Οι μαριονέτες

του M. W. Craven

Ένας δολοφόνος καίει τα θύματά του ζωντανά, διαλέγοντας να το κάνει σε προϊστορικούς λίθινους κύκλους του Λέικ Ντιστρικτ της Αγγλίας. Δεν αφήνει ίχνη πίσω του, τα θύματά του φαίνεται πως δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και τα εγκλήματα συνεχίζονται. Στο τρίτο θύμα ο δολοφόνος χαράζει το όνομα του παροπλισμένου ντετέκτιβ Ουάσιγκτον Πόου που επιστρέφει στην ενεργό δράση και με συνεργάτιδά του την ιδιοφυή αλλά κοινωνικά αδέξια Τίλι Μπράντσο θα προσπαθήσουν να βρουν ποιος είναι. Γιατί διαλέγει ο Πυρπολητής τους λίθινους κύκλους; Τι συμβολίζουν οι ανθρωποθυσίες του; Τι θέλει να επιτύχει; Γιατί «ζήτησε» τον Πόου; Ποιο είναι το σχέδιό του και πόσο βαθιά πρέπει να ψάξει κανείς για να πετύχει τη λύση του μυστηρίου;

Η πλοκή είναι τρομερά ενδιαφέρουσα και τα στάδια έρευνας είναι συναρπαστικά. Έχουμε έναν ένοχο που καίει ζωντανά τα θύματά του κι ένα γοητευτικά αξιοπερίεργο ντουέτο ερευνητών που ακολουθεί τα ίχνη του και προσπαθεί να μπει στο μυαλό του. Τα ευρήματα, οι φωτογραφίες, η επαγωγική σκέψη, η χρήση βάσεων δεδομένων και διαφόρων άλλων στοιχείων οδηγούν από σελίδα σε σελίδα στον ένοχο. Μου άρεσε πολύ που η πορεία της επίλυσης επήλθε από μικρές, σχετικά τυχαίες λεπτομέρειες, που έδωσαν το έναυσμα στον συγγραφέα να ξεδιπλώσει ολοζώντανα τα στάδια της έρευνας καθαυτά, γεμίζοντάς με αγωνία για το αποτέλεσμα της αναζήτησης και όλων των ιχνών που έβρισκαν όσο σκάλιζαν την υπόθεση. Έχουμε ανθρωποκυνηγητό, σκηνές εγκλήματος, ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και περιγραφές, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όμως η επίλυση του μυστηρίου σχηματίζεται κυρίως μέσα από τα ευρήματα κι ένιωσα σα να ήμουν παρών στις εναλλακτικές οπτικές γωνίες που χρησιμοποιούσαν η Μπράντσο και ο Πόου για να βρουν την αλήθεια. Ειδικά με τη μεγάλη ανατροπή, που και πάλι κάτι μικρό, κάτι τυχαίο, κάτι ασήμαντο φέρνει στο φως την αλήθεια έμεινα με το στόμα ανοιχτό και συγχάρηκα νοερά τον συγγραφέα για την ικανότητά του να με παραπλανά με τόσο γοητευτικό τρόπο.

Ο Ουάσιγκτον Πόου, 38 ετών, τέθηκε σε διαθεσιμότητα εδώ κι ενάμιση χρόνο μετά την τραγική έκβαση μιας υπόθεσης στην οποία ήταν υπεύθυνος (να αναφέρω εδώ πόσο εξίσου συγκλονιστική ήταν η περίπτωση αυτή και πόσο ανατριχιαστική η χιονοστιβάδα εξελίξεων που ακολούθησε) και τη χειρίστηκε λάθος, τώρα όμως ο διευθυντής του SCAS (Τομέα Ανάλυσης Σοβαρών Εγκλημάτων, που υπάγεται στην NCA, την Εθνική Υπηρεσία Δίωξης Εγκλήματος) βαν Ζάιλ τον θέλει πίσω ως υφιστάμενο της Φλιν. Ο Τομέας είναι πραγματικά ενδιαφέρων, μιας και ο ρόλος του είναι να αναγνωρίζει κατά συρροή βιαστές και δολοφόνους και να παρέχει αναλυτική υποστήριξη σε κάθε αστυνομική υπηρεσία που είχε να ερευνήσει περίπλοκους φόνους δίχως φανερό κίνητρο.

Ποιος είναι ο πρωταγωνιστής μας λοιπόν; «Παρεξηγημένος απ’ τους συναδέλφους, αγνοημένος από τους ανωτέρους, δεδομένος από τους υπόλοιπους», όπως τον αποκαλεί ο παιδικός του φίλος, αρχιφύλακας Κίλιαν Ριντ. Ένιωσε ευγνωμοσύνη που απολύθηκε, λάτρεψε το Χέρντγουικ Κροφτ στην Κάμπρια (άλλη ονομασία για την Ουαλία) όπου μένει και που αγόρασε πρόσφατα αλλά τώρα που ξανάβαλε την αστυνομική ταυτότητα στην τσέπη δε νιώθει έτοιμος να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Είναι ένας χαρακτήρας που ξεφεύγει αρκετά από τους ντετέκτιβ της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας γιατί έχει και μια σκοτεινή πλευρά που φωτίζεται μέσα από ακραίες πράξεις. Δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη, ο αστυνομικός που νιώθει τύψεις γιατί ένας άνθρωπος πέθανε από δικό του λάθος στην κρίσιμη υπόθεση που τον «έβαλε στον πάγο» αλλά διακατέχεται από έναν αέναο θυμό. «Δεν είχε τολμήσει να ψάξει την πηγή του θυμού. Τον είχε χρησιμοποιήσει. Του έδινε κίνητρο. Τη δυνατότητα να δει μέσα στις σκιές. Του επέτρεπε να κάνει όσα οι άλλοι δεν μπορούσαν. Έσωζε ζωές» (σελ. 332). Ο φίλος του ο Ριντ τον παροτρύνει: «Μέχρι να αντιμετωπίσεις τους δαίμονες που κρύβεις μέσα σου… θα σε σπρώχνουν συνεχώς σε ολοένα και πιο ακραίες πράξεις. Και κάποια στιγμή ο θυμός σου θα σκοτεινιάσει περισσότερο» (σελ. 332). Δεν έδειξε απλά το σήμα του σε μια παρέα από μεθύστακες που ενοχλούσαν την Τίλι αλλά τους προκάλεσε σε καβγά, δεν έκανε σύσταση σε συνάδελφο για το bullying αλλά του επιτέθηκε, επομένως τι πραγματικά συμβαίνει στην ψυχή του; Μήπως το παρελθόν της οικογένειάς του είναι και η απάντηση σε αυτήν τη συμπεριφορά; Ένα παρελθόν για το οποίο δε γνωρίζει ο ίδιος αλλά ο Πυρπολητής;

Η παιδική ηλικία του Πόου δεν ήταν εύκολη, μιας και η μητέρα του τον εγκατέλειψε όταν ήταν βρέφος γιατί δεν άντεχε την ανιαρή ζωή της, με τον άντρα της και πατέρα να λείπει μόνιμα σε ταξίδια. Τελικά ο πατέρας του τον μεγάλωσε κι όταν το παιδί επιτέλους ενηλικιώθηκε άρχισε ξανά να γυρίζει τον κόσμο. Η μητέρα του σκοτώθηκε σε τροχαίο λίγο μετά τη διαθεσιμότητα του Πόου αλλά το έμαθε πέντε μήνες μετά, από τον πατέρα του, με μέιλ! Στα πρώτα του βήματα λοιπόν ο Ουάσιγκτον δυσκολεύτηκε αρκετά, με την αγάπη του πατέρα του να του δίνει το συναισθηματικό αντίβαρο που χρειαζόταν και με την ιδέα της αστυνομίας να λειτουργεί ως σωτηρία για τον ίδιο, να κάνει κάτι δηλαδή που θα σώζει τον κόσμο από το έγκλημα. Έτσι γνωρίσαμε τον ντετέκτιβ Πόου ώσπου ήρθε το κακό και άνοιξε διάπλατα τα κλειστά χαρτιά, δίνοντας νέα διάσταση στη ζωή του πρωταγωνιστή κι ένα καλό cliffhanger για το επόμενο βιβλίο. Αλήθεια, τι θα έκανα εγώ στη θέση του αν μάθαινα τα κίνητρα και τα ενστερνιζόμουν; Πώς θα αντιδρούσα αν διαπίστωνα πως ό,τι πίστευα και με είχε γαλουχήσει ήταν ψέμα κι έτσι έπρεπε να αναθεωρήσω τα πάντα;

Από την άλλη, αγάπησα ιδιαίτερα την Τίλι (Ματίλντα) Μπράντσο, με τις προβληματικές κοινωνικές δεξιότητες, που έχει μεγαλώσει αποκομμένη από τον κόσμο αλλά με πτυχίο από την Οξφόρδη στα 16 της, που «παίρνει τα πάντα τοις μετρητοίς και πιστεύει όλα όσα της λένε», που πέφτει θύμα συναδελφικού bullying, αλλά είναι τρομερή στον προγραμματισμό των υπολογιστών και στις τεχνολογίες. Μάλιστα, αυτές τις δυνατότητες της τεχνολογίας σε κάποια σημεία στηλιτεύει ο συγγραφέας: «Αναπολούσε τον παλιό, καλό καιρό, που το να έχεις άποψη για κάτι που δεν ήξερες τίποτα σχετικό ήταν κάτι αρνητικό. Τα γεγονότα λίγη αξία είχαν πια. Ο λαϊκισμός και τα fake news είχαν μετατρέψει τον κόσμο σε άμυαλα τρολ» (σελ. 96). Αγαπημένη μου κακή της συνήθεια είναι το γεγονός πως λέει πάντα αυτό που σκέφτεται, χωρίς να έχει συναίσθηση πως έτσι ίσως προσβάλλει ή σοκάρει τον συνομιλητή της (κάποια περιστατικά όμως με έκαναν να γελάσω ηχηρά). Θα μπορούσε να την πει κανείς και αυτιστική, μόνο που πολλές αντιδράσεις της δεν ανήκουν σ’ έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Μάλιστα, η συναναστροφή της με τον Πόου σταδιακά την αλλάζει εσωτερικά και εξωτερικά, της δίνει περισσότερο θάρρος και αυτοπεποίθηση, αρχίζει να νιώθει φιλικά απέναντί του και γενικότερα να συνειδητοποιεί πώς είναι να έχεις κάποιον να σε νοιάζεται και να σε βοηθάει. Η ακόλουθη πρόταση από τη μια καταρρίπτει έναν από τους βασικότερους πυλώνες της ψυχολογίας κι από την άλλη δείχνει το μέγεθος εξυπνάδας και τη γωνία αντίληψης της Τίλι: «-Το ποτήρι δεν είναι μισογεμάτο, Πόου. Ούτε μισοάδειο… Είναι διπλάσιο απ’ όσο χρειάζεται» (σελ. 127). Μαζί με τον Ουάσιγκτον αποτελούν ένα ξεχωριστό ντουέτο: «Ο Πόου ένιωσε την ανάγκη να την προστατεύσει. Μπορεί τα χρόνια που τους χώριζαν να μην ήταν τόσα πολλά, ωστόσο η διαφορά τους στην εμπειρία ζωής ήταν γιγαντιαία. Η αφέλεια κι η αθωότητά της έρχονταν σε αντίθεση με τη σκοτεινή του φύση αλλά ήταν όμοιοι με διάφορους τρόπους. Και οι δύο ήταν εμμονικοί, και οι δύο προκαλούσαν τον εκνευρισμό των γύρω τους» (σελ. 249).

Γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές υπάρχουν συνάδελφοι και συνεργάτες του SCAS, όπως η ντετέκτιβ επιθεωρήτρια Στέφανι Φλιν, που πήρε τη θέση του Πόου (είναι ακριβώς εκείνη η αξιωματικός που ακροβατεί ανάμεσα στο καθήκον και το ένστικτο, όταν η κρισιμότητα μιας κατάστασης απαιτεί παράκαμψη της γραφειοκρατίας), ο πρώην διευθυντής Τάλμποτ, μνησίκακος και κατηγορεί τους πάντες για όλα, ο  καινούργιος διευθυντής, Έντουαρντ βαν Ζάιλ, ο Λέναρντ Τάπινγκ, αρχηγός της Αστυνομίας της Κάμπρια και φανατικός εχθρός του Πόου, ο υποδιευθυντής Χάνσον που παρέμεινε στη θέση του παρά την αποτυχία της υπόθεσης που έθεσε τον Πόου σε διαθεσιμότητα, ο Ίαν Γκαμπλ, επικεφαλής ντετέκτιβ αστυνόμος στην υπόθεση του Πυρπολητή και προϊστάμενος της CID (Διεύθυνσης Διερεύνησης Εγκλημάτων) και άλλοι, άνθρωποι που είτε εμποδίζουν την πορεία της έρευνας από πίστη στο γράμμα του νόμου ή από προσωπικό όφελος είτε αναγνωρίζουν το ένστικτο και την εμπειρία του Πόου και της Μπράντσο και τους στηρίζουν στον αγώνα δρόμου που έχουν μέχρι να βρουν τον ένοχο.

Τέλος, ο Πυρπολητής που καίει τα θύματά του ζωντανά, αφού πρώτα τα ευνουχίσει, δεν είναι ένας τυχαίος κατά συρροή δολοφόνος αλλά ένας χαρακτήρας που έχει άμεση σχέση με την ιστορία μας και τα κίνητρά του είναι απόλυτα «δικαιολογημένα», αν μπορεί να το πει κανείς έτσι. Τα εγκλήματα μου προκάλεσαν απόλυτη ανατριχίλα και η ωμότητά τους μου θύμισε το περιβάλλον του «Εκτελεστή» που έχει γράψει ο Chris Carter, με την αντίστοιχη παράθεση ανατριχιαστικών εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών: «Ο Πόου ήξερε πως υπήρχε ένας αστικός θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο οι καμένοι άνθρωποι μύριζαν σαν χοιρινό. Ήταν ψέμα. Μπορεί αυτό να ίσχυε με τη σάρκα, αλλά οι άνθρωποι που καίγονταν δεν είχαν υποστεί την επεξεργασία των ζώων πριν τη σφαγή. Δεν τους είχαν στραγγίξει απ’ το αίμα, ούτε είχαν αφαιρέσει τα όργανά τους. Τα έντερα, γεμάτα φαγητό και κόπρανα, παρέμεναν στο σώμα. Ό,τι καιγόταν ανέδιδε τη δική του απαίσια μυρωδιά» (σελ. 70). Χριστέ μου! Βρίσκουμε τελικά τον δολοφόνο και λύνεται το μυστήριο; Ναι, όμως η μαεστρία της γραφής έγκειται ακριβώς σε αυτό: τα καλύτερα φυλάσσονται για το τέλος, μιας και βλέπουμε την αλήθεια με μια βαθύτερη, πιο διεισδυτική ματιά σε δυο πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που τελικά δένονται σφιχτότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Ο συγγραφέας όχι μόνο έκανε τον Πυρπολητή αναπόσπαστο κομμάτι του κειμένου αλλά τον έβαλε να παίξει κι ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του Πόου. Η μάχη του καλού με το κακό δεν είναι απλά μια αφήγηση που θα φέρει το επιθυμητό τέλος και τη λύση του μυστηρίου αλλά μια ωρολογιακή βόμβα που θα φέρει αντιμέτωπο τον ντετέκτιβ με κάτι ασύλληπτο ενώ ταυτόχρονα τα τελευταία ερωτηματικά γύρω από την υπόθεση αυτή θα απαντηθούν με ευφάνταστο τρόπο, μόνο και μόνο για να γεμίσουν τον πρωταγωνιστή ηθικά διλήμματα και να του προσδώσουν μια απόλυτα ρεαλιστική προσωπικότητα, με δεύτερες σκέψεις, ήθος και αισθήματα.

Οι «Μαριονέτες» είναι ένα πολύ καλό ντεμπούτο αστυνομικού συγγραφέα, με μια ποικιλία ηθικών ζητημάτων, έντονων συναισθημάτων και άδηλων μυστικών. Ένα ξεχωριστό ντουέτο, απόλυτα αληθοφανές, αναλαμβάνει μια υπόθεση που θα τους αλλάξει, θα τους ωριμάσει και θα τους φέρει αντιμέτωπους με τραγικές αλήθειες που κατ’ επιταγήν του ίδιου του κράτους πρέπει να μείνουν καλά κρυμμένες. Διλήμματα, σασπένς, εκδίκηση και αίσθημα ιδιότυπης δικαιοσύνης πρωταγωνιστούν στις σελίδες αυτού του ξεχωριστού θρίλερ, που μυρίζει καμένο χωρίς όμως να έχει αρπάξει στις άκρες!

 Πάνος Τουρλής