Να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε

του Βαγγέλη Μαργιωρή

Η Αθηνά είναι σύζυγος και μητέρα. Από τα χέρια της περνάνε όλα. Είναι είκοσι χρόνια παντρεμένη με τον Θανάση κι έχουν αποκτήσει την Ελένη. Απαρτίζουν μια φυσιολογική οικογένεια, με τις δυσκολίες, τις χαρές, τα προβλήματα, τις ανασφάλειες που μας κατατρύχουν όλους σήμερα. Τους παρακολουθούμε από τη στιγμή που αποφασίζουν να κάνουν παιδί ως την εφηβεία της Ελενίτσας. Άνθρωποι κυριολεκτικά της διπλανής πόρτας που ζωντανεύουν μέσα από μια σαρωτική χιουμοριστική ματιά η οποία ενώ δεν αφήνει τίποτα όρθιο, ταυτόχρονα προβληματίζει.

Ο Βαγγέλης Μαργιωρής έγραψε ένα δυνατό, μεστό κοινωνικό και χιουμοριστικό μυθιστόρημα. Πεθερικά, κολλητές και κολλητοί, συμμαθητές, φίλοι, γνωστοί, αφεντικά, περαστικοί, επισκέπτες μπαινοβγαίνουν στις ζωές της οικογένειας και δημιουργούν ένα αστείο σύμπαν γεμάτο αντιθέσεις και ποικιλίες. Κάθε σελίδα ήταν και μία έκπληξη, κάθε κεφάλαιο άλλη μία πρόκληση να μείνουν τα μυαλά της Αθηνάς (βασικά) στη θέση τους και οι συνομιλητές της ζωντανοί. Δεν ήξερα από πού θα μου ερχόταν κάθε φορά! Μαρία και Στέλλα, οι κολλητές της Αθηνάς («η μόνη σανίδα λογικής σ’ ένα πέλαγος παράνοιας», σελ. 14), Παναγιώτα, η μαμά της Αθηνάς, που στα γεράματα την άφησε ο άντρας της για μιαν άλλη οπότε γαντζώθηκε στην κόρη της, την οποία πρήζει επισταμένως, Βίβιαν ή Παρασκευή, το αφεντικό της Αθηνάς, γνωστή και ως «η Εντίθ Πιαφ των Άνω Πετραλώνων», γαλλομαθής και γαλλοβαρεμένη, Δημήτρης, Γιάννης και Αλέκος, οι κολλητοί του Θανάση, επίσης βίος και πολιτεία, εκ των οποίων ο δεύτερος εξαφανίστηκε μετά τον γάμο («Η Αντιγόνη… τον αποστείρωσε, τον απεντόμωσε και τον μάντρωσε», σελ. 26), η μάνα του Θανάση, δεινή μαγείρισσα («… η γυναίκα που έχει αναγάγει τη μαγειρική σε καθαρτικό ταχείας δράσης…», σελ. 97) και πολλοί άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός, συγκροτούν ένα καταπληκτικό παζλ κωμικοτραγικών περιστατικών, μέσα από τα οποία όμως ταυτόχρονα ωριμάζουν, προχωράνε παρακάτω, εξελίσσονται (λέμε τώρα).

Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Αθηνάς, στην οποία παρεμβαίνει κατά καιρούς και ο Θανάσης, δίνοντας άλλη οπτική στα γεγονότα και εκνευρίζοντας ακόμη περισσότερο τη γυναίκα του, μπαίνουμε στην καρδιά των γεγονότων και βαθιά στην ψυχολογία κυρίως εκείνης, χωρίς όμως να παραγκωνίζεται κανένα από τα άλλα πρόσωπα. Πώς μεγάλωσε λοιπόν η Ελενίτσα, πώς επηρέασε η άφιξη και η ανατροφή της τη σχέση των γονιών της μεταξύ τους, με τον κοινωνικό τους περίγυρο, μ’ εκείνη; Ο διαχωρισμός του μυθιστορήματος σε περιόδους είναι άκρως ευφάνταστος και βοηθάει ακόμη περισσότερο την ανάγνωση: Ροζ περίοδος η εγκυμοσύνη, Ζόμπι-Περίοδος ο πρώτος χρόνος με το άστατο ωράριο του μωρού και τον Θανάση να διαβάζει διασκευασμένα τα κλασικά παραμύθια («Η Χιονάτη και τα εφτά κόκκινα πρωταθλήματα» π. χ.) για να κοιμήσει το παιδί, η Περίοδος Συσσώρευσης Πληροφοριών με τα πολλά, βαρετά και σχεδόν άχρηστα μαθήματα του σχολείου, τουλάχιστον έτσι όπως διδάσκονται, η Ηλεκτρονική εποχή, όπου ένα σατανικό σχέδιο εξυφαίνεται για να γίνει πουρές ο μπαμπάς και η Ελενίτσα να αποκτήσει κινητό, η Περίοδος της Χειραφέτησης και πολλές άλλες.

Άφθονες ξεκαρδιστικές οικογενειακές στιγμές: «Απόγευμα Τρίτης, εγώ σιδερώνω στο σαλόνι… ο Θανάσης δίπλα μου με βοηθούσε κάνοντας ησυχία» (σελ. 99). Ο άντρας της Αθηνάς, κολλημένος με το ποδόσφαιρο, αργεί να επιστρέψει στο παρόν όταν τελειώνει το ματς: «Βλέμμα κενό, οι νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου προσπαθούν να ενώσουν τα διαθέσιμα στοιχεία και τέλος γουρλωμένα μάτια» (σελ. 235). Καβγάδες και συμφιλίωση, έρωτες και πονοκέφαλος, εγωισμοί και υποχωρήσεις, ένα παιδί μες στη μέση, αρκετά πρωθύστερα χωρίς να χανόμαστε όμως στον ειρμό της αφήγησης, εναλλαγές πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων, πλούσιο λεξιλόγιο, πολυεπίπεδη πλοκή, έξυπνες ατάκες, άφθαστος ρεαλισμός, καταιγιστική δράση πάντα με φρέσκα και απρόσμενα περιστατικά, που έφτασα σε σημείο να αναρωτιέμαι πού έβρισκε ο συγγραφέας τόση έμπνευση. Φυλετικά, κοινωνικά και οικογενειακά στερεότυπα, για τα οποία όλοι γνωρίζουμε και κάποια ίσως άθελά μας αναπαράγουμε, παρουσιασμένα με ξεκαρδιστικό ύφος που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Μικρά και μεγάλα γεγονότα, γκρίνιες και τσακωμοί, αγάπες κι αγκαλιές, ένα δύσκολο παιδί που παιδεύει τους ήδη κουρασμένους γονείς του, εγκυμοσύνη, θηλασμός, περπάτημα, πρώτα λόγια, σχολείο, παιδικά πάρτι, συναναστροφές με γονείς φίλων της κόρης, οι φιλενάδες της εφηβείας, τα πρώτα αγόρια, με τον πατέρα να τρέχει κρυφά από πίσω εν είδει ντετέκτιβ να προσέχει το παιδί του, η πενταήμερη! Μα τι ωραίες στιγμές που ζουν: «Να μαγειρέψω για την επόμενη μέρα, να βάλω κανένα πλυντήριο… και τέλος να σωριαστώ στον καναπέ ή στο κρεβάτι ή και στο πάτωμα εν ανάγκη αν δεν προλάβαινα να φτάσω σε κανένα από τα δύο» (σελ. 251)… «Άνοιγε ο Θανάσης ευτυχής την τηλεόραση και ξεκινούσε ο μαραθώνιος με τις αθλητικές μεταδόσεις… Το βράδυ πια, χαλαρός, ξεκούραστος και κεφάτος, ερχόταν να με βρει όπου είχα σωριαστεί» (σελ. 253).

Μου έκανε εντύπωση πάντως που, ενώ διάβαζα όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένεια του Θανάση και της Μαρίας αντικατοπτρίζοντας περιστιατικά δικά μου ή φίλων μου, δεν μπορούσα να προσπεράσω ούτε μία σειρά. Είναι τόσο πυκνογραμμένο το κείμενο και τόσο πολλά τα γεγονότα που μπορεί να συμβούν σε ένα και μόνο κεφάλαιο που δεν προλάβαινα να σηκώσω κεφάλι. Πολλά βιβλία που ανήκουν στην κατηγορία του χιούμορ έχουν επιφανειακή και ρηχή γραφή, αναλώνονται σε περιττούς μονολεκτικούς διαλόγους και γεμίζουν σελίδες επί σελίδων προσπαθώντας να βγάλουν γέλιο εκ του προχείρου, εδώ όμως ο Βαγγέλης Μαργιωρής έχει δουλέψει σκληρά. Υπάρχουν κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, υπάρχουν αντεγκλήσεις μεταξύ των χαρακτήρων, υπάρχουν επιχειρήματα που καταρρίπτονται (ακόμη και με τη χρήση του μπωλ με τον κιμά για τα μπιφτέκια εν είδει καπέλου) ή γίνονται αποδεκτά, υπάρχουν έξυπνες ανατροπές μα πάνω απ’ όλα υπάρχει σεβασμός και προς τον αναγνώστη και προς τους χαρακτήρες. Στα περισσότερα του είδους λοιπόν έχουμε έλλειψη κατανόησης και ικανοποίησης, βιασύνες, ακρότητες, μούτες και μορφασμούς λεκτικούς και εκφραστικούς κι ένα χάος από στερεότυπα που πρέπει να δημιουργήσουν ένα αστείο ντε και σώνει βιβλίο. Όχι όμως όταν είσαι ο Βαγγέλης Μαργιωρής κι η πένα σου αποδεδειγμένα δημιουργεί αξέχαστες οικείες καταστάσεις, ελαφρύνοντάς τες με γέλιο αλλά χωρίς να παύει να τις παρουσιάζει με τέτοιο ρεαλισμό και τέτοια τέχνη που σπάνια έχω συναντήσει ως τώρα. Ναι, αυτό έγραψα, γέλιο, αβίαστο, φρέσκο, πρωτότυπο, καλοδουλεμένο, με ατάκες που δεν ξεχνιούνται εύκολα, αν κάποιος όμως δει για λίγο πίσω από τις γραμμές θα διαπιστώσει πως οι γονείς και το παιδί, σε λιγότερο βαθμό οι γύρω τους λόγω του ρόλου που παίζουν στις ζωές τους, είναι άνθρωποι που λες πως φτιάχτηκαν από σάρκα και οστά, βιώνοντας καταστάσεις που μας φέρνουν αντιμέτωπους με φυσιολογικές φοβίες: ωρίμανση, μοναξιά, ανασφάλεια. Ίσως γι’ αυτό και λείπει οποιαδήποτε χρονολογική επισήμανση (με εξαίρεση τις δηλώσεις του Γιώργου Παπανδρέου από το Καστελλόριζο και τα ευλογημένα στυλό που μοιράζονταν για την επιτυχία στις πανελλήνιες εξετάσεις), αφού όλα αυτά μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή εντός του 21ου αιώνα.

Ο Θανάσης προσομοιάζει με ούγκανο, δε λέω, χωρίς ιδιαίτερες επιπλοκές, κολλημένος στο χαζοκούτι, με φίλους που εγώ τουλάχιστον δε θα ήθελα στο σαλόνι μου λόγω της σκουπιδοθύελλας που αφήνουν πίσω τους, υπάρχουν όμως και στιγμές που παίρνει το πάνω χέρι (μαγειρεύει κι ας κάνει τον χώρο έτοιμο για ανακαίνιση, παρακολουθεί την κόρη του στην εφηβεία της, καταλαβαίνει όμως πως όλο αυτό δεν έχει νόημα κ.λ.α. = και λίγα ακόμη). Δεν είναι ο σάκος του μποξ για την Αθηνά, με την έννοια να του μιλάει υποτιμητικά ή να τον ρεζιλεύει, αντίθετα, ξεσπάνε ο ένας στον άλλον με τον φυσιολογικό τρόπο που επιφέρει το καθημερινό άγχος και η πίεση. Αυτό αγάπησα στο βιβλίο: το μέτρο. Η Ελενίτσα επίσης δεν καταφεύγει σε ακρότητες (ναρκωτικά ή κάπνισμα ή κακές παρέες), απλώς χαρίζει εγκεφαλικά όταν ζητάει κινητό, να τρυπήσει τον αφαλό της, να πάει μια βόλτα σε πλατεία άλλης γειτονιάς, να κοιμηθεί σε φίλη της, να πάει για καφέ! «Βέβαια ως γονιός κατανοείς κάποια στιγμή ότι, καθώς μεγαλώνει το παιδί, τα πράγματα απλώς γίνονται από δύσκολα περίπλοκα, μόνο και μόνο για να καταλήξουν χειρότερα απ’ ό,τι τα είχες ποτέ σκεφτεί. Αλλά στην αρχή όλων αυτών είσαι πρωτάρης και δεν ξέρεις. Ο ρομαντισμός νικάει εύκολα τη λογική σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια της αθωότητας» (σελ. 140). Και το εξίσου όμορφο: «Παλιά ήμουν εγώ εκείνη που προγραμμάτιζα και έκανα όνειρα για το μακρινό της μέλλον. Τώρα ήταν εκείνη που σχεδίαζε τη ζωή της όπως την ήθελε. Μελαγχόλησα νομίζω» (σελ. 203).

Κι ερχόμαστε στην αγαπημένη μου Αθηνά, η οποία ούτε υστερική γυναίκα είναι ούτε υστερικά παρουσιάζεται και αγάπησα πολύ το γεγονός πως ο συγγραφέας, αν και άντρας, έχει μπει τόσο βαθιά στη γυναικεία ψυχολογία, όχι για να τη μειώσει ή να τη συγκρίνει με την αντρική υπέρ της δεύτερης βεβαίως βεβαίως αλλά για να την κατανοήσει, να την καταγράψει ακριβοδίκαια, να την παρουσιάσει ως μια ενδιαφέρουσα πολύπλευρη προσωπικότητα, αυτό ακριβώς που είναι κάθε γυναίκα. Η Αθηνά είναι κοπέλα, ερωτεύεται, υπομένει, ανέχεται, αγαπάει, μεγαλώνει, ωριμάζει, γίνεται μητέρα, έχει τα άγχη της, τις ανασφάλειές της, τα ασίδερωτά της, έναν άντρα που εκπροσωπεί έναν μέσο όρο αντίληψης και ενδοοικογενειακής συμπεριφοράς, και τελικά μπαίνει στην εμμηνόπαυση, μια περίοδος που πιστεύω πως είναι η πιο δύσκολη ψυχολογικά για μια γυναίκα, με χιλιάδες αντικρουόμενες σκέψεις να τη συντροφεύουν ή να την πνίγουν τις πρώτες δύσκολες μέρες της μεταβατικότητάς της. Κι όμως ο συγγραφέας τη σέβεται, καταγράφει με αγάπη και διακριτικότητα και αυτό το πρόβλημα, όπως όλα τα προηγούμενα και τα επόμενα. «Γερνάω, γαμώτο μου, και είναι αδικία» (σελ. 176), όλο αυτό το συναισθηματικό τρενάκι του τρόμου σε μία στιβαρή πρόταση. «Δεν είναι εύκολο να συμβαδίζεις με τόσες αλλαγές, ειδικά αν είσαι άνθρωπος που, φύσει και θέσει, αντιπαθείς οτιδήποτε μεταβαλλόμενο» (σελ. 48). Ίσως κι αυτός να είναι άλλος ένας λόγος που μου άρεσε το βιβλίο: ποιος θα παραδεχόταν με τέτοια ειλικρίνεια τα ελαττώματά του και πώς θα μπορούσε μέσα από αυτές τις ψυχολογικές διακυμάνσεις να βγάλει γέλιο χωρίς να προσβάλλει ή να μειώσει τον χαρακτήρα; «Όσο κι αν κάνω την προχωρημένη κι απελευθερωμένη μάνα, ακόμη την αντιμετωπίζω ως μωρό και θέλω να την κρατώ προστατευμένη μέσα στη φούσκα που της έχω φτιάξει… Μήπως τελικά να είμαι εγώ αυτή που δεν λέω να ωριμάσω; Μήπως είμαι εγώ η κακιά παρέα για την Ελένη» (σελ. 232);

Το «Να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε», με τον ευφάνταστο τίτλο και το ξεχωριστό, καλαίσθητο, ιδιαίτερο εξώφυλλο της Κυριακής Κιουπρούλη, είναι ένα σωστό δείγμα χιούμορ που αποδομεί τα πάντα χωρίς να κατακρεουργεί ούτε την ελληνική γλώσσα ούτε τον χρόνο του αναγνώστη. Ένα μυθιστόρημα για μια μέση ελληνική οικογένεια με τους προβληματισμούς και τις ανασφάλειές της που χαρίζει άφθονο γέλιο μέσα από ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα και ταυτόχρονα βοηθάει υποδόρια, χωρίς ίχνος διδακτισμού και «πρέπει», όποιον ταυτίζεται με τους ήρωες να αντιμετωπίσει με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση τη δική του καθημερινότητα και την πληθώρα των προβλημάτων του.

Πάνος Τουρλής