Ο γάτος που έσωζε βιβλία

του Sosuke Natsukawa

Ο Ριντάρο Νατσούκι είναι ένας εσωστρεφής έφηβος, ένας κλασικός χικικομόρι (στην Ιαπωνία, έτσι αποκαλούνται οι άνθρωποι που αποφασίζουν να κλειστούν στο σπίτι και να μην ξαναμιλήσουν σε άλλον, απομονωμένοι απ’ όλους κι απ’ όλα), που δεν είναι και από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου. Αναβλητικός, αναποφάσιστος, αγχώδης, τώρα που πέθανε ο παππούς του, ο μόνος άνθρωπος από την οικογένειά του που τον μεγάλωσε, έχει να διαχειριστεί το πένθος του, τη μεγάλη αίσθηση απώλειας και κενού αλλά και το παλαιοβιβλιοπωλείο που του κληρονόμησε. Πώς θα καταφέρει να τα συνδυάσει όλα αυτά και ταυτόχρονα να πολεμήσει τις ανασφάλειές του; Τι ρόλο θα παίξει ένας μυστηριώδης τιγρέ γάτος που εμφανίζεται ξαφνικά και τον οδηγεί σε τέσσερις δοκιμασίες;

Ο Sosuke Natsukawa έγραψε ένα δυνατό, υπέροχο και ανατρεπτικό μυθιστόρημα βιβλιοφιλίας και ταυτόχρονα αυτογνωσίας. Οι μάχες που καλείται ο μικρός ήρωας να δώσει μαζί με τον τιγρέ γάτο αφορούν τον κόσμο του βιβλίου, των εκδόσεων, των αναγνωστών. Θα έρθει αντιμέτωπος με χαρακτήρες που δεν περίμενε και θα δει περιπτώσεις που δε συνάδουν με τα θετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανάγνωσης. Η απρόσμενη επίσκεψη από τον πορτοκαλή γάτο ονόματι Τίγρη που ζητάει τη βοήθειά του για να βρουν βιβλία που έχουν φυλακιστεί είναι η αρχή για ένα συναρπαστικό και αναπάντεχο ταξίδι. Η φίλη και συμμαθήτρια του Ριντάρο, Σάγιο Γιουζούκι, που ανησυχεί πραγματικά για κείνον, θα σταθεί στο πλάι του και θα τον βοηθήσει με απρόσμενο τρόπο. Το απλό και λιτό λεξιλόγιο και το γεμάτο νοήματα και ευφάνταστους παραλληλισμούς κείμενο συγκροτούν ένα απολαυστικό μυθιστόρημα που βάζει σε σκέψεις, καταγράφει τα κακώς κείμενα στον εκδοτικό και βιβλιοφιλικό χώρο και προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη.

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ιαπωνικού πολιτισμού (όπως οι πύλες γακιμόν, ο ειδικός χώρος υποδοχής γκενκάν, οι χάρτινες πόρτες φουσούμα κ. π. ά.), τα ιδεογράμματα της ιαπωνικής γλώσσας, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, η φύση του νησιού (ακακίες, φροντισμένοι κήποι, δαμασκηνιές, κληματίδες, κερασιές) στολίζουν το κείμενο και δημιουργούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά φόντα στο πλαίσιο των οποίων διαδραματίζεται η καθαυτή δράση. Ρομέν Ρολάν, Μαρσέλ Προυστ, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί, Αλέξανδρος Δουμάς, Φρίντριχ Νίτσε («…τον προβάρουν σαν να πρόκειται για μοδάτο παλτό»), Τζέιμς Μπόζγουελ, Οσάμου Νταζάι, Μπενζαμέν Κονστάν και χιλιάδες άλλα περισσότερο ή λιγότερο γνωστά ονόματα από τον χώρο της λογοτεχνίας και των επιστημών τοποθετούνται σε καίρια σημεία της αφήγησης κι εμπλουτίζουν τις μάχες που έχει να δώσει ο πρωταγωνιστής με άτομα που αγαπούν τα βιβλία με τον δικό τους, όχι απαραίτητα θετικό, τρόπο. Οι δοκιμασίες θυμίζουν παραφροσύνη αλλά η βασική ιδέα της κάθε μίας είναι το κέντρισμα μιας αλήθειας που θα οδηγήσει σε σκέψεις, αλλαγές, προβληματισμούς και ευφάνταστες περιπέτειες.

Ο φυλακιστής διαβάζει ακατάπαυστα αλλά τα βιβλία του είναι κλειδωμένα με λουκέτα σε αστραφτερές, διαφανείς βιτρίνες. Γιατί να μετράμε τα βιβλία που διαβάζουμε και γιατί να τα κρατάμε στα ράφια μας; Με τη μία και μοναδική ανάγνωση επιτέλεσαν τον ρόλο τους και τώρα καμαρώνουν από σκονισμένα ράφια ή τους οφείλουμε κι άλλες αναγνώσεις; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ αναγνώστη και κατόχου; Τα βιβλία πρέπει να παραμένουν του κουτιού ή να αποκτούν τσακίσεις, γραμμές, αλλοιώσεις ώστε να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του κατόχου τους; («Αν δεν ανοιχτεί, ένα βιβλίο που κατέχει την τρομερή δύναμη μιας επικής ιστορίας είναι απλώς χαρτομάνι. Αλλά το βιβλίο που έχει δεχτεί φροντίδα κι αγάπη, που έχει γεμίσει με ανθρώπινες σκέψεις, έχει προικιστεί με ψυχή», σελ. 146). Τα πολλά βιβλία δίνουν και περισσότερο κύρος; Από την άλλη, ο ακρωτηριαστής συλλέγει βιβλία αλλά τα κακομεταχειρίζεται φριχτά. Τι είναι η ταχυανάγνωση και πόση αξία έχει να μάθει ο κόσμος να διαβάζει πιο γρήγορα; Ποιες είναι οι τεχνικές ταχείας ανάγνωσης; Είναι απαραίτητες ή μήπως ακρωτηριάζουν και υποβιβάζουν την ουσία του ίδιου του βιβλίου; «Βιασύνη σημαίνει ότι σου ξεφεύγουν ένα σωρό πράγματα» (σελ. 84). Τέλος, ο πωλητής αντιμετωπίζει τα βιβλία ως αναλώσιμο αγαθό, εκδίδει «βιβλία που πουλάνε». «Τυπώνουμε τα βιβλία που θέλει η κοινωνία» (σελ. 121), υποστηρίζει. «Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα βιβλία που εκτιμάς και σ’ εκείνα που θέλει η υπόλοιπη κοινωνία», λέει στον έκπληκτο Ριντάρο και συνεχίζει: «Ξέρεις τι ψάχνουν οι περισσότεροι αναγνώστες σε ένα βιβλίο; Κάτι εύκολο, φτηνό και συναρπαστικό» και ακόμη χειρότερα: «Ο κόσμος είναι κουρασμένος από τη ζωή. Το μόνο που θέλει είναι είτε διέγερση είτε γιατρειά» (σελ. 122-123). Μήπως όμως εκτός από την εμπορική υπάρχει και η συναισθηματική αξία του βιβλίου; Ποιο από τα δύο είναι ισχυρότερο; Πώς μπορεί κάποιος που χρησιμοποιεί τους χάρτινους φίλους ως αντικείμενο προς πώληση να αλλάξει γνώμη; Ποια οπτική γωνία θα τον βοηθήσει ν’ αλλάξει γνώμη; Πώς επηρεάζει η «υπακοή» των εκδοτών στις επιθυμίες του κοινού την πολυφωνία στον εκδοτικό χώρο, τις διαφορετικές αναγνωστικές προκλήσεις, ακόμη και την πνευματική καλλιέργεια των αναγνωστών; Αυτό είναι για μένα το καλύτερο επιχείρημα επ’ αυτού: «Αν σου φαίνεται δύσκολο, σημαίνει ότι περιέχει κάτι που σου φαίνεται πρωτόγνωρο. Κάθε δύσκολο βιβλίο μάς προσφέρει μια ολοκαίνουργια πρόκληση» (σελ. 179).

Σε όλες αυτές τις διχογνωμίες που έχει να αντιμετωπίσει ο νεαρός ήρωας αντιδιαστέλλεται η καλλιέργεια και η αγάπη που του έχει ήδη ενφυσήσει ο παππούς του, ένας σοφός άνθρωπος. «Τα βιβλία έχουν τρομερή δύναμη», υποστήριζε. Γιατί άφησε το πανεπιστήμιο και άνοιξε το μαγαζί; Σε τι προσέβλεπε; Ποια ήταν τα σχέδιά του, τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του; Πώς θα βοηθήσει έστω και μετά θάνατον τον εγγονό του να εντρυφήσει περισσότερο και βαθύτερα στον κόσμο των βιβλίων και στον πραγματικό τους ρόλο στη ζωή; «Το διάβασμα δεν είναι μόνο απόλαυση ή διασκέδαση. Καμιά φορά πρέπει να περιεργαστείς τις ίδιες αράδες σε βάθος, να ξαναδιαβάσεις κάμποσες φορές τις ίδιες προτάσεις… προχωράς με οδυνηρή βραδύτητα. Και το αποτέλεσμα όλου αυτού του σκληρού μόχθου και της προσεκτικής μελέτης είναι ότι… το οπτικό πεδίο σου διευρύνεται» (σελ. 82-83). Πρέπει να ανεβαίνεις μοχθώντας το βουνό της ανάγνωσης για να το απολαύσεις, τονίζει ξανά και ξανά. «Δεν είναι αλήθεια ότι όσο περισσότερο διαβάζεις τόσο περισσότερο γνωρίζεις τον κόσμο. Όση γνώση και να στριμώξεις στο κεφάλι σου, αν δε σκέφτεσαι ανεξάρτητα, αν δεν πατάς στα πόδια σου, η γνώση που αποκτάς θα είναι πάντα κούφια και δανεική» (σελ. 43).

Ποια ακριβώς δύναμη κατέχουν λοιπόν τα βιβλία; Η χαρά τού να μαθαίνεις πράγματα και το να βλέπεις τις καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο είναι κάτι το συναρπαστικό, υπάρχει όμως κάτι σημαντικότερο από αυτά που να δίνει και τη δύναμη στα βιβλία; Πώς συνδέονται αυτά με τα ανθρώπινα αισθήματα, το νοιάξιμο, τη δοτικότητα, την αγάπη; Πώς αυτή η δύναμη έχει περισσότερο χώρο για εφαρμογή στον σημερινό κόσμο, όπου το αυτονόητο δεν είναι πλέον αυτονόητο, όπου οι άνθρωποι ρωτάνε γιατί δεν πρέπει να πληγώσουν τον άλλον, γιατί να μην τον φοβίσουν ή να μη τον εκμεταλλευτούν; Επιπλέον, σε προσωπικό επίπεδο, το μυθιστόρημα απαντάει σε ερωτήσεις όπως: «Πώς μπορώ να πάω μπροστά αν δεν πιστεύω στον εαυτό μου» κ. ά. Οι περιπέτειες του Ριντάρο Νατσούκι είναι απρόσμενες, συναρπαστικές, γεμάτες εκπλήξεις και δοσμένες μ’ έναν τρόπο που με κράτησε ως την τελευταία σελίδα και την πιο δύσκολη δοκιμασία απ’ όλες!

Πάνος Τουρλής