Μην ανοίξεις την πόρτα

του Βασίλη Δ. Πεσλή

Ο Βασίλης Πεσλής, που τον γνώρισα μέσα από τα χιουμοριστικά του μυθιστορήματα «42 μέρες» και «187 μέρες», τον Μάρτιο του 2021 έγραψε και μια συλλογή διηγημάτων τρόμου. Δώδεκα ιστορίες εμπνευσμένες από θρύλους και παραδόσεις αλλά και βασισμένες μόνο στην αχαλίνωτη φαντασία του, δώδεκα κείμενα που δένονται παράδοξα μεταξύ τους όταν διαβάσει κανείς το δέκατο τρίτο της συλλογής που είναι και το ομότιτλο του βιβλίου. Αρκεί να μην το διαβάσετε νύχτα και κυρίως να μην ανοίξετε την πόρτα.

Ανατριχίλα, ρεαλισμός και σασπένς είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σύντομων ή εκτεταμένων κειμένων της συλλογής. Παραστατικές σκηνές, στέρεη γραφή, πλούσιο λεξιλόγιο, σωστοί διάλογοι με ταξίδεψαν στο σήμερα και στο χτες, στο εδώ και στο παραπέρα, στον χωροχρόνο, στο σκοτάδι, στο άγνωστο. Πάρος, Κεφαλονιά, Αθήνα, Πειραιάς, Δράμα, Άγραφα και άλλοι τόποι είναι τα σημεία όπου διαδραματίζονται οι υποβλητικές ιστορίες. Τα κείμενα αναδίδουν ανατριχίλες, φόβο και τρόμο, αγωνία, ένταση, ανησυχία. Είναι ατμοσφαιρικά, με ψυχολογική βία ή ακόμα και splatter ενώ το χιούμορ ταιριάζει άνετα σε ελάχιστες από αυτές, ελαφρύνοντας τη συνολική ατμόσφαιρα. Πρόκειται για αληθινές ιστορίες αλλά και θρύλους, για πραγματικά γεγονότα και για ανεξερεύνητα περιστατικά που το καθένα προσφέρει και κάτι διαφορετικό στον αναγνώστη. Χωρίς να υποτιμώ τα άλλα, και τονίζοντας πως το τελευταίο διήγημα κλείνει σωστά και ευρηματικά το σύνολο της συλλογής, ξεχώρισα τα εξής:

«Αγρύπνια»: μια οικογένεια κάθε δέκα χρόνια, στις 13 Ιανουαρίου, συγκεντρώνεται πίσω στο αρχοντικό και ακολουθεί μια ανατριχιαστική τελετή ως μνημόσυνο στον νεκρό πατέρα και παππού, μια ιστορία που δίνει άλλο νόημα στη φράση «κανείς δεν είναι αληθινά νεκρός, όσο έχει ανθρώπους να τον θυμούνται» (σελ. 16). «Θα μ’ ανοίξεις, Αργυρούλα;»: Η Αργυρώ και η Χρύσα μεγαλώνουν από παιδιά μαζί σ’ ένα χωριό της Πάρου, αχώριστες κι αγαπημένες, μόνο που η μοίρα έχει άλλα σχέδια. Είναι μια δυνατή και συγκινητική ιστορία, με απανωτές ανατροπές κι ένα τέλος που μου έφερε δάκρυα στα μάτια.

«Του νεκρού αδελφού»: Πόσο παραστατικά και τρυφερά ζωντανεύει το ομότιτλο δημοτικό τραγούδι μέσα από ένα υπέροχο και συγκινητικό κείμενο που ενώνει δύο κόσμους και πραγματοποιεί με τον πιο απρόσμενο τρόπο τον βαρύ όρκο στη μάνα: να της φέρει την αδελφή του! Από την αρχή ως το τέλος διάβαζα με κομμένη ανάσα, γεμάτος συγκίνηση από τα συναισθήματα που με κυρίεψαν και απόλαυσα κάθε αφηγηματική τεχνική του διηγήματος. Κατ’ εμέ, είναι από τα καλύτερα της συλλογής. «Ο Ιησούς στη μούχλα»: Τραγικωμικό κείμενο που διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά, με τους ιδιωματισμούς του νησιού και τους διαλόγους να σκορπάνε απλόχερα το γέλιο. Η Ρήνη Στεφάτου και ο Γεράσιμος διαπιστώνουν πως ο τοίχος του σπιτιού τους όχι μόνο πότισε από μούχλα αλλά και πως ο λεκές έχει το σχήμα του Ιησού Χριστού! Το νέο αναστατώνει όλο τον κόσμο, μόνο που ο καθένας ξεσηκώνεται για διαφορετικό λόγο: οι συγχωριανοί από ευπιστία κι ο παπάς που το θαύμα τελέστηκε μακριά από το παγκάρι! Οι συνέπειες είναι εντελώς απρόβλεπτες και άκρως ξεκαρδιστικές, μιας και το νησί χωρίζεται στα δύο: οι μισοί πιστεύουν στο θαύμα κι οι άλλοι μισοί μιλούν για απάτη και κοροϊδία! Είναι ένα ευρηματικό διήγημα που στηλιτεύει τον βαθμό όπου μπορεί να φτάσει κάποιον η θρησκοληψία.

«Το πεθαμένο παιδί»: Ένας θρύλος από την περιοχή των Αγράφων παρακινεί την περιέργεια μιας παρέας να ακολουθήσει τα ίχνη του χαμένου παιδιού, με το οποίο τα απειλούν οι γονείς τους αν βγουν έξω τη νύχτα ασυνόδευτα. Μια ανατριχίλα που θεριεύει από σελίδα σε σελίδα με το αλλόκοτο να μπλέκεται με το λογικό με έκανε να κρατήσω το βιβλίο κλειστό για αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθω από την ένταση, την αγωνία και το τέλος. «Η γριά Βάβω»: Ο θείος Μανώλης δε χάνει ευκαιρία να σκαρώνει πλάκες στην ανιψιά του, κατατρομάζοντάς την με κάθε είδους φοβέρα, μόνο που αυτήν τη φορά θα βρει τον απαίσιο, αχόρταγο μάστορή του. Πολύ δυνατό και ανατρεπτικό, με απανωτές εκπλήξεις, κινείται μεταξύ της ψυχασθένειας και του υπερφυσικού, με ένα αξέχαστο τέλος. Κάθε σελίδα και μια ανατριχίλα, με την αγωνία να χτυπάει κόκκινο όσο προχωράει η αφήγηση. Και τέλος, «Το χωριό που φοβόταν το σκοτάδι»: Ένα συγκλονιστικό διήγημα που μέσα από μια ασύλληπτη, σχεδόν μεταφυσική ιστορία, δείχνει το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής που επιφέρει η ανθρώπινη ματαιοδοξία και απληστία και πώς το περιβάλλον μπορεί να πάρει εκδίκηση με απρόσμενο τρόπο. Ένας αιμάτινος κύκλος που θα ξεκινήσει ξανά όποτε χρειαστεί, ακόμη κι αν υλοποιηθεί η πολυπόθητη θυσία.

«Μην ανοίξεις την πόρτα», συμβουλεύει ο συγγραφέας με αυτήν τη συλλογή διηγημάτων τρόμου που έγραψε, κατάφερε μάλιστα να αναπαριστήσει τόσο έντεχνα και υποβλητικά την απαραίτητη ατμόσφαιρα, ώστε όχι μόνο πόρτα δεν άνοιξα αλλά κλειδαμπαρώθηκα και μες στο σπίτι μέχρι να φτάσω στην τελευταία σελίδα!

Πάνος Τουρλής