Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων

της Ίριδας Τζαχίλη

Η Ίρις Τζαχίλη, με αφορμή ένα άλμπουμ γραμματοσήμων που χάρισε στη μητέρα της ένας Γερμανός στρατιώτης το 1941, κάνει ολόκληρη έρευνα και ξαναστήνει την ιστορία της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής και κατοχής αλλά και του Μεσοπολέμου. Ποιο ήταν το όνομα του στρατιώτη; Γιατί έδωσε τα γραμματόσημά του στη μητέρα της συγγραφέως και τι απεικόνιζαν; Πώς μπορεί κάποιος να βρει τα σωστά κομμάτια ενός παζλ για το οποίο υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες κι αυτές βασισμένες σε προφορικές μαρτυρίες; Γιατί να εμπιστευτεί ο Γερμανός το άλμπουμ στη Δήμητρα; Είχε όνομα; Επέζησε από τη λαίλαπα του Ανατολικού μετώπου; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται με δυσκολία και συναρπαστική αφήγηση.

Η Ίρις Τζαχίλη κάνει μια σοβαρή και εκτεταμένη έρευνα για το παρελθόν της μητέρας της, Δήμητρας Αγγελίδου, με αφορμή την ύπαρξη ενός άλμπουμ γραμματοσήμων. «Μου είπε αόριστα ότι της τα έδωσε στην Κατοχή στη Θεσσαλονίκη ένας Γερμανός στρατιώτης που έμενε στους γείτονες, στης Μανωλούδη, μία επιταγμένη δίπατη μονοκατοικία. Της είπε να του τα κρατήσει και ότι μετά τον πόλεμο θα γυρίσει να τα πάρει. Έπειτα έφυγε στο ανατολικό μέτωπο» (σελ. 17). Το μικρό αυτό άλμπουμ μεταφερόταν από μετακόμιση σε μετακόμιση κι από κούτα σε κούτα ώσπου δέκα χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας της, τον Οκτώβριο του 2018, η συγγραφέας αποφάσισε να διευθετήσει οριστικά τα πράγματά της κι έτσι το βρήκε ξανά. Ψηφίδα με ψηφίδα αρχίζει να συμπληρώνεται μια εντυπωσιακή μαρτυρία, να της δίνεται ιστορική υπόσταση και να ανοίγονται λεωφόροι έρευνας «όταν εγώ πια είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με το καθεστώς της ατομικής μυθολογίας» (σελ. 26). Τα πράγματα τελικά αποδείχθηκαν πιο σύνθετα κι όλη αυτή η περιπέτεια, η αναζήτηση, η τεκμηρίωση με παρέσυρε σ’ ένα παρελθόν που ξεκίνησε από μια απλή κίνηση αβροφροσύνης για να καταλήξει ζοφερό και αμήχανο όσο μαζί με τη συγγραφέα αρχίζουμε να αναδομούμε την προσωπικότητα και την καριέρα του Γερμανού γείτονα.

Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε μέρη που αποτελούνται από ευσύνοπτα κεφάλαια και το καθένα εστιάζει σε διαφορετικές παραμέτρους της έρευνας, με το πρώτο να είναι το καλύτερο κατ’ εμέ, αφού αφορά την καθαυτή ιστορία κι έτσι μαθαίνουμε πολλά για τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Η είσοδος των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941 ορίζει μια νέα κανονικότητα, που τη σκιάζει ακόμη η χαρά από την άλωση της Κορυτσάς κατά τη διάρκεια της ιταλικής εισβολής, βάζει τους κατοίκους της πόλης σε νέα ζωή και νέα καθημερινότητα. Η πόλη μέσα σε ελάχιστες ώρες άλλαξε όψη, γέμισε θόρυβο, νέες πινακίδες, ακόμη και νέα ώρα, ακολουθώντας αυτήν της Γερμανίας! Επίταξη, ο αέρας του κατακτητή, το σχέδιο «πόλης μέσα στην πόλη», οι καταλήψεις δημόσιων κτηρίων και χώρων, όλα καταγράφονται και τεκμηριώνονται, με άξονα των γεγονότων την Ανάληψη και την περιοχή στου Άμποτ, την οδό Νίκης και τον Λευκό Πύργο, τις Εξοχές, τη Σχολή Σχινά, τις οικίες Μπένηδων, Μανωλούδη και Σονίνο, κτήρια που πλέον έχουν κατεδαφιστεί ή έχουν αλλάξει χρήση, τοπόσημα θυσία πλέον στην εξέλιξη και την πρόοδο της εποχής. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η ύπαρξη των φωτογραφιών που συμπληρώνουν το κείμενο, οι οποίες είναι άφθονες γιατί επιτελούσαν προπαγανδιστικούς σκοπούς και διανέμονταν ώστε να τους βλέπει ο κόσμος ως ελευθερωτές από την απειλή του κομμουνισμού! Η συγγραφέας διάλεξε τις πιο αντιπροσωπευτικές της εποχής και της περιοχής όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, σχεδόν όλες από τη συλλογή Βύρωνος Μήτου, συλλέκτη που απέκτησε περίπου 3000 φωτογραφίες ελληνικού ενδιαφέροντος από την κόρη ανώνυμου Γερμανού στρατιώτη που είχε υπηρετήσει στην Υγειονομική Υπηρεσία του γερμανικού στρατού στα Βαλκάνια και είχε συγκεντρώσει τέτοια τεκμήρια από ερασιτέχνες στρατιώτες φωτογράφους και όχι μόνο από τις περιοχές που είχε υπηρετήσει.

«Επιμένω λίγο στην περιγραφή της γειτονιάς και των ανθρώπων, προσθέτοντας και τις δικές μου αναμνήσεις, γιατί ίσως φανούν καλύτερα οι ποικίλοι τρόποι που οι Γερμανοί ξεδίπλωσαν την παρουσία τους στην εσωτερική κλειστή ζωή ενός οίκου, με τη φυσικότητα του κυρίαρχου, αλλά αδιάφορα, ως διοικητική πράξη. Γι’ αυτό και ήταν τελικά τόσο περαστικοί» (σελ. 72). Δεν έχουμε δηλαδή μόνο το ιστορικό πλαίσιο της έρευνας στην οποία αποδύθηκε η συγγραφέας με αφορμή το άλμπουμ γραμματοσήμων αλλά και τις προσπάθειές της να κατανοήσει το παρελθόν, να το δέσει με το παρόν γιατί όλα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι και της δικής της ζωής, η οποία ξεκίνησε το 1944 και τα πρώτα της βήματα ήταν μες στην αβεβαιότητα και τον πόνο. Τι θέση έχει η ίδια μες στην ευρύτερη ιστορία, πώς τα κομμάτια του τόπου έγιναν δικά της, πώς δημιουργήθηκε το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, τι άλλαξε μέσα της και γύρω της, ερωτήματα που απαντώνται όχι με κουραστικό τρόπο αλλά με συναρπαστικές διηγήσεις, τεκμηριωμένες απόψεις και αγωνία αν θα βρεθεί η άκρη του νήματος για τον Γερμανό φιλοτελιστή.

Όλα αυτά στο πρώτο μέρος, γιατί στο δεύτερο έχουμε τη ζωή της μητέρας της, Δήμητρας, στη Μικρά Ασία του 1914 και συγκεκριμένα στο Μπαϊντίρι όπου γεννήθηκε. Πώς ήταν τότε η κατάσταση με τους Τούρκους, πώς ζούσε η οικογένειά της, πώς ακολούθησε τον ελληνικό στρατό το 1922 για να σωθεί και πώς έφτασε στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη; Μετά τον βίαιο διωγμό ήρθε η φτώχεια, το κυνήγι της επιβίωσης, η Δήμητρα μεγάλωσε «ξένη και φτωχή» οπότε έπρεπε να κάνει ό,τι της ζητούσαν, «προσπαθούσε και αυτή να προσαρμοστεί, να τη δεχτούν στον τόπο που βρέθηκε, να μοιάσει στους άλλους» (σελ. 119). Για μεγάλη της τύχη δούλεψε αργότερα ως δασκάλα στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης και γνώρισε από κοντά τον Μίλτο Κουντουρά και τη «Νέα Αγωγή» του, δηλαδή τις προσπάθειές του για ανατροπή του καθιερωμένου ως τότε τρόπου εκπαίδευσης. Επ’ ευκαιρία λοιπόν μαθαίνουμε για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, για την υποχρεωτική εκπαίδευση, για τις τριβές που δημιουργούσαν ο προοδευτικός θεσμός των διδασκαλείων θηλέων που προετοίμαζαν τις μαθήτριες για δασκάλες και τη γέννηση του κινήματος της Νέας Αγωγής που ερχόταν σε αντιπαράθεση με τα συντηρητικά στρώματα και τις αυστηρές προσωπικότητες από την Εκκλησία και τον Τύπο.

Ακολουθούν οι σπουδές της μητέρας της συγγραφέως τη δεκαετία του 1930 στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και άλλα, όλα τους ενδιαφέροντα και δοσμένα σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, όπως η εξέγερση το 1936, ακόμη και ο γάμος με τον Χρίστο Τζαχίλη το 1943, αλλά πραγματικά αναρωτιόμουν τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κυρίως εξιστόρηση που αφορούσε το άλμπουμ γραμματοσήμων. Στο σκεπτικό μου αυτό ερχόταν να προστεθεί και το κατά τόπους βαρύγδουπο και αποστασιοποιημένο λεξιλόγιο της συγγραφέως («ακύρωση ενός συνολικού πεδίου ζωής, μετάθεση στο μέλλον ολόκληρου του επιθυμούντος εαυτού», σελ. 30), η οποία όταν κατέγραφε τις προσωπικές της σκέψεις, απορίες, αβεβαιότητες κι ελπίδες κατέφευγε σε πιο «δυσκολες» εκφράσεις και περιττές μεταφορές. Εξίσου εκτεταμένα υπέρ το δέον δίνονται στο τρίτο μέρος τα γραμματόσημα, των οποίων η συλλογή «Αποτελεί ένα κέντρο που όμως δεν βρίσκει σταθερή θέση στη διήγηση» (σελ. 233). Η συγγραφέας ακολούθησε πρακτικές ανεύρεσης και κριτικής των πηγών και αυτές ακολούθησε, αντιμετώπισε τα γραμματόσημα ως πηγή ιστορικών πληροφοριών χωρίς να διεισδύει περισσότερο στο φιλοτελικό πεδίο αποφεύγοντας να γράψει για σπανιότητα, για τα δοντάκια, για τα επισημασμένα γραμματόσημα. Μελέτησε τα μικρά αυτά χαρτάκια, από πού στάλθηκαν, με ποια συχνότητα, σε ποιο ιστορικό πλαίσιο και ποιων γεγονότων είναι μάρτυρες. Και πάλι όμως επεκτείνεται στο ευρύτερο πεδίο του φιλοτελισμού, στον ρόλο του γραμματοσήμου καθαυτού, στη σημασία, την αξία και την ταξινόμηση μιας τέτοιας συλλογής ενώ στη συνέχεια την περιγράφει διεξοδικά, εύρος χρονολογικό, θεματολογία, σειρά, προέλευση των επιστολών κ. ά.

Ευτυχώς στο τέταρτο μέρος επιστρέφουμε στο αντικείμενο του βιβλίου κι εκεί, αν και με αφορμή το όνομα του κατόχου αναλύεται η επιστήμη της ονοματολογίας ευρύτερα, η δύναμη του ονόματος και οι τυχόν συμβολισμοί του, στη συνέχεια βήμα προς βήμα ξεκουκίζουμε το παρελθόν με μικρές πληροφορίες και ελάχιστα ντοκουμέντα που ανακάλυψε η συγγραφέας και πώς τη βοήθησαν να αρχίσει να φτιάχνει το ψηφιδωτό της ταυτότητας του Γερμανού. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι οι αντιφάσεις και τα σκοτεινά σημεία που τελικά οδηγούν την έρευνα σε τέλμα και γεμίζουν απορίες και ερωτηματικά τη συγγραφέα ενώ η μεγάλη αλήθεια δείχνει πόσο σημαντική είναι η τύχη κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αναζήτησης. Μέσα από την επίπονη και ανατρεπτική αυτή μελέτη καταγράφεται εξίσου τεκμηριωμένα η κατάσταση στη ναζιστική Γερμανία, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της χώρας, οι συγκρούσεις και η εισβολή στην Πολωνία, οι σταδιακές κατακτήσεις των επόμενων χωρών από τον γερμανικό άξονα, δηλαδή σχεδόν όλη η στρατιωτική ιστορία της κεντρικής Ευρώπης με μικρά κεφάλαια και εντυπωσιακά στοιχεία.

Το βιβλίο «Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων» είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο και το προϊόν μιας πρωτότυπης έρευνας, μέσω της οποίας ζωντανεύει παραστατικά και τεκμηριωμένα η ιστορία της Θεσσαλονίκης κατά τον Μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Τα ερωτήματα που τίθενται, η αξιολόγηση των πηγών, τα βήματα που ακολουθούνται, η έρευνα σε αρχεία του εξωτερικού, οι αντιφάσεις και οι αποκαλύψεις αποτελούν μια συναρπαστική περιπέτεια κι ένα ταξίδι στο παρελθόν που δεν ξέρεις πού και πώς θα τελειώσει. Κάποια σημεία ίσως να ήταν περιττά αφού δεν επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις εξελίξεις στο παρόν, συνολικά όμως έχουμε μια πρωτότυπη και διαφορετική μαρτυρία μέσα από ένα άλμπουμ γραμματοσήμων, ένα ξεχωριστό δηλαδή στίγμα γύρω από το οποίο ξετυλίγονται ιστορίες στρατιωτών και άμαχων πολιτών, η γερμανική εισβολή και κατάκτηση, οι άνθρωποι που ξεχωρίζουν μέσα στον όλεθρο και την καταστροφή όσο παλεύει η συγγραφέας να εντάξει μέσα σε όλα αυτά τη μητέρα της, η οποία απέφευγε συστηματικά να μιλάει για τότε, αλλά και τον εαυτό της, τη φυσική συνέχεια ενός ανθρώπου που βίωσε σημαντικές για τον τόπο και την Ιστορία εξελίξεις.

Πάνος Τουρλής