Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη

του Γιάννη Ξανθούλη

Ο Απόστολος ή Λάκης Μπούγας, γιος της θρυλικής μαμής Σεβαστιανής, μετανάστεψε σχεδόν παιδί στη Γερμανία, όπου αργότερα διέπρεψε στις ερωτικές ταινίες. Τώρα είναι ετοιμοθάνατος και ετοιμάζεται να χαρίσει την περιουσία του στον Πετρόκαμπο, οπότε στέλνει στον μοναδικό εν ζωή συγγενή του, τον ξάδελφο Πέτρο Μακκαβαίο, μια επιστολή όπου εκφράζει την επιθυμία του και τους όρους που πρέπει να αποδεχτεί η κοινότητα για να το κάνει, με προεξάρχον ένα μουσείο αφιερωμένο στις καλλιτεχνικές του επιδόσεις. Πώς μπορεί μια τέτοια επιστολή να αλλάξει τη ζωή ενός μοναχικού ανθρώπου; Πώς θα δεχτεί τα νέα το χωριό; Θα είναι αποδεκτό ένα μουσείο ερωτικών επιδόσεων σε αυτόν τον παλαιών αρχών τόπο; Και πού κολλάει η Σανγκάη σε όλα αυτά;

Ο κύριος Γιάννης Ξανθούλης γράφει άλλο ένα σουρεαλιστικό, ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα γεμάτο αναπάντεχες εξελίξεις και ανατροπές και μας ταξιδεύει στον ιδιόρρυθμο Πετρόκαμπο, ένα χωριό όπως όλα της ελληνικής επαρχίας, που πλέον φυτοζωεί με τα φώτα της δημοσιότητας και φυσικά των επιδοτήσεων να τα τραβάει η κοντινή πόλη της Τσακιστής. Χωρίς ίχνος σκιάς, έρημος τόπος, με εξαίρεση το φημισμένο Πουτανόρεμα, όπου ζούσαν κάποτε οι πόρνες που εξυπηρετούσαν τα στρατεύματα που στρατοπέδευαν στα πέριξ. Δυστυχώς όμως κι αυτό, με τα χρόνια, «είχε μια υποψία νερού, ίσα για να γλεντούν τα βατράχια» (σελ. 14).  Βγάζει μόνο πέτρες και σκορπιούς, έχει μια μίζερη πλατεία που τον χειμώνα γίνεται λασπωμένη λίμνη και κάποιες φορές το νερό από το κοντινό βουνό για κάποιο μυστηριώδη λόγο δημιουργεί μεγάλης διάρκειας φαινόμενα υπνοβασίας στους κατοίκους. Και χάρη σε αυτές αυξάνεται ο ντόπιος πληθυσμός, πατεράδες μην ψάχνετε, είπαμε, κοιμούνται οι άνθρωποι.

Το χωριό έχει έναν βαριεστημένο δάσκαλο και δυο-τρία παιδιά, έχει τον παπα-Τσιλιβήθρα, τον οποίο ο Μητροπολίτης Τσακιστής Αμβρόσιος (κατά κόσμον Βρασίδας Τεκνοπνίκτωρ) έχει βάλει στο μάτι και περιμένει ανά πάσα ώρα μια στραβοτιμονιά του για να βάλει στη θέση του νεότερους κληρικούς της αρεσκείας του, τον πρόεδρο Τραμπάλα, τον μπακάλη Πέτρο Κακαρέντζο («η κατακόμβη των βερεσέδων»), τον κουρέα Πέτρο Ταράκα, «ένα θεόκλειστο γραφείο κτηνιάτρου που ψιθυριζόταν ότι μέσα βρισκόταν το λείψανο του γιατρού εδώ και δεκαετίες» (σελ. 32), τη μοδίστρα Πιπίνα Τραχανά, τον καφετζή Πετράκη Γκαβό, τον Πέτρο Χούφτα με το λουκουματζίδικο που πηγαίνει από πάππου προς πάππο και ελάχιστους ακόμη κατοίκους. Μόνο δύο επιφανείς προσωπικότητες γέννησε, τον Ελληνο-αμερικανό Πίτερ Πεπίνο, ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή και τον σκηνοθέτη Πετρούλη Νταρντάνη. Α, συγνώμη, ξέχασα τον Λάκη Μπούγα ή Φικιφίκα, που διέπρεψε στις ερωτικές ταινίες, αποκτώντας διεθνή αναγνωρισιμότητα, μεγάλη γκάμα προϊόντων με την υπογραφή του και μια τεράστια περιουσία, με την Ιταλίδα ηθοποιό Καβλόττα Πορτσίνι να είναι η μόνιμη καλλιτεχνική του παρτενέρ. Και ο Λάκης θέλει να χαρίσει την περιουσία του στο χωριό αρκεί να φτιάξουν ένα μουσείο αφιερωμένο στην κινηματογραφική του καριέρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται καθώς κι ένα πλήρως εξοπλισμένο ιατρικό κέντρο.

Γνωστό κι αγαπημένο το στυλ γραφής του κυρίου Ξανθούλη, με πρωτότυπα ονόματα, με αιχμές, με χαρακτηριστικό σουρεαλισμό, με παρεμβάσεις στο κείμενο («Μακρηγορούμε, αλλά μερικά πράγματα που θα παίξουν καίριο ρόλο στην αφήγησή μας πρέπει να αναφερθούν», σελ. 13), με άφθονο γέλιο λόγω των αναπάντεχων εξελίξεων στα κεφάλαια και των ευρηματικών λέξεων στις προτάσεις. Μέτριας έντασης βωμολοχίες, αρμονικά ταιριαστές με το κυρίως κείμενο, οι ευφάνταστοι τίτλοι των πορνοταινιών, καθαρά ξανθούλειας έμπνευσης και τόσο εύστοχοι («Το τρίτο πόδι του Ρήνου», «Φάκβεθ», «Το λιλί της Μαρλέν», «Πηδάω και στο Τείχος» κ. π. ά.), η ίδια η δωρεά του Φικιφίκα στο χωριό με την επιθυμία, μεταξύ άλλων, να τοποθετηθεί το ευμέγεθες όργανό του σε περίοπτη θέση βυθισμένο σε φορμόλη, προκαλούν άφθονα γέλια (αγάπησα ιδιαίτερα τα ευφάνταστα δώρα του πωλητηρίου). Ξεχωριστοί, ολοκληρωμένοι και διαλεχτοί χαρακτήρες, γεμάτοι αντιθέσεις, δημιουργούν ένα θεότρελο σύμπαν που δε σταματάει να βγάζει γέλιο με τις μικρές και μεγάλες παλαβομάρες. Και σ’ όλα αυτά υπάρχει χώρος να στολιστεί το κείμενο με όμορφες παρομοιώσεις και μεταφορές: «Μαλάκωνε η ζέστη όσο προχωρούσε η ώρα και α μεταξωτά βιολετιά χρώματα της νύχτας του μεσοκαλόκαιρου τύλιγαν το χωριό και τους ορίζοντές του. Τα σκυλιά αλυχτούσαν από πλήξη, μερικά σπίτια φωτίζονταν από τον γαλαζωπό καταναγκασμό της τηλεόρασης, τα κουνούπια αναζητούσαν θυμωμένα το αίμα που δικαούνταν» (σελ. 37). Πού κολλάει όμως, όπως έγραψα πιο πριν, η Σανγκάη: «Και, παρά το κομμουνιστικό καθεστώς, που είχε επιβάλει για χρόνια σε όλους ένα αντιπαθητικό pret-a-porterρούχο που θύμιζε στολή φυλακής, στον καινούργιο αιώνα η Σανγκάη εξελισσόταν σε μια πολιτεία πολύχρωμη και επιβλητική, που ανάσαινε τη νοσταλγία και τις μελλοντικές υποσχέσεις μιας αέναης ευτυχίας με σάουντρακ κελαηδήματα καναρινιών» (σελ. 253); Αυτό θα το αφήσω στον Πέτρο Μακκαβαίο να σας το πει.

Με μαεστρία και ταλέντο ο συγγραφέας ζωντανεύει μια πόλη φανταστική, γεμάτη όμως με αληθινούς χαρακτήρες που όλοι έχουμε συναντήσει κάποτε στη ζωή μας, μωροφιλόδοξους, κουτοπόνηρους, πιστούς χριστιανούς, ευκολόπιστους, λάτρεις του κουτσομπολιού των άλλων, γιατί αν αφορά αυτούς τα κρύβουν κάτω από το χαλί. Μέσα όμως από αυτά τα κωμικοτραγικά περιστατικά δε γίνεται να μη σκεφτείς πως το μυθιστόρημα ζωντανεύει ουσιαστικά την αλλοίωση του πολιτισμού, την υποδόρια αλλοτρίωση όπου αφοσιωνόμαστε στο όνομα της προόδου και πως ουσιαστικά περιγράφονται γεγονότα που αλλοιώνουν για πάντα τη φυσιογνωμία του τόπου και την ήσυχη καθημερινότητα των κατοίκων όχι από αγάπη ή ενδιαφέρον για το μέρος και την κουλτούρα του αλλά για το χρήμα. Δεν είναι αυτά τα κίνητρα του δωρητή Φικιφίκα βέβαια, απλώς το χωριό άρχισε να τη βλέπει αλλιώς και η ευεργεσία ξεκίνησε να βάζει φωτιές και να ξυπνάει από τον λήθαργό τους νοοτροπίες, αντιλήψεις και κίνητρα που ποτέ δε θα επιβίωναν στον Πετρότοπο υπό άλλες συνθήκες. «Το χωριό βρισκόταν πλέον σε κανονική πολιορκία ανάπτυξης ενώ οι αναθυμιάσεις του χρήματος ερέθισαν αρκετά καλλιτεχνίζοντα ρουθούνια» (σελ. 215).

Κάπου εκεί χαλκεύεται το πόσο εξίσου εύκολα, γρήγορα και απερίσκεπτα γίνονται τέτοιες αλλαγές σε απομακρυσμένους και όχι μόνο τόπους για ένα καλύτερο αύριο που όμως διαγράφει για πάντα το πολύτιμο χτες. Ο συγγραφέας βέβαια δεν κουνάει το δάχτυλο, ούτε δίνει ηθικοπλαστικές απαντήσεις, ο σκοπός του είναι να διασκεδάσει τον αναγνώστη και να τον ξεκουράσει από τις σκοτούρες του, πάντα με σεβασμό και αγάπη για κείνον. Σα να μη φτάναν όλα αυτά, οι Γερμανοί ξανάρχονται, αφού η δωρεά θέλει και τοποτηρητές και μουσειολόγους και… και… και το καταπίστευμα πρέπει κάποιος να το διαχειρίζεται. Και ιδού, έρχεται η μίνιμαλ αισθητική, μπαίνει η Ευρώπη στις αυλές και στα σαλόνια των κατοίκων, βρίσκουν αρχαία στα θεμέλια του ιατρείου, το μουσείο στήνεται εξιτάροντας τον κόσμο και ξεσηκώνοντας πουριτανικούς συλλόγους και ξεκινάει ένα συνονθύλευμα γεγονότων κι ένα γαϊτανάκι δράσης-αντίδρασης που κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσει!

Το μυθιστόρημα «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» είναι ένα ξεκαρδιστικό σουρεαλιστικό μυθιστόρημα γεμάτο ευφάνταστες σκηνές, ενδιαφέροντες κύριους και δευτερεύοντες χαρακτήρες, έξυπνες ανατροπές και διαχρονικά μηνύματα. Οι κάτοικοι του χωριού αλλιώς ξεκινάνε και αλλιώς καταλήγουν, ο Πετρόκαμπος μεταμορφώνεται κυριολεκτικά εκ βάθρων και μόλις ολοκληρωθούν τα έργα τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Γέλασα, σκέφτηκα, απόλαυσα κι αγάπησα (όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά). Κι αν δεν είναι αρκετές οι γλωσσοπλαστικές περιγραφές του κυρίου Ξανθούλη, στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν εκπληκτικές ζωγραφιές του τόπου και των νέων κτηρίων από τον ίδιο τον συγγραφέα που οι αναγνώστες θα χαζεύουν ξανά και ξανά.

Πάνος Τουρλής