Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα

του Roberto Vechhioni

Τι συμβαίνει στην πόλη του Σελινούντα; Γιατί οι άνθρωποι έπαψαν να μιλούν και να βρίσκουν ακριβή νοήματα στις λέξεις; Τι σχέση έχει με αυτό η άφιξη ενός απρόσιτου και περίεργου βιβλιοπώλη αρκετά χρόνια πριν; Τι το ξεχωριστό είχε αυτός ο άνθρωπος και γιατί τον είχαν αποπάρει οι κάτοικοι; Πώς συνδέεται το παραμύθι του Αυλητή του Χάμελιν με την εξέλιξη της πλοκής;

Είμαστε στον Σελινούντα ή μάλλον σε μια πόλη χωρίς όνομα γιατί σήμερα οι κάτοικοί της δεν επικοινωνούν με λόγια αλλά με κώδικες απλούς και σύνθετους, με σύμβολα ανάμικτα με χειρονομίες. Δε βγαίνουν από την πόλη γιατί ντρέπονται και γιατί νιώθουν πως δε θα καταφέρουν να συνεννοηθούν με τον υπόλοιπο κόσμο. Είκοσι ή τριάντα βασικά ρήματα μπορούν και τα θυμούνται και τα χρησιμοποιούν σωστά αλλά χωρίς παραλλαγές ή αποχρώσεις, όπως π. χ. το ρήμα «αγαπώ» που έχει για όλους ένα και μοναδικό νόημα.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανήκει στον Νικολίνο, έναν χαρακτήρα που εμφανίζεται και στη ζωή του συγγραφέα του βιβλίου στον ευφάνταστο Πρόλογο που μας προετοιμάζει για το κείμενο της αλληγορίας. Ο πρωταγωνιστής αμέσως ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους: «Εγώ όμως είμαι σώος και δεν κινδυνεύω. Εγώ γνωρίζω τις λέξεις και τις αποχρώσεις τους και βρίσκομαι σε αναμονή. Εν τω μεταξύ διηγούμαι» (σελ. 31). Ο Νικολίνο αγαπά την Πρίμουλα: «…δεν μπορεί όμως να απελευθερώσει, όσο κι αν θα ‘θελε, τον χείμαρρο των συναισθημάτων που κλείνει μέσα της» (σελ. 37). Ο Νικολίνο, χρόνια πριν, ήταν ένα 13χρονο αγόρι που αδιαφορούσε για τα μαθήματα, έπαιζε όλη μέρα με τους φίλους του, προβλημάτιζε τους γονείς του, λάτρευε τον θείο Νέστορα κι ήταν όλα φυσιολογικά, ώσπου γνώρισε τον καινούργιο βιβλιοπώλη, έναν κακάσχημο και απόμακρο άντρα. Δεν τα πουλάει τα βιβλία, μόνο τα διαβάζει, άκουσον, άκουσον! Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που δεν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις το νόημα της ανάγνωσης αλλά περιπλανιέσαι εντός της! Τι θα απογίνει όμως αυτός ο άντρας και πώς θα επηρεάσει το μέλλον της πόλης που του δείχνει ξεκάθαρα την εχθρότητά της;

Πρόκειται για μια μυστηριώδη ιστορία, μια αλληγορία για τη δύναμη, τη σημασία και τον ρόλο των λέξεων στην καθημερινότητά μας, που διαδραματίζεται στον Σελινούντα, μια πόλη που ζει το σήμερα προσπερνώντας ή πατώντας πάνω σε αρχαία ερείπια της πλούσιας ιστορίας της. Το κείμενο έχει πολλές αναγνώσεις και αρκετά σημεία που με ταξίδεψαν στη μαγεία των λέξεων και στη σημασία της λογοτεχνικότητας στη ζωή μας. Χάρη στο βιβλίο αυτό κατάλαβα πως οι λέξεις δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες ούτε να προσπερνώνται: «Οι λέξεις είναι αντικείμενα. Εμείς διαστρεβλώσαμε το νόημά τους μέσα στον χρόνο, ή μάλλον τις αποδυναμώσαμε και σιγά σιγά τις καταντήσαμε σε κάτι διαφορετικό από τη φύση τους. Κυρίως όμως τις παρατήσαμε και τις παρατηρούμε πια ακίνητες, σαν αστέρια άχρηστα, φυτεμένα στον ουρανό» (σελ. 13). Μάλιστα: «Μιλούμε για να αισθανόμαστε ζωντανοί, λες κι ο θάνατος, το τέλος, φοβάται και κρατιέται μακριά από έναν άνθρωπο που διηγείται και διεγείρει συναισθήματα» (σελ. 14).

Άλλο ένα υπέροχο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι το γεγονός πως τα αποσπάσματα που διαβάζει ο βιβλιοπώλης (Σοφοκλής, Σαίξπηρ, Δάντης κ. π. ά.) δένονται απρόσμενα με τη ροή της αφήγησης, κάνοντας το ταξίδι στην ανάγνωση του βιβλίου μαγικό. Άλλωστε, τι είναι η λογοτεχνία; «…όλα τα λόγια που έχουνε γραφτεί απ’ τους ανθρώπους έχουνε ρίζα σε κάποιον έρωτα παράφορο, σε έρωτα δίχως ανταπόκριση. Είναι ένα βιαστικό κι αβέβαιο ημερολόγιο γραμμένο στο ποδάρι, ο χρόνος είναι λιγοστός. Είναι η μακροσκελής αυτοαναφορά που κρατάμε για την ώρα του Θεού, ώστε να μη φτάσουμε με τα χέρια αδειανά στο ραντεβού μαζί Του» (σελ. 122).

«Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα» είναι μια τρυφερή αλληγορία κι ένα εξαίσιο δείγμα σουρεαλισμού, ένα κείμενο με το οποίο τονίζεται η δύναμη των λέξεων και η αξία της λογοτεχνίας στον ψυχισμό και τη νοοτροπία μας.

Πάνος Τουρλής