Με λυμένο χειρόφρενο

της Μάρτυ Λάμπρου

Άλλο ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος! Πρωτότυπο (το τονίζω αυτό), φρέσκο, γρήγορο, απολαυστικό, ωμό! Ένα βιβλίο που θα το θυμάμαι για πολύ καιρό!

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται πάνω σε τέσσερις (και όχι μόνο!) τροχούς αλλά όχι μόνο στο δρόμο. Παρακολουθούμε τη ζωή του Στράτου, φορτηγατζή και νταλικιέρη από τη Λειβαδιά, γιο αδίκως εκτελεσθέντα στο Δίστομο το 1944, και της έφηβης κόρης του, Σωτηρίας (ή Σώτης, όπως επιμένει να αποκαλείται η ίδια!), την οποία παίρνει μαζί του σε τρία ταξίδια στην Ευρώπη και την Ασία. Νταλίκες λοιπόν, δισκόφρενα, νταλικόφρενα, πρατήρια βενζίνης, λάστιχα και ρυμούλκες, ψαλίδια και TIR, φορτηγατζήδες φασαριόζοι και εριστικοί ξένοι αλλά και Έλληνες συνάδελφοι, λιμάνια και τελωνεία, φώτα πορείας και πύργου, αγωνία για το μεροκάματο, αναποδιές που κλείνουν σπίτια όταν έχεις επενδύσει τα πάντα στο φορτηγό σου (τον \"Καραϊσκάκη\" για παράδειγμα, του Στράτου).

Θα μπορούσε να είναι μόνο ένα road book (κατά το road movie) και απλώς να παρακολουθούμε τις ζωές και τις αγωνίες και τους κινδύνους των φορτηγατζήδων, όμως όχι. Η συγγραφέας ενδιάμεσα στα ταξίδια μας περιγράφει την οικογένεια της Σώτης στη Λειβαδιά: μάνα με κατάθλιψη, Σωτηρία έτοιμη για πανελλαδικές καλού κακού, όμως η νταλίκα της έχει πάρει τα μυαλά, μια γιαγιά που ισορροπεί τους πάντες και τα πάντα στο σπίτι. Εκπληκτική σκιαγράφηση χαρακτήρων, αμεσότητα και ειλικρίνεια και μια ωραία έκπληξη: ο παππούς, πολιτικός πρόσφυγας από τον Εμφύλιο, δίνει σημάδια ζωής στη Ρουμανία, ανατρέποντας την καθημερινότητα της οικογένειάς του και δη της γυναίκας του, της γιαγιάς, που ο κοινός συζυγικός τους βίος έιναι τρία χρόνια, όπως λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας.

Τρία ταξίδια κάνουν οι ήρωές μας: Ιταλία μέσω Μπάρι, Ρουμανία, Γαλλία-Ιράκ μέσω Ανκόνας. Σε κάθε ταξίδι πιο ώριμοι, πιο φιλόδοξοι, πιο διαφορετικοί. Και η Σώτη ξανασυναντά τυχαία έναν νεαρό αξιωματικό που τη γοήτευσε στο πρώτο τους ταξίδι, ο οποίος δεν είχε άλλη λύση επιβίωσης παρά το τιμόνι οπότε ο έρωτάς τους φουντώνει ανάμεσα στις κόρνες, τις λωρίδες κυκλοφορίας των εθνικών δρόμων και τα διαφορικά. Κι όταν ο Στράτος αρχίζει να λυγίζει από το βάρος των χρόνων ζωής η Σώτη είναι έτοιμη να πάρει το τιμόνι στα χέρια της και να ξαμοληθεί στις λεωφόρους. Κι όλα αυτά από το 1981 ως το τέλος της δεκαετίας, όπου η άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου άνοιξε πόρτες και παράθυρα για καλύτερη ζωή, για περισσότερα χρήματα, για ευκολίες και Αλλαγή!

Εκπληκτικό κείμενο, θα το ξαναπώ, με έμπασε για τα καλά στη ζωή των οδηγών, στα φορτία τους, στις δυσκολίες τους σε τελωνεία και αποκλεισμένες από κακές καιρικές συνθήκες περιοχές, όπου η φιλία και η κακία περπατάνε χέρι χέρι ανάμεσα σε άγνωστους και γνωστούς ανθρώπους. Πόσο όμορφο ένα τυχαίο συναπάντημα με συνάδελφο, πόσο δύσκολο να περνάς έξω από τις πόλεις με προορισμό τη βιομηχανική περιοχή τους γιατί απαγορεύεται να μπαίνουν οι νταλίκες στις πόλεις, πόσο διαφορετικές εικόνες βγαίνουν από αυτό το βιβλίο, πόσοι διαφορετικοί χαρακτήρες περνούν μέσα από τις σελίδες, πόσο όμορφη παρέα κρατάει στο δεύτερο ταξίδι τους μια κουκουβάγια ονόματι Ζωή!

Γιατί έπαιρνε ο Στράτος μαζί του την κόρη του; Για να τη γνωρίσει καλύτερα, μιας και τα ταξίδια του τους είχαν αποξενώσει!Μία από τις καλύτερες μεθόδους διαπαιδαγώγησης που έχω γνωρίσει και ένα πανέξυπνο εύρημα για πλοκή. Ε, τέλος πάντων, σταματήστε με, γιατί θα γράφω για ώρες για αυτό το βιβλίο!

Και φυσικά μην παραλείψετε να το διαβάσετε χωρίς το απαραίτητο τραγούδι \"Χωρίς αμορτισέρ\" του Νίκου Πορτοκάλογλου από την ταινία Βαλκανιζατέρ:



Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"-Άλλαξε, Παναγιώτα! -Όχι, εσύ ν\' αλλάξεις. Λες και η συμπεριφορά είναι ρούχο να βάζεις το καινούργιο πάνω στο παλιό\" (σελ. 78).

\"Η φτώχεια μπορεί να μοιραστεί κι ας σερβίρεται σε ατομικές συσκευασίες\" (σελ. 170).

\"Η γενιά μου βρισκόταν στα απόνερα του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης. Κάποιοι έκαναν τους ιδεολόγους και πήγαιναν στα φεστιβάλ της ΚΝΕ να τραγουδήσουν...Άλλοι το έρχιναν στα χάπια της ευτυχίας, άλλοι στην πρέζα, ακούγοντας Σιδηρόπουλο, Πελόμα Πεκιού, Φατμέ,...Οι σκυλάδες γλεντούσαν πάνω σε τραπέζια με τέκνο μπητ ανακατεμένα με Πανταζή, Δημητρίου, Στανίδη. Ασταμάτητα χαζοχαρούμενοι γίνονταν όλοι ίδιοι και στα σαράντα τους ίσως να ξυπνούσαν. Οι κλαμπάκηδες ξημεροβραδιάζονταν στα τεράστια κλαμπ, άκουγαν μια μουσική χωρίς όργανα, κρύα κι απρόσωπη, που κάνει τους ανθρώπους μηχανές. Άκαμπτοι, βαριεστημένοι, κι ύστερα ξαφνικά, ενώ έχουν κοιμηθεί με \"Ελενίτσες\", χόρευαν σαν τρελοί, κατουριόντουσαν πάνω τους, αγαπούσαν όλους κι όλοι τους αγαπούσαν. Τα φρικιά ήταν κουλ, υποτονικοί και αμνήμονες...Έτοιμες φαστ φουντ απόψεις, που μόνο σαν νέοι θα προασπιζόμασταν. Για να τις απορρίψουμε όταν μεγαλώσουμε και γίνουμε κι εμείς πελάτες τραπεζών, ψυχθεραπευτών, διαφημιστών, λάιφ στάιλ περιοδικών. Οι κοινωνιολόγοι καθάρισαν μαζί μας, χαρακτηρίζοντάς μας γενιά Χ\" (σελ. 209-210).

\"Ο άνθρωπος που η ζωή του είναι τρεις δρόμοι όλοι κι όλοι, του σπιτιού, της δουλειάς και της αγοράς, δεν μπορεί εύκολα να καταλαβει τα ματαιωμένα ταξίδια αυτών που έμειναν στην άκρη του δρόμου\" (σελ. 260).

\"Οι μεγάλοι φαγάδες αυτού του κόσμου κατάφεραν να τηλεφωνούμε παντού χωρίς καλωδιακή σύνδεση, να έχουμε δορυφόρους, διαστημικές αποστολές, αλλά η πείνα δεν μπορεί ακόμη να αντιμετωπιστεί. Η φτώχεια γίνεται εξαθλίωση\" (σελ. 270).

Πάνος Τουρλής