «Είμαι, επειδή είμαστε» και ξεκίνησε ως φράση από μια ομάδα παιδιών που συμμετείχαν σε αγώνισμα δρόμου με έπαθλο ένα καλάθι φρούτα, όπου οι νικητές μοιράστηκαν το βραβείο με τους άλλους συμμετέχοντες αντί να το κρατήσουν όπως δικαιούνταν. Με αυτόν τον δεσμό φωτογραφίζονται κάποια πρόσωπα της ιστορίας που δοκιμάζονται ως το τέλος της ιστορίας και η εφαρμογή του τίτλου στο καθαυτό κείμενο είναι ευρηματική. Το μυθιστόρημα είναι ένα συναρπαστικό κείμενο γεμάτο ανατροπές και απρόσμενες εξελίξεις, τονίζει τις σκοτεινές πτυχές του ρατσισμού, καταγράφει ακριβοδίκαια τον μετανάστη μα και τον ντόπιο και συγκροτεί μια πολυποίκιλη ιστορία ανθρωπιάς, αγάπης, περιπέτειας και μοναξιάς.

Πάνος Τουρλής