Ο δρόμος της πεταλούδας

της Γερακίνας Μπουρίκα

Η Μαρουσώ και η Μαργαρίτα είναι δυο κορίτσια που το έσκασαν από τα σπίτια τους. Η μια δραπέτευσε από μια σκληρή ζωή, η άλλη κατέφυγε στα ναρκωτικά για να ξεχάσει την οικογενειακή της τραγωδία. Ανάμεσά τους, η κούκλα που βάφτισαν Μα-Μα από τα αρχικά των ονομάτων τους μα και από τη μάνα που τόσο τους λείπει! Θα καταφέρουν ν’ ανοίξουν τα φτερά τους σαν πεταλούδες ή θα έρθουν πολύ κοντά στο φως που βλέπουν και θα καούν;

Το νέο μυθιστόρημα της Γερακίνας Μπουρίκα είναι γεμάτο συναισθήματα, ανατροπές και ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Ο χειρισμός της πλοκής είναι έξυπνος και καταγράφει μια ιστορία που διαπιστώνουμε όσο πλησιάζουμε προς το τέλος πως έχει κι άλλες παραμέτρους και αφανείς ήρωες που συμπληρώνουν αναπάντεχα μα σωστά τη ροή των γεγονότων. Όλα ξεκινάνε μια νύχτα του 1980, όπου η Μαρουσώ, που μεγαλώνει μόνη με τον μέθυσο πατέρα της, βλέπει τη ζωή της ν’ αλλάζει μέσα σε μια νύχτα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπει το χωριό της και την κόλαση στην οποία είχε ριχτεί και να καταφεύγει στην Αθήνα. Αρχίζει σταδιακά να ακολουθεί έναν δρόμο γεμάτο εκπλήξεις και κακοτοπιές, έχοντας στο πλάι της τη Μαργαρίτα που βρίσκει όμως τον παράδεισό της στα ναρκωτικά. Η ιστορία προχωράει κι άλλο για να γνωρίσουμε μια γυναίκα παγιδευμένη σ’ έναν γάμο που κουβαλάει τα δικά της θανάσιμα μυστικά από ένα παρελθόν που είναι καλύτερα να μείνει κρυμμένο. Τι ενώνει αυτές τις γυναίκες; Έρωτας, αγάπη, αυταπάρνηση, δύναμη, προδοσία, ελπίδες, όνειρα τυλίγουν ζεστά το κείμενο και δημιουργούν μια ιστορία που ξεφεύγει από τα στερεότυπα ενός μυθιστορήματος.

Οι εξελίξεις είναι αναπάντεχες, οι χαρακτήρες αλληλοεπιδρούν απρόσμενα μεταξύ τους, η πλοκή πάει από το ένα σημείο στο άλλο και δένεται με αξιέπαινο τρόπο. Υπάρχουν κι εδώ περιστατικά που συναντάει κανείς σε πολλά μυθιστορήματα, η συγγραφέας όμως τα παίρνει και τα προσαρμόζει στα δικά της μέτρα, κάνοντας έτσι το βιβλίο να διέπεται από φρεσκάδα, πρωτοτυπία και φυσικά σασπένς, μιας και κανείς δεν ξέρει τι έρχεται μετά. Οι προτάσεις είναι μεγάλες, χορταστικές και ζωντανεύουν τις σκηνές χωρίς περιττολογίες, οι διάλογοι λιτοί, οι χαρακτήρες έχουν ολοκληρωμένο παρελθόν που τους επηρεάζει στις τωρινές τους πράξεις κι έτσι το μυθιστόρημα κυλάει σα νερό, χαρίζοντας ρεαλιστικές εικόνες και έντονα συναισθήματα. Φυσικά, στις σκληρές και δύσκολες στιγμές οι μεταφορές είναι καλοδεχούμενες: «Ήταν η τέταρτη ημέρα του Μαΐου, όταν, κόντρα στην άνοιξη, μολυβένια σύννεφα, που είχαν χάσει την υπομονή τους κόβοντας βαρετές βόλτες στον ουρανό, μεταμορφωμένα πλέον σε νεροποντή όρμησαν να πλημμυρίσουν τους δρόμους της μεγαλούπολης» (σελ. 131).

Η συγγραφέας παρατηρεί τα πάντα κι έχει μια πρωτόγνωρη δύναμη στις λέξεις της, οπότε καταφέρνει με ρεαλισμό και με τρυφερά λόγια να καταγράφει όχι μόνο τις πράξεις αλλά και τις σκέψεις των χαρακτήρων της (διαβάστε τη σκηνή του θηλασμού στις σελίδες 95 και 96). Δε γίνεται να μη δακρύσεις όταν για παράδειγμα ένα πλάσμα που μεγαλώνει χωρίς τις σχετικές αναμνήσεις αναζητάει τη μυρωδιά της μάνας της σε ξένες αγκαλιές: «Κανέλα και γαρύφαλλο μύριζαν τα μαλλιά της κυρίας Ειρήνης την ώρα που τους καλοδέχτηκε, κι εκείνη είχε μεθύσει από αυτό το άρωμα. Έτσι μυρίζουν οι μαμάδες; Είχε αναρωτηθεί η κοπέλα σχεδόν μαγεμένη από εκείνη, παίρνοντας βαθιές αχόρταγες ανάσες» (σελ. 159). Φυσικά και μέσα σε αυτήν την περίπλοκη ζωή θα στραφεί κάποιος προς τον Θεό ή θα αναρωτηθεί γιατί αφήνει Εκείνος να συμβαίνουν τέτοιες δυσκολίες, η ματιά όμως είναι διακριτική και σεβαστική απέναντι στον Δημιουργό και το ποίμνιο που οδηγεί σύμφωνα με τα δικά Του μύχια σχέδια.

Δεν είναι εύκολη η ζωή της Μαρουσώς, που δεν παύει να υφίσταται ψυχολογική κακοποίηση από τον πατέρα της. «Ο άνθρωπος είναι ικανός να κάνει πράξη τις πιο σκοτεινές του σκέψεις, αρκεί να του δοθεί η αφορμή για να τις δικαιολογήσει» (σελ. 54). Επομένως, όταν ο γονιός σού κάνει τη ζωή κόλαση και οι γείτονες κάνουν πως δεν ακούν, τι άλλο πια να περιμένεις; Πώς μπόρεσαν άραγε να επιβιώσουν όλες αυτές οι γυναίκες της σιωπηλής επαρχίας (και όχι μόνο) τότε αλλά και τώρα; «Χαζές είναι οι άλλες και δεν μιλάνε; Σεβαστικές είναι απέναντι στους γονιούς τους και δεν τους κάνουν βούκινο στις ρούγες» (σελ. 85). Και ξαφνικά ένα βράδυ: «Όταν γεννιέται ένας σεισμός και ταράζει τα έγκατα της γης, η γη υποφέρει μα συνεχίζει να κινείται. Εγώ είχα μείνει ακίνητη. Για πάντα θαρρώ» (σελ. 58).

Μακάρι να μπορούσα να γράψω περισσότερα βασισμένος στα επιμέρους γεγονότα του βιβλίου, θα τονίσω απλώς πως ξεκινάμε από αλλού και καταλήγουμε αλλού, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαρκής ένταση και αγωνία, πληθώρα συναισθημάτων, αληθοφάνεια και μέτρο, χωρίς υπερβολές ή βιαστικές κινήσεις. Παραδέχομαι μάλιστα πως δε δίστασα σε ένα δυο σημεία να κλάψω γεμάτος οργή για την αδικία στη ζωή μιας ευτυχισμένης κοπέλας και για τις λανθασμένες κατ’ εμέ αντιδράσεις της μετέπειτα. Λίγες φορές ένιωσα τόσο δεμένος με χαρακτήρα βιβλίου σε σημείο που να θέλω να την προφυλάξω από το κακό και το άδικο, όπως έγινε εδώ. «Ο δρόμος της πεταλούδας» είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, αφιερωμένο στην καταπιεσμένη γυναίκα και στη δύναμη του έρωτα, που θα βρει τον τρόπο να παρακάμψει τα εμπόδια και να τρυπώσει στη ζωή όσων έβαλε στο μάτι, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν αλλάξουν τα δεδομένα των ζωών. Γραμμένο με ιδιαίτερο και εντελώς προσωπικό στυλ, μου χάρισε αξέχαστες στιγμές και με βοήθησε να γεμίσω δύναμη και αισιοδοξία.

Πάνος Τουρλής