Μια Οδύσσεια: ένας πατέρας, ένας γιος, ένα έπος

του Ντάνιελ Μέντελσον

Ο συγγραφέας διδάσκει σεμινάριο με θέμα την «Οδύσσεια» στο Κολέγιο Μπαρντ της Νέας Υόρκης και κάποια στιγμή αποφασίζει να το παρακολουθήσει ο ογδοντάχρονος πατέρας του, συνταξιούχος ερευνητής μαθηματικός, με τον οποίο θα κάνουν αργότερα και μια θεματική κρουαζιέρα στη Μεσόγειο αφιερωμένη στην Οδύσσεια. Αυτό που δεν περιμένει κανείς τους όμως είναι πως το μαγικό ταξίδι στους στίχους του έπους θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν καλύτερα τους εαυτούς τους και τη μεταξύ τους σχέση.

Το κείμενο είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στη μαγεία του ομηρικού έπους και ταυτόχρονα μια ανατρεπτική ενδοσκόπηση στις σχέσεις μεταξύ πατέρα και γιου. Ο Daniel Mendelsohn γράφει τόσο παραστατικά και με τέτοια αφηγηματική δεινότητα που δεν μπορούσα να σταματήσω το διάβασμα. Οι παρατηρήσεις του για τη γλωσσολογία, οι μεταφράσεις της «Οδύσσειας», η κριτική της θεώρηση, οι ενδιαφέρουσες απόψεις και σκέψεις των φοιτητών του γύρω από τα διαχρονικά και τα τεχνικά σημεία της «Οδύσσειας», οι αναμνήσεις από την οικογένειά του (μια στενά δεμένη παραδοσιακή εβραϊκή οικογένεια), οι ιστορίες από τους προπάτορές του, το μέλλον με τον πατέρα του που πολύ σύντομα θα ζήσει ένα σοβαρό εγκεφαλικό αναμιγνύονται αρμονικά και σωστά σ’ ένα κείμενο-ποταμός, σαφώς οριοθετημένο όμως και απόλυτα ακριβοδίκαιο. Ποιος είναι ο άντρας πίσω από τον πατέρα; Ποιες οι φιλοδοξίες του, τα σχέδια, τα όνειρά του και κατά πόσο είναι περήφανος για τις επιλογές του γιου του; Πώς κατάφεραν να συνυπάρξουν ένας φιλομαθής, παλαιάς κοπής θετικός επιστήμονας και ένας παθιασμένος κλασικός φιλόλογος; Τι κρύβει ο ένας από τον άλλον και πόσο αυτό θα επηρεάσει το μέλλον τους; Πόσο θα βοηθήσουν οι μαρτυρίες φίλων και συγγενών να γνωρίσει ο συγγραφέας καλύτερα τον πατέρα του;

Ακολουθώντας τη δομή των επών της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας, ο συγγραφέας ξεκινάει μ’ ένα Προοίμιο, στο οποίο παρατίθενται συνοπτικά η ιστορία του παρόντος βιβλίου και μια ενδιαφέρουσα και συναρπαστική περιληπτική ανάλυση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, συγκριτικά με την Αινειάδα. Ένα μεγάλο ταξίδι με αέναους κύκλους είναι η Οδύσσεια, όπως ακριβώς η ζωή, όπως ακριβώς η σχέση και η ιστορία του συγγραφέα με τον πατέρα του. Μάλιστα, αυτό το δίπολο μου θύμισε αρκετά δικά μου βιώματα, μιας και είμαι της κλασικής, φιλολογικής κατεύθυνσης και όχι των μαθηματικών. Η αφήγηση είναι χειμαρρώδης, με πολλά πρωθύστερα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, που όλα όμως σχηματίζουν μια «κυκλική σύνθεση» (όπως ακριβώς και πάλι στην Οδύσσεια), γεμάτη εικόνες, χιούμορ, αμεσότητα και ειλικρίνεια. Οικογενειακές στιγμές εναλλάσσονται με ετυμολογικά παραδείγματα της αγγλικής γλώσσας (κατάλαβα σε τι διαφέρουν journey, voyage και travel που κατά βάση σημαίνουν το ίδιο, δηλαδή ταξίδι και πώς συναντώνται όλα αυτά στην υπέροχη λέξη «οδύσσεια») και παραλληλισμούς του περίφημου ομηρικού έπους με την οικογενειακή ζωή όχι μόνο του Daniel Mendelsohn αλλά και των γεννητόρων του, παππού και πατέρα.

Μα τι όμορφο και γοητευτικό να παραδέχεται κάποιος μη ελληνόφωνος τη σημασία, την αξία, τη λειτουργικότητα και την ομορφιά της ελληνικής γλώσσας! «Εκείνο όμως που έβρισκα πιο συναρπαστικό απ’ όλα, ήταν ο εκπληκτικός τρόπος μεταβολής των ρηματικών χρόνων, όπου η χρονική μετατόπιση υποδηλώνεται από προθέματα και προσφύματα που ενσωματώνονται σαν κρύσταλλοι κι από καταλήξεις που εκβάλλουν στις λέξεις σαν το μέλι που στάζει από το κουτάλι στο πιάτο» (σελ. 197). Με την ίδια αγάπη περιτύλιξα κάθε λέξη του συγγραφέα ως προς τη φιλολογική μελέτη και ανάλυση ως επιστήμη και μάλιστα χαμογέλασα όταν, έχοντας συμπλεύσει με την άποψη πως η γεωμετρία δε χρησιμεύει πουθενά στην καθημερινή μου ζωή, συνάντησα την ερώτηση: «Τι μπορεί να διδάξει στους μαθητές σήμερα η μελέτη των αρχαίων κλασικών;» και βρήκα την ωραία, διαφωτιστική απάντηση: «Χάριν της ανθρώπινης φύσης», εξ ου και φιλολογία σημαίνει «αγάπη για τη γλώσσα» (σελ. 73).

Εντάξει, κύριε Τζέι Μέντελσον, «Μόνο οι θετικές επιστήμες είναι επιστήμες»! Κι όμως αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει σφαιρική μορφή, ενδιαφέρουσα κοσμοθεωρία, στενούς ή κομμένους δεσμούς με ένα αδέλφι του κάθε φορά και δυναμιτίζει το σεμινάριο, όχι τόσο από ζήλια ή έπαρση όσο από ισχυρογνωμοσύνη! Η εμμονή του να αποκαθηλώνει τον Οδυσσέα από ήρωα γιατί κλαίει, γιατί έχασε τους συντρόφους του, γιατί τον βοηθάνε οι θεοί, γιατί απολαμβάνει τη συντροφιά της Καλυψούς είναι προβληματισμοί που πάνε εντελώς αλλού την πορεία του μαθήματος, πάντα όμως σε ενδιαφέρουσες φιλολογικές, κοινωνιολογικές κι ανθρωπολογικές παρατηρήσεις καταλήγουν, μετά από κοπιώδεις προσπάθειες του γιου του.

Οι ραψωδίες αναλύονται συναρπαστικά και καθόλου βαρετά μία προς μία μέσα από ενδιαφέρουσες αντεγκλήσεις ενώ ταυτόχρονα ταξιδεύουμε στις οικογενειακές και προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα και του πατέρα του, κάνοντας έτσι το βιβλίο αυτό ένα διαφορετικό μέσον κατανόησης του ομηρικού έπους αλλά και των σχέσεων μεταξύ πατέρα και γιου (κυρίως). Μάλιστα, ο συγγραφέας, καταλαβαίνοντας πως η δομή αυτή σύντομα θα κουράσει, τοποθετεί αποσπάσματα και περιπέτειες της κρουαζιέρας ανάμεσα στη διδασκαλία αυτών των ραψωδιών, προχωρώντας αρκετά μπροστά, κι έτσι κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη κι αποφεύγει την επανάληψη.

Τέλη Ιανουαρίου με αρχές Μαΐου 2011 κράτησε το σεμινάριο κι αμέσως μετά ο συγγραφέας ανακάλυψε μια δεκαήμερη θεματική κρουαζιέρα στη Μεσόγειο, βασισμένη στο ταξίδι του μυθικού βασιλιά της Ιθάκης: Τροία, Μάλτα, Σικελία, Καμπανία, Πύλος, Ιθάκη (προσπερνώ το γεγονός πως τελικά δεν πήγαν εκεί γιατί η Διώρυγα της Κορίνθου ήταν κλειστή λόγω απεργίας και δεν υπήρχε χρόνος για τόσο μεγάλο διάπλου, όπως αυτός της Πελοποννήσου).

Αυτά τα σημεία, που σαφώς καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο στο κείμενο, δεν είναι τουριστικοί οδηγοί με βαρετές λεπτομέρειες αλλά αφορμές για περαιτέρω ενδυνάμωση της σχέσης και αφετηρίες για ενδιαφέρουσες συζητήσεις με τους συνεπιβάτες, που κανείς τους δεν είναι επιστήμονας, αντίθετα, είναι όλοι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Στην κρουαζιέρα αυτή δε συναντάμε τους χαζοτουρίστες των σουβενίρ αλλά ανθρώπους πάσης φύσεως και ηλικίας, που κάποιοι έχουν εξαιρετικούς λόγους να κάνουν αυτό το ταξίδι: «Θέλαμε να κάνουμε κάτι που να έχει νόημα, μου είπε ένα βράδυ, και τι άλλο μπορεί να έχει περισσότερο νόημα από τον Όμηρο;» (σελ. 292), είπε μια μητέρα ενώ ένας ηλικιωμένος πιστεύει πως η Οδύσσεια του έσωσε τη ζωή, γιατί όταν πάλευε με τη μόλυνση από ένα τραύμα τον καιρό του πολέμου, ο καθηγητής του του διάβαζε λατινικά και Όμηρο: «Και νομίζω πως αυτός ο ήχος που άκουγα, ο ήχος μιας ανθρώπινης φωνής να απαγγέλλει ποίηση, με βοήθησε να γίνω καλά» (σελ. 296)! Τι τρυφερή παρατήρηση!

Είναι από τις ελάχιστες φορές που θα κάνω μνεία στη μετάφραση, γιατί η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου επιδόθηκε στην απόδοση των αρχαίων κειμένων στα νέα ελληνικά όχι χρησιμοποιώντας κάποια από τις υπάρχουσες σημαντικές αλλά κάνοντας αυτήν τη σκληρή κι επίπονη δουλειά η ίδια, μόνο και μόνο για να συμπλεύσει με το σκεπτικό του συγγραφέα που «φρόντισε ώστε οι αποδόσεις του να υπηρετούν και τους σκοπούς του μαθήματός του, να φωτίζουν δηλαδή κατεξοχήν τα σημεία εκείνα τα οποία επεδίωκε να τονίσει στους φοιτητές του» (σελ. 13).

Τέλος, ακριβώς επειδή γίνεται χρήση μακροσκελών προτάσεων παρένθετων στην κυρία αφήγηση, το «λοιπόν» ως δηλωτικό της επιστροφής στο αφηγηματικό παρόν επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά ενώ με δυσκόλεψε που παραλείπονταν οι παύλες στην αρχή των διαλόγων, κάνοντάς τους κομμάτι μιας συνεχούς αφήγησης ενώ χρειάζονται τη δική τους, ξεκάθαρη θέση για να κατανοήσει ο αναγνώστης πώς και ποιος μιλάει.

Το «Μια Οδύσσεια» είναι ένα υπέροχο και τρυφερό κείμενο για τις σχέσεις πατέρα και γιου μέσα από ενδιαφέρουσες συζητήσεις, παρατηρήσεις, ανακαλύψεις και αποκαλύψεις που ξεπηδούν μέσα από το πλούσιο, ποικίλο και εύληπτο κείμενο. Ταυτόχρονα, αναλύονται οι ραψωδίες του ομηρικού έπους με τέτοιο τρόπο που τελειώνοντας θέλησα να βουτήξω κι εγώ στις παρατηρήσεις της κλασικής φιλολογίας που έχουν γίνει από τον 3ο αι μ. Χ. μέχρι σήμερα και να ξαναδιαβάσω το αυθεντικό κείμενο, στο οποίο όσες αναγνώσεις κι αν χαρίσεις πάντα θα σε κερδίζει από την αρχή. Ένα διαφορετικό ταξίδι που οφείλουν όλοι να απολαύσουν!

Πάνος Τουρλής