Ο κρυφός μας εαυτός

του Γιώργου Δάμτσιου

Ένας άντρας ξεφυλλίζει ένα περιοδικό πασαλειμμένο με αίμα, γελώντας ανατριχιαστικά όσο στα πόδια του κείτεται το ακέφαλο πτώμα μιας γυναίκας. Ταυτόχρονα, κάποιος ή κάποιοι απάγουν την κόρη γνωστής εισαγγελέως της Θεσσαλονίκης και την κολλητή της φίλη. Τι κοινό έχουν αυτές οι δύο υποθέσεις και πώς μπλέκεται σ’ αυτές ο ντετέκτιβ Τζορτζ Ντόρμερ; Πώς θα έρθει ξανά στην επιφάνεια το βαθιά θαμμένο παρελθόν του και γιατί ξυπνάει ο κρυφός του εαυτός;

Το νέο μυθιστόρημα της σειράς «Ευγενείς Άγριοι» είναι ένα ταξίδι στις κρυφές πτυχές του καθενός μας, στα όρια των αντοχών μας και στο σημείο από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή έτσι και το περάσεις. Με αφορμή τον Μωυσή, έναν άνθρωπο κυριολεκτικά άδειο από αισθήματα, που δρα χωρίς τύψεις και δεύτερες σκέψεις, ξεδιπλώνεται μια περιπέτεια γεμάτη ένταση και αγωνία στους δρόμους και στις περιοχές της Θεσσαλονίκης, κάθε σελίδα της οποίας φέρνει πιο κοντά στον θάνατο δύο αθώες κοπέλες. Η αφήγηση πότε καταγράφει τις εξελίξεις στην υπόθεση της απαγωγής και πότε τα αισθήματα αγωνίας και τρόμου των δύο κοριτσιών που ξύπνησαν δεμένα σε μια μεγάλη δεξαμενή η οποία γεμίζει νερό αργά μα σταθερά. Η αγωνία κλιμακώνεται, κάθε επόμενο βήμα φέρνει τις αντίστοιχες συνέπειες και επηρεάζει τον ψυχισμό όσων εμπλέκονται στην αναζήτηση των κοριτσιών καθώς ο χρόνος τελειώνει. Απρόσμενες καταστάσεις, παραστατική καταγραφή των δρόμων και των περιοχών της Θεσσαλονίκης, εκπλήξεις σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο και ένα ανελέητο κυνήγι ενάντια στον χρόνο με ξενύχτησαν.

Η εισαγγελέας Ισιδώρα Κάσπαρη, που γνωρίσαμε στο «Κάθε μυστικό σου», αναφέρει την απαγωγή της κόρης της, Ματίνας Κοματά, και της στενής της φίλης την επομένη του πάρτι γενεθλίων της πρώτης, στο οποίο ήταν παρών ως φύλακας ο Τζορτζ Ντόρμερ. Η υπόθεση είναι προσωπική; Κι αν ναι, γιατί; Η άτεγκτη δκαστικός μετατρέπεται σταδιακά από αυστηρή και τυπική σε άνθρωπο με αδυναμίες και φοβίες, σε μητέρα που πονάει και αγωνιά. Η προσωπικότητά της τσαλακώνεται και κουρελιάζεται όσο η κόρη της δεν εντοπίζεται κι όσο αυτός που κινεί τα νήματα παίζει μαζί της. Εξίσου διεισδυτικά και παραστατικά περιγράφεται και ο Μωυσής, που συγκεντρώνει όλα τα θετικά και ταυτόχρονα αρνητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της απάθειας, της αδιαφορίας, της ψυχρότητας και της ωμότητας. Το παρατσούκλι του ταιριάζει μοναδικά με το έγκλημα που διέπραξε κι η συμπεριφορά του βάζει σε μεγάλους μπελάδες την ομάδα του Δημήτρη Μαρτέλου που ανέλαβε την υπόθεση καθώς και την εισαγγελέα. Το κίνητρό του είναι τραγικά απλό και ασύλληπτα δύσκολο: θέλει να φτάσει τη δικαιοσύνη στα όριά της, επομένως μήπως οι απαιτήσεις του δεν είναι και τόσο παράλογες; Τελικά έχει μεγαλύτερη σημασία η ανθρώπινη ζωή ή η ελευθερία; Πρόκειται για μια έξυπνη και διαφορετική προσωπικότητα, που ξεφεύγει αρκετά από τους κλισέ κακούς χαρακτήρες.

Έναν χρόνο μετά την υπόθεση του Εξαγνιστή που επιλύθηκε με οδυνηρό τρόπο στο «Κάθε μυστικό σου», συναντάμε ξανά την ανθυπαστυνόμο Άννα Μακροπούλου που έχει διατηρήσει μια τυπική αλλά καλή σχέση με τον Ντόρμερ, βασισμένη στην αμοιβαία εκτίμηση. Η κοπέλα, στην προσπάθειά της να επουλώσει τις πληγές της από το τέλος της προηγούμενης περιπέτειας, εντάχθηκε στην Ειδική Μονάδα Εξιχνίασης Κακουργημάτων (ΕΜΕΚ), «για να μην έχει προσωπική ζωή, για να μην ασχολείται με επίπονες αναμνήσεις». Την ομάδα συγκρότησε ο Αστυνόμος Δημήτρης Μαρτέλος και αποτελείται από ανθρώπους εργασιομανείς, που βάζουν τη δουλειά πάνω απ’ όλα, που δεν έχουν προσωπική ζωή και δεσμεύσεις. Πρόκειται για μια μυστική υπηρεσία-φάντασμα που αναφέρεται απευθείας στον γενικό αστυνομικό διευθυντή της Θεσσαλονίκης. Δουλεύουν παρασκηνιακά και ακατάπαυστα σε υποθέσεις του Ανθρωποκτονιών ή της Αντιτρομοκρατικής με τις οποίες δεν παύουν να συνεργάζονται, απλώς έχουν τη δική τους μεθοδολογία. Πρότυπο για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της δεν είναι άλλη από την Τέταρτη Ομάδα της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας, της οποίας ηγείται η Στέλλα Άνταμς (ένας φόρος τιμής στις περιπέτειες που έχει γράψει η Κική Τσιλιγγερίδου).

Σε αυτό το βιβλίο αρχίζουμε να γνωρίζουμε επιτέλους το παρελθόν του Ντόρμερ, με αφορμή την εμφάνιση της δημοσιογράφου Γεωργίας Παππά. Η γυναίκα ξύπνησε στον ντετέκτιβ αναμνήσεις μιας περασμένης εποχής και το άδοξο τέλος ενός μεγάλου έρωτα. Γιατί όμως η δημοσιογράφος μοιάζει τόσο πολύ με κάτι που ο Ντόρμερ κρατάει μόνο για τον εαυτό του; Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο ιδιωτικός ντετέκτιβ και γιατί κρύβει τα συναισθηματικά του αποθέματα από τους γύρω του; Τα βάσανά του βέβαια δεν τελειώνουν εδώ, μιας και στο τέλος του Δ΄ μέρους υπάρχει μια τόσο μεγάλη έκπληξη που έμεινα άφωνος για αρκετή ώρα. Έτσι, τα πράγματα μπλέκουν όσο ο χρόνος τελειώνει και η αγωνία για την τύχη των κοριτσιών κορυφώνεται, μιας και κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το επόμενο βήμα σε αυτήν την πολύκροτη υπόθεση. Ο Γιώργος Δάμτσιος πράγματι κατάφερε να γράψει ξανά ένα διαφορετικό είδος μυθιστορήματος στο πλαίσιο της σειράς των «Ευγενών Αγρίων». Με χαρά διαπίστωσα πως δε διστάζει να ζωντανέψει συναρπαστικές ιστορίες μεν αλλά με διαφορετικό θεματικό άξονα, εναλλακτικά στυλ αφήγησης (το πρώτο ήταν μια κατασκοπική περιπέτεια, το δεύτερο ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, το τρίτο αποδίδει ρεαλισμό σε μια σχιζοφρενή προσωπικότητα, το παρόν είναι ένα ξεκάθαρο περιπετειώδες θρίλερ στο οποίο εμπλέκονται μια απαγωγή και μια σειρά δολοφονιών) και ταυτόχρονα να ρίχνει άφθονη τροφή για σκέψη στον αναγνώστη χωρίς να μειώνει την ένταση. Ο συγγραφέας, με σεμνότητα αλλά και αχαλίνωτη φαντασία, ρίχνει στη λογοτεχνική κονίστρα όποιον θέλει από το σύμπαν που έχει πλάσει και ταυτόχρονα αλλάζει αφηγηματικό στυλ και οπτικές γωνίες, με τρόπο που δεν έχω προσέξει ως τώρα σε άλλα μυθιστορήματα.

Για παράδειγμα, δείτε πόσο καλοδουλεμένα περιγράφονται τα άφατα συναισθήματα μιας οδυνηρής στιγμής, όπως αυτή της αναγνώρισης ενός πτώματος που δεν ξέρεις αν είναι δικός σου άνθρωπος ή του διπλανού σου: «Έπεσαν ταυτόχρονα στα γόνατα, για να βρεθούν όσο το δυνατόν πιο κοντά στο κεφάλι της νεκρής. Μία μάνα και μία αδερφή, γονατιστές απέναντι στον κλήρο του θανάτου. Γνωρίζονταν μια ολόκληρη ζωή, ήταν αγαπημένες, αλλά μέσα τους τώρα κρυβόταν η ίδια σκοτεινή ευχή: η κραυγή οδύνης να ακουστεί από δίπλα τους. Ειδάλλως θα ξεπηδούσε από μέσα τους» (σελ. 164). Αυτό είναι και ένα από τα «ηθικά μηνύματα» που υπάρχουν στο κείμενο και μου δημιούργησαν σοβαρά διλήμματα: πόσο σημαντική είναι η ζωή των δικών μας ανθρώπων και γιατί είναι νομοτελειακά σωστό να έχουμε μια χαιρεκακία όταν το κακό χτυπάει τη διπλανή μας πόρτα (καλά, ο λαός λέει «αρκούδι στη γειτονιά, θαρθεί και στην πόρτα σου», αλλά δεν είναι της παρούσης). Και πόσο επιδέξια άρχισε να μπαίνει ο φόβος του θανάτου ανάμεσα στις δύο φίλες, που μετατρεπόταν σε πανικό κι αυτός σε μίσος (εσύ φταις που φτάσαμε εδώ, εσύ που είσαι πλούσια και σε βάλαν στο μάτι) και αγώνα για τη ζωή (γιατί να πεθάνω εγώ κι όχι εσύ;) όσο ανέβαινε το νερό.

«Ο Κρυφός μας εαυτός» είναι ένα πολύ καλό σύνολο περιπέτειας και ολοκληρωμένων χαρακτήρων που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη και μέσα από κινηματογραφικούς διαλόγους και σκηνές ξεπηδούν σημαντικά μηνύματα γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις. Κίνητρα και αντικίνητρα, πράξεις και αντίποινα, λογική και ειρμός υπάρχουν σ’ ένα κείμενο που έχει δουλευτεί πολύ για να χαρακτηριστεί απλώς «περιπέτεια» και όλα δείχνουν πως ο συγγραφέας συνεχίζει να ακολουθεί τον δρόμο στον οποίο τον καλούν οι χαρακτήρες του, ο καθένας εκ των οποίων έχει μια ενδιαφέρουσα και μελετημένη προσωπικότητα, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι. Γιατί: «Ο κρυφός μας εαυτός συνυπάρχει με αυτόν που αντικρίζουν καθημερινά οι άνθρωποι που μας περιτριγυρίζουν. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας και βρίσκεται κάπου ανάμεσα σ’ εμάς και τις σκιές μας, σαν αν είναι ταυτόχρονα υλικός και άυλος μαζί…είναι τρομερά επικίνδυνος. Συσσωρεύει την κακία μας. Και αλίμονό μας αν ξαφνικά πάρει τα ηνία της ύπαρξής μας…» (σελ. 278).

Πάνος Τουρλής