Μοίρνα: το κόκκινο γλυκό κρασί της Μοίρας

της Κατερίνας Κουτουκάκη

Μοίρνα, Μοίρα και Νάμα, το κόκκινο γλυκό κρασί της μοίρας. Μια σταγόνα από το κρασί της μοίρας, που θεωρεί τον εαυτό της λεκέ στο τραπεζομάντιλο της ζωής, κι όμως είναι άλλη μια ρουμπινένια, εύγεστη σταγόνα, που άλλους γλυκαίνει κι άλλους συντροφεύει. Μοίρνα, μια κοπέλα που μεγάλωσε σε μια πολυμελή οικογένεια, έζησε τους έρωτές της και σύντομα κατάλαβε πως ο Θεός για ό,τι σου δίνει δε διστάζει να σου πάρει κάτι σε αντάλλαγμα.Μια κοπέλα που ωριμάζει σελίδα τη σελίδα, αναπαύεται σε έναν γάμο που καταντά συνήθεια και μια μέρα γνωρίζει τον έρωτα. Θα καταλάβει κάποια στιγμή ότι αυτή της η αντίληψη είναι σχεδόν ψυχαναγκαστική; Θα αφεθεί ελεύθερη να χαρεί και να ζήσει χωρίς να φοβάται το δάκρυ που θα ακολουθήσει αμέσως μετά; Θα κάνει την επανάστασή της απέναντι στη ζωή, τον καθωσπρεπισμό και τον ίδιο τον Θεό; Άλλη μια αναμενόμενη, προβλέψιμη ερωτική ιστορία; Όχι, γιατί την έγραψε η κυρία Κατερίνα Κουτουκάκη.

Το κείμενο είναι τρυφερό, σίγουρα ρομαντικό, έχει έρωτα και γλυκόπικρες στιγμές. Παρ’ όλ’ αυτά περιέχει στις σελίδες του ανθρώπους γνήσιους, αληθινούς, σάρκινους, με φυσιολογικές αντιδράσεις και συνηθισμένα λάθη. Ούτε ιππότες με άσπρα άλογα, ούτε ερωτικές σκηνές, ούτε όρκους αιώνιας αγάπης, ούτε ατελείωτες σελίδες με εσωτερικές σκέψεις της πρωταγωνίστριας. Τα γεγονότα ακολουθούν το ένα το άλλο, αρχίζουν να πιέζουν ασφυκτικά τον μικρόκοσμο της Μοίρνας και την οδηγούν σε κινήσεις κάποτε επιπόλαιες, κάποτε εγωιστικές, κάποτε πηγαίες. Κινήσεις που κάνουμε όλοι μας υπό το κράτος του πανικού, της θλίψης και πάνω απ’ όλα της αγάπης.

Εκτός από το στυλ και τη γραφή, τη «Μοίρνα» την ξεχώρισα και για τους αφηγηματικούς της άξονες. Την ιστορία τη διηγείται σε τρίτο πρόσωπο η Μοίρνα, οδηγώντας το αμάξι της με άγνωστο στον αναγνώστη αρχικά προορισμό. Πότε με ραδιοφωνικούς σταθμούς, πότε με δικά της cd, η κοπέλα συνοδεύει τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής με στίχους γνωστών ασμάτων, που δίνουν τον δικό τους διακριτικό τόνο στη ροή της ιστορίας. Σταδιακά ξεδιπλώνεται η ζωή της πρωταγωνίστριας και ταυτόχρονα το ταξίδι της. Αρχίζουν να φαίνονται ταμπέλες, αρχίζει να διακρίνεται στο βάθος ο τελικός προορισμός, την ίδια στιγμή που οι ανατροπές και οι εξελίξεις στη ζωή της ηρωίδας κατά το παρελθόν αρχίζουν να μπαίνουν κι αυτές σε μια σειρά. Και η αφήγηση αρχίζει να γίνεται πιο ασφυκτική, να κλιμακώνεται, με τέτοιον τρόπο που η συνέχεια της ιστορίας στο παρόν δείχνει άκρως προβλέψιμη. Και περίμενα να γίνει έτσι όπως όδευε. Είπαμε όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συγγραφέα που είτε αγαπά και σέβεται τον αναγνώστη της είτε γνωρίζει να γράφει καλά. Η ανατροπή έρχεται ακριβώς στο σημείο που κατάλαβα ότι είχα μαντέψει το τέλος και μπράβο στην κυρία Κουτουκάκη που έδωσε το φινάλε που έδωσε και εγώ δεν περίμενα.

Στην αρχή το βιβλίο δε με κράτησε ιδιαίτερα, γιατί στην ιστορία παρενέβησαν πολλά πρόσωπα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάθηκα. Από την άλλη, ούτε σελίδες μπρούσα να προσπεράσω γιατί μέσα σε αυτές τις παραγράφους παρεμβάλλονταν σημαντικές και καίριες απόψεις και παρατηρήσεις για τον άνθρωπο και οι σκηνές εναλλάσσονταν ακόμη και στην ίδια πρόταση. Από τη στιγμή όμως που άρχισε να κατασταλάζει ο «κουρνιαχτός» και αποκρυσταλλώθηκαν οι άξονες της αφήγησης, δεν μπορούσα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου. Σημαντικές απόψεις και παρατηρήσεις, που παρασάγγας απέχουν από «αμπελοφιλοσοφίες», τοποθετήση γεγονότων και χαρακτήρων σε ρεαλιστικότατο καμβά, η συγγραφέας να υποδύεται όλα τα πρόσωπα στο μυαλό της και να τα φωτίζει ακριβοδίκαια, ήταν ελάχιστα από τα χαρακτηριστικά που αγάπησα στη «Μοίρνα». Τα βέλη χτυπούν τους πάντες και τα πάντα, από την ίδια την Ελλάδα («Την Ελλάδα τη βρήκε παντού μπροστά της, σε όποια γωνιά του πλανήτη κι αν ταξίδεψε. Μόνο εδώ όταν γυρνούσε την έχανε...Άμυαλη κόρη, ανοικοκύρευτη, η Ελλάδα. Ντύνεται και στολίζεται για να βγει έξω και το σπιτικό της το αφήνει άνω κάτω, βρώμα και τσαπατσουλιά», σελ. 100) μέχρι τις υποχωρήσεις σε έναν γάμο («Ήταν δύο άνθρωποι που είχαν συμβιβαστεί με καταστάσεις που καθόλου δεν τους άρεσαν και προσπαθούσαν να συμβιώνουν στην ανάμνηση του έρωτα και της αγάπης που τους είχε ενώσει. Από ανασφάλεια και αδυναμία», σελ. 224).

Πάνω απ’ όλα, το βιβλίο με άγγιξε γιατί κατά καιρούς έχω νιώσει κι εγώ έτσι στη ζωή μου. Κατά διαστήματα φοβόμουν να απολαύσω τη χαρά, μην τυχόν και ενοχλήσω τον Θεό και μου στερήσει ό,τι αγαπούσα εκείνη τη στιγμή. Σιαγά σιγά όμως κατάλαβα με τον δικό μου τρόπο και τις δικές μου εμπειρίες πόσο λανθασμένη είναι αυτή η αντίληψη. Η ζωή τα έχει όλα, χαρές και λύπες. Ίσως η ένταση των συναισθημάτων και η έντονα θετική διάθεση να προκαλεί αμέσως το δίπολο και να έρχεται ακάλεστο κάτι κακό. Όλα στη ζωή είναι ζεύγη, καλό και κακό, χαρά και λύπη, πεθερά και νύφη (αστειάκι). Η συγγραφέας κατάφερε να δείξει την αλήθεια αυτής της σκέψης χωρίς ούτε να προσβάλει ούτε να αερολογίσει. Πάντα μέσα από τα γεγονότα και κυρίως τα λόγια ενός άντρα που έφερε τα πάνω κάτω. Ίσως εδώ να εδράζεται και η μοναδική αντίρρησή μου: η Μοίρνα βρέθηκε ανάμεσα στον Πέτρο και τον Αντώνη, με τον πρώτο τελμάτωσε και με τον δεύτερο φοβήθηκε (τη συνέχεια θα τη διαβάσετε στο βιβλίο, εδώ δεν κάνω κανένα spoiler). Πώς λοιπόν γίνεται να υπάρχουν (ακόμη ; ) άντρες στωικοί, που καταλαβαίνουν την αγάπη της γυναίκας απέναντί τους και όμως φέρονται όπως ο Αντώνης; Είναι η δύναμη της αγάπης ή η υπερβολή στη φαντασία της κυρίας Κουτουκάκη; Όπως και να έχει, πείστηκα, απόλυτα.

Ένα καλογραμμένο, ρεαλιστικό μυθιστόρημα, γεμάτο διαχρονικές αλήθειες και καίριες παρατηρήσεις, που ξεδιπλώνει την ιστορία μιας αγάπης και μιας οικογένειας που έπαιζε τάβλι με τον Θεό, φοβούμενη τον εγωισμό Του. Το απόλαυσα ως την τελευταία του σταγόνα.

Πάνος Τουρλής