Ο κύριος Χι

του Άγγελου Χαριάτη

Στους αγώνες του Ολυμπιακού που πραγματοποιούνται εν όψει του πρωταθλήματος αρχίζουν να γίνονται σοβαρά λάθη στις αποδόσεις των παιχτών, με κίνδυνο η ομάδα να χάσει την καταξίωση, το σερί και φυσικά τα χρήματα και το κύρος που εκπορεύονται από αυτά. Ποιος κρύβεται από πίσω και γιατί διάλεξε το ψευδώνυμο Κύριος Χι; Πώς καταφέρνει να πείσει τους παίχτες να κάνουν εσκεμμένα λάθη; Είναι τυχαίο που αρχίζουν να εμφανίζονται ταυτόχρονα πτώματα σε λιμάνια, πλατείες, δρόμους;

Ο Άγγελος Χαριάτης έγραψε ένα ικανοποιητικό αστυνομικό μυθιστόρημα γεμάτο ανατροπές, ατμόσφαιρα, ένταση και εντελώς προσωπικό στυλ αφήγησης. Κύριος χώρος δράσης είναι ο Πειραιάς και η Τρούμπα, χωρίς να μένει απ’ έξω το Ρουφ, το Γκάζι, η Ομόνοια και η υπόλοιπη, «καθώς πρέπει» Αθήνα. Έμαθα πολλά για τον χώρο του ποδοσφαίρου, όχι τόσο για το παιχνίδι καθαυτό αλλά κυρίως για όλα όσα το συνοδεύουν, δηλαδή πώς παίζουν οι αθλητές, τι προπονήσεις κάνουν, πώς τους επηρεάζει ο προπονητής ψυχολογικά και σωματικά κ. ά., είδα από τι αποτελείται μια ομάδα (παίχτες, φροντιστές, φυσιοθεραπευτές, μεταφραστές, υπεύθυνοι επικοινωνίας, φυσικά ο πρόεδρος κ. ά.), και διάβασα για τον τρόπο δημοσιογραφικής κάλυψης, πότε και γιατί παραθέτουν συνέντευξη Τύπου ή γεύμα για όσους καλύπτουν με ρεπορτάζ την ομάδα, πώς λειτουργεί μια αθλητική εφημερίδα, πώς διασταυρώνεται μια είδηση, πότε αποκαλύπτουμε κάτι και πώς κ. ά. Οι περιγραφές των αγώνων είναι σύντομες, με ελάχιστη σχετική ορολογία, κάτι που βοηθάει να παρακολουθήσει κανείς τις εξελίξεις ακόμη κι αν είναι αδαής περί του ποδοσφαίρου, όπως εγώ. Έζησα από κοντά το πόση σημασία έχει μια ομάδα για κάποιον που την ακολουθεί τυφλά και περιμένει Τετάρτες και Κυριακές να τη δει να θριαμβεύει, πόσο μάλλον όταν αυτά συμβαίνουν στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, πάνω απ’ όλα όμως μου άρεσε η συναρπαστική βόλτα στον κόσμο των στοιχημάτων, παράνομων και μη, με τους αντίστοιχους ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά, με τις αποδόσεις, το τζογάρισμα και φυσικά τη χασούρα που συνεπάγεται η ενασχόληση με ένα τέτοιο κύκλωμα.

Την υπόθεση αναλαμβάνουν ταυτόχρονα και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας ο Σωτήρης Παπατριανταφύλλου, δημοσιογράφος αθλητικής εφημερίδας προσκείμενης στον Ολυμπιακό και ο Άλκης Μπαμπαλής, ξεπεσμένος ντετέκτιβ στα όρια του αλκοολισμού, που τον εκδίωξαν από το Σώμα, με όνομα στον κόσμο της νύχτας αλλά δεν έχει κόψει επαφές με την Αστυνομία για πολλούς λόγους. Τα πρωτόγνωρα λάθη στα παιχνίδια κινητοποιούν το προαίσθημα του Παπατριανταφύλλου ότι κάτι κρύβεται από πίσω. Φανατικός Παναθηναϊκός, μισεί τη μοίρα που τον έφερε στον δρόμο του αντίπαλου δέους, αποφασίζει να ψάξει περαιτέρω, βλέποντάς το ως μοναδική ευκαιρία για να αλλάξει την πορεία της καριέρας του. Από την άλλη, ο Μπαμπαλής, «πρώην μπάτσος που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε έναν κόσμο που κάποτε τον είχε για να τον διατάζει» (σελ. 166), προσλαμβάνεται από τον ίδιο τον πρόεδρο του Ολυμπιακού κι αρχίζει τις έρευνες.

Όπως έγραψα και πιο πάνω, το στυλ είναι καθαρά προσωπικό, με επαναλήψεις λέξεων για δημιουργία εντονότερων εικόνων και όχι για πλατειασμό, με ενδιαφέρουσα κλιμάκωση της πλοκής, με μια ματιά που ακροβατεί ανάμεσα στην ειρωνεία για τη χαμηλή υποστάθμη του κόσμου που περιγράφεται (όταν η δράση μεταφέρεται στα καταγώγια της Τρούμπας και της Ομόνοιας) και για τον ξεπεσμό συγκριτικά με τις καλύτερες μέρες του παρελθόντος από τη μια και στο αντικειμενικό ενδιαφέρον του τι θα γίνει παρακάτω και πώς θα λυθεί η βρώμικη αυτή ιστορία από την άλλη. Έχουμε δύο χαρακτήρες με διαφορετικό παρελθόν και τρόπο σκέψης, όμως έτοιμος για αλκοολισμό ο ένας και μόνος και μοναχικός, μετανιωμένος που δε δημιούργησε οικογένεια ο άλλος, και γύρω τους κινούνται εξίσου ενδιαφέροντες συμπρωταγωνιστές, όπως ο Τέλης από την Ασφάλεια που σπάει πλάκα με τις πόρνες και τους αλλοδαπούς ζητιάνους ή μεροκαματιάρηδες, με αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να βρίθει από αντιήρωες. Κι όμως, η συμπάθεια έρχεται αυθόρμητα, ήθελα κάτι καλύτερο για τους περισσότερους, ήθελα να πάρουν μια ανάσα κοινωνικής ευπρέπειας κι ας μην έλυναν ποτέ την υπόθεση, τόση αγάπη κι ενδιαφέρον πηγάζει από μεριάς του συγγραφέα για τους χαρακτήρες που δημιούργησε.

Οι αστυνομικοί, οι προστάτες, οι λαθρέμποροι, οι έμποροι όπλων και οι ναρκοβαρώνοι είναι τα σημαίνοντα πρόσωπα του υποκόσμου. Κύκλωμα παράνομων στοιχημάτων, σαμποτάζ για να χαθεί το πρωτάθλημα, ακόμη και κάτι εντελώς προσωπικό που κινεί τα νήματα όλης αυτής της ιστορίας συγκροτούν ένα αξιοπρεπές ατμοσφαιρικό αστυνομικό μυθιστόρημα, στο οποίο όμως εμφιλοχωρούν με φειδώ απρόσμενες παρομοιώσεις και καλολογικά στοιχεία, δηλαδή μια ματιά πιο «λογοτεχνική», που θα μπορούσε να αναπτυχθεί εξίσου καλά σε ένα άλλο είδος μυθιστορήματος στο οποίο θα περιμένω με χαρά να δοκιμαστεί ο συγγραφέας. Προσέξτε και το βιτριολικό χιούμορ, όπως εδώ: «Αυτή η διαφωνία ενστίκτων έληξε με νικητή το ένστικτο του κυρίου Γάμα. Ο κύριος Βήτα και το ένστικτό του βρέθηκαν πρώτα στο πορτ-μπαγκάζ κλεμμένου αυτοκινήτου και, ύστερα, αυτοκίνητο, κύριος Βήτα και ένστικτο βρέθηκαν στον πάτο του λιμανιού…» (σελ. 84) και εδώ: «…[το] φόραγε κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, από μείον δέκα μέχρι σαράντα βαθμούς, από τη χαρά του Εσκιμώου μέχρι το δάκρυ του δηλαδή» (σελ. 192).

Επίσης, ο συγγραφέας κατάφερε με έξυπνο τρόπο να αφηγηθεί μια ιστορία με ένταση και ανατροπές και αποπροσανατολίζοντάς με εντελώς από τον συνδετικό κρίκο που θα με οδηγούσε στα ίχνη του Κυρίου Χι, ξαναφέρνοντάς τον μπροστά στα μάτια μου σε μια κρίσιμη καμπή της πλοκής, λίγες γραμμές αφότου μου χάρισε τη διερευνητική του ματιά στην ατμόσφαιρα της νυχτερινής Πειραιώς με τα ελαιουργεία και τα φορτηγά ψυγεία. «Πέρασαν τη Ρετσίνα. Στη Ρετσίνα το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν τις κλειστές πόρτες των μηχανουργείων και τις λεύκες. Τις λεύκες που δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν από το να περιμένουν το επόμενο πρωί» (σελ. 252). Τέτοιου είδους εναλλαγές στην αφήγηση δείχνουν καλό χειρισμό της ιστορίας και φυσικά καλή πένα. Εξίσου ενδιαφέρον βρήκα το γεγονός πως οι συνεργάτες του κυρίου Χι που προωθούν τη δράση και τα σατανικά του σχέδια διαδέχονται ο ένας τον άλλον, τα ονόματά τους είναι ένα γράμμα μόνο, ο Άλφα, ο Βήτα, ο Γάμα κλπ. κι επιπλέον ο καθένας τους έχει κι ένα διαφορετικό ελάττωμα: ναρκομανείς, ψυχασθενείς, ίσα για να πραγματοποιήσουν τον σκοπό για τον οποίο προσελήφθησαν. Το τέλος είναι μια καλή ιδέα, ίσως λίγο τραβηγμένη, έκλεισε σωστά όμως την ιστορία, αν και ομολογώ πως δε με άφησε ικανοποιημένο, περίμενα κάτι διαφορετικό.

«Ο κύριος Χι» είναι μια βόλτα στα σκοτεινά στενά του υποκόσμου της Τρούμπας και της Ομόνοιας, μια περιδιάβαση στον κόσμο του ποδοσφαίρου και των χρημάτων που διακυβεύονται σε κάθε αγώνα και με κάθε απόδοση παιχτών και ομάδων και μια ενδιαφέρουσα γνωριμία με δύο διαφορετικούς αντιήρωες που αναλαμβάνουν να λύσουν το αίνιγμα του κυρίου Χι που κρύβεται πίσω απ’ ολ’ αυτά, ο καθένας για τους προσωπικούς του λόγους.

Πάνος Τουρλής