Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια

της Έλενας Ακρίτα

Το νέο βιβλίο της Έλενας Ακρίτα είναι μια γενναία εξομολόγηση, στην οποία ξεδιπλώνει τις σκοτεινές σελίδες πίσω από μια φαινομενικά λαμπερή ζωή. Κατάθλιψη, άγρυπνες νύχτες, υπνωτικά χάπια, όλα απότοκα των απωλειών στη ζωή της, των δύσκολων οικογενειακών χρόνων και των αξεπέραστων τραυμάτων θα τη στοιχειώσουν αργά αλλά σταθερά. «Ή θα τα πω όλα ή τίποτα, αποφάσισα. Όσα έκρυψα, όσα φοβήθηκα, για όσα ντράπηκα, θα τα εξομολογηθώ όλα». Κι έτσι έγινε.

Ωμότητα, ρεαλισμός, συγκίνηση και χιούμορ στολίζουν την κατάθεση ψυχής που εναποθέτει η συγγραφέας στο βιβλίο της. Κάποτε τα υπνωτικά χάπια τα έπαιρναν χωρίς συνταγή και φυσικά κανείς δεν ήξερε τίποτα για τον εθισμό και για τις επερχόμενες δυσκολίες, σημασία τότε είχε να κοιμηθείς επιτέλους για να αντιμετωπίσεις την επόμενη μέρα («Ζούσαμε ευτυχείς μέσα στην άγνοιά μας. Τα παίρναμε και κοιμόμασταν, τι ωραιότερο»). Κι αυτό είναι η αρχή μιας διαδρομής με σκληρές γωνίες όπου ελλοχεύει η κατάθλιψη και ό,τι απορρέει από αυτήν. Με ειλικρίνεια και αμεσότητα καταγράφονται λαμπερές και σκοτεινές στιγμές, επιτυχίες και δυσκολίες που οδηγούν όμως με μαθηματική ακρίβεια στην κατάθλιψη, κάτι που δεν παίρνει κανείς εύκολα χαμπάρι στην αρχή. Ο λόγος ρέει αβίαστα, ζωντανεύοντας σκηνές από τη ζωή της Έλενας Ακρίτα με τέτοιο τρόπο που, ενώ ξέρεις πως το θέμα που διαπραγματεύεται το βιβλίο είναι δύσκολο, επικίνδυνο και αφορά πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο νομίζεις, ε, δε γίνεται, κάπου θα σκάσει το χειλάκι σου, μα τραγικωμικές καταστάσεις, μα ατάκες, μα αυτοσαρκασμό κι ας νιώσεις τύψεις αμέσως μετά, γιατί η κυρία Ακρίτα δε διακωμωδεί καταστάσεις, απλώς τις φωτίζει λίγο διαφορετικά για να τις ελαφρύνει. Ξέρει, βίωσε, παλεύει και αυτό δεν το θέλει για κανέναν άλλον, οπότε προσπαθεί με γλυκόπικρο τρόπο να ανοίξει την αγκαλιά της σε όσους συνταξιδεύουν και να την κλείσει ερμητικά για όσους έχουν μείνει έξω από τον εφιάλτη. Οι λέξεις, οι προτάσεις κυλάνε σα νερό και ξεφεύγανε από τα μάτια μου, ήθελα να συγκρατήσω την κάθε μία από αυτές, να απομονώσω κάποια περιστατικά, είναι όλα όμως ενταγμένα αρμονικά σ’ ένα ενιαίο και αρραγές σύνολο χαρμολύπης που δεν ήθελα να τις χωρίσω.

«Μα είναι τόσο δύσκολο να κοιμηθείς;», θα αναρωτηθούν όσοι είναι έξω από τον χορό κι έχουν κι αποψάρα. Όχι, είναι ανέφικτο. Και η Έλενα Ακρίτα βάζει τους πάντες στη θέση τους: «Όλο κλισέ αραδιάζουν οι χορτασμένοι από ύπνο άνθρωποι και οι feelgoodάδες στα σεμινάρια αυτοβελτίωσης. Όταν δεν μπορείς να κοιμηθείς, δεν μπορείς να κοιμηθείς, τέρμα» (σελ. 35). Είναι καταιγιστική: «Νύχια έχει η αϋπνία… Δεν σου χαρίζεται, δεν σε λυπάται, δεν σε συμπονά… Ή που θα ζεις άυπνος ή που θα σε οδηγήσει στον εθισμό των υπνωτικών» (σελ. 36). Λέει την αλήθεια: «Δεν ευθύνεται το φάρμακο για τον εθισμό σου, εσύ ο ίδιος ευθύνεσαι» (σελ. 44). Εφιστά την προσοχή: «Έχει και μια άλλη ιδιότητα η αϋπνία, μια ιδιότητα ύπουλη που σου ροκανίζει τον ψυχισμό αργά και σταθερά: σου προκαλεί ένα αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στου άλλους» (σελ. 120). Βήμα προς βήμα αναλύει τις συνθήκες, τους λόγους, τις αιτίες που την οδήγησαν στο να χάσει τον έλεγχο με τα υπνωτικά χάπια κι από κει να κυλίσει στην κατάθλιψη κι όλα αυτά χωρίς να κατηγορεί κανέναν, χωρίς να μεμψιμοιρεί. «Τις νύχτες σαν τον βρικόλακα, τις μέρες σαν το πτώμα» και μόνο είκοσι τρία χρόνια μετά κατάφερε να αποτινάξει τον εθισμό πολεμώντας με τη βοήθεια ψυχιάτρου. «Ο θάνατος του μπαμπά, η φυλάκιση της μαμάς, οι άγρυπνες νύχτες, όλα τα προοίμια της κατάθλιψης βρίσκονταν εκεί, τακτικά και νοικοκυρεμένα, κουκουλωμένα κάτω από σωρούς συναισθημάτων που δεν τους επέτρεπαν να ξεμυτίσουν» (σελ. 121).

Διαρκή πρωθύστερα, παιδική και ενήλικη ζωή, μνήμες, αναμνήσεις, περιστατικά που σημάδεψαν τη ζωή της συγγραφέως κι εγώ δε χάθηκα πουθενά. Πήγαινα από το ένα σημείο στο άλλο, παρακολουθούσα τις εξομολογήσεις της, διάβαζα για τη ζωή μιας γυναίκας που παλεύει ακόμη κι όμως δε χάνει στιγμή το χαμόγελό της. Παιδικά χρόνια στη Φιλοθέη, παρέες, παιχνίδια, φίλοι, όλη η γειτονιά μια οικογένεια κι η Έλενα Ακρίτα να αναπολεί τις δικλείδες ασφαλείας της: «Το βράδυ στις παιδικές μου αϋπνίες το μόνο που με νανούριζε ήταν οι φωνές των γονιών μου στο διπλανό δωμάτιο» (σελ. 57). Τα πέτρινα χρόνια της Δικτατορίας με τους ανθρώπους που τη στήριξαν όσο ζούσε μόνη χωρίς γονείς αντιδιαστέλλονται με την ήρεμη ως τότε ζωή της στο παραδεισένιο προάστιο της Αγίας Φιλοθέης: «Ένα οικογενειακό άσυλο, μια ζεστή φωλιά που με προστάτευε από τον περιρρέοντα τρόμο της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που μάτωνε, μιας Ελλάδας ηρώων και προδοτών» (σελ. 67). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως: «Το χθες δεν ήταν τόσο ευτυχισμένο όσο σήμερα θέλουμε να πιστεύουμε. Κι ούτε εμείς ήμασταν τα παιδιά των παλιών αναγνωστικών. Καλά και άγια τα ήθη και τα έθιμα… Όμως, για να προχωρήσουμε μπροστά, πρέπει κάποτε να πάψουμε να εξωραΐζουμε τις πίσω μας σελίδες» (σε. 69). Κι όμως: «Τα πρώτα δείγματα της κατάθλιψης ήταν άκακα σαν κουτάβι. Τίποτα δεν προμήνυε την κόλαση που θα κρατούσε χρόνια ατέλειωτα. Τίποτα το σπουδαίο, να, μια βαρεμάρα, ρε παιδί μου Μια κακοκεφιά» (σελ. 129). Και συνεχίζει αμείλικτη: «Καμιά φορά με ρωτάνε γιατί άργησα τόσα χρόνια να ζητήσω βοήθεια από ειδικούς. Η απάντηση είναι απλή: δεν την ήθελα ακόμα αυτή τη βοήθεια. Και δεν την ήθελα γιατί δεν καταλάβαινα τι το τραγικό είχε όλο αυτό. Κατά κανόνα, η κατάθλιψη είναι πιο ύπουλη από σένα. Και πιο έξυπνη επίσης. Στα πρώτα της βήματα σου προσφέρει τόση θαλπωρή, τόση στοργή, που την αντιμετωπίζεις…» (σελ. 130).

Τρυφερές αναπολήσεις, στιγμιότυπα με ηθοποιούς και πολιτικούς κι όλα αυτά να είναι μια ροζ τσιχλόφουσκα που έσκασε όταν πέθανε ο πατέρας της το 1965, στα δέκα της χρόνια, από καρκίνο και σχεδόν αμέσως μετά: «Ήμουν δώδεκα χρονών, είχα δει να συλλαμβάνουν τη μάνα μου μπρος στα μάτια μου, κι ο μπαμπάκας μου δεν ήταν πουθενά για να σηκώσει τον κοριτσίστικο τρόμο μου στις γερές του πλάτες» (σελ. 93). Καταγράφεται με ενάργεια και αμεσότητα μια Αθήνα όπου μεσουρανούσαν ο Στρογγυλός, ο Ανδρεάδης, ο Καλυβιώτης στην αγορά, ο Κουν, ο Χορν, η κυρία Κατερίνα, ο Μουσούρης στο θέατρο, όπου υπήρχαν κυριακάτικες έξοδοι σε ονομαστά ρεστοράν της Βουλιαγμένης και της Γλυφάδας και όχι μόνο, με τον κόσμο να ντύνεται «τα καλά του» για να βγει, ακόμη και για να πετάξει με το αεροπλάνο. «Ζήσαμε. Ζήσαμε χίλιες φορές και πεθάναμε άλλες τόσες. Μας σκότωσαν οι έρωτες, οι δεύτερες ευκαιρίες, οι προδοσίες, οι γκόμενοι, τα κόμματα, οι προσδοκίες των γονιών μας, τα όνειρά μας που έγιναν πραγματικότητα κι εκείνα που διαψεύστηκαν…Όχι όλοι. Μετριόμαστε αι είμαστε λιγότεροι. Μετριόμαστε και λείπουν οι φίλοι οι πιο ευαίσθητοι, οι φίλοι οι πιο διάτρητοι που δεν άντεξαν…Πού καιρός για κατάθλιψη, λοιπόν; Και ποιον παραμονεύει αυτή η αλήτισσα στη γωνία; Εμένα; Δεν θα ‘μαστε καλά» (σελ. 122-123). Κι όλες αυτές οι τρυφερές αναμνήσεις δε χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν σελίδες επί ματαίω αλλά για να ψηλαφίσει η συγγραφέας το παρελθόν της και να εντοπίσει τους λόγους που την οδήγησαν σ’ ένα σκοτεινό πηγάδι: «Δεν είναι θέμα θέλησης η κατάθλιψη, ούτε θέμα αποφασιστικότητας. Είναι ψυχική νόσος και στη νόσο αυτή όχι μόνο υπάρχει αλλά κυριαρχεί το δεν μπορώ» (σελ. 143). Και το πιο τρομακτικό: «Σωματοποιείς τη διαταραχή σου, όλοι οι καταθλιπτικοί το ξέρουμε αυτό» (σελ. 177).

Οι γάμοι της με τον Νάσο Κόκκινο και τον Κώστα Αρζόγλου, η θεατρική, δημοσιογραφική και τηλεοπτική της πορεία, ο γιος της, οι φίλοι της, όλοι εδώ: «Έτσι μεγάλωσα. Με μια άθεη αντάρτισσα γιαγιά, μια απρόβλεπτη αντάρτισσα μάνα και την προφεμινίστρια αντάρτισσα Αγία Φιλοθέη ως γυναικεία πρότυπα στη μετέπειτα ζωή μου» (σελ. 100). Η συγγραφέας τονίζει την απελευθερωμένη εποχή στην οποία μεγάλωσε, με τη σκιά της πατριαρχίας να πλανάται πάνω από τα κεφάλια αλλά και με τα πρώτα βήματα της γυναικείας αυτοδιάθεσης, σε μια εποχή-μεταίχμιο μεταξύ «χτες» και «σήμερα»: «Υπήρχαν κόλπα, tips που, αν τα εφάρμοζες με επιτυχία, μπορούσες να μετατρέψεις τον σύντροφό σου σε έναν χρήσιμο ηλίθιο. Έναν ηλίθιο που τον κάνεις ό,τι θέλεις κι εκείνος καμαρώνει πως είναι η κολόνα του σπιτιού. Πόσο άθλιο, πόσο βδελυρό. Να γνωρίζεις έναν άνθρωπο, να τον ερωτεύεσαι και μετά να σπαταλάς την υπόλοιπη ζωή σας σε φτηνά κόλπα ενός ακήρυχτου πολέμου» (σελ. 103). Έντονες είναι οι αιχμές της για τη σεξουαλική παρενόχληση και για την κατ’ οίκον κακοποίηση που δεν πρέπει να βγει παραέξω, τι θα πει ο κόσμος: «Να μιλάτε, κορίτσια μου, να μιλάτε» (σελ. 115). Κι όλα αυτά συγκροτούν έναν χαρακτήρα που πλέον επιτίθεται σε κάθε στερεότυπο και σε κάθε «αποψάρα» που διατυπώνεται από όποιον θέλει να πει μια κακία κλεισμένος σε στερεότυπα, τονίζοντας με το δικό της μοναδικό στυλ γραφής πως ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει με τον εαυτό του και το σώμα του. Είναι καυστική, αυστηρή, ωμή, προτρέπει οποιονδήποτε νιώθει ηλικιακό, φυλετικό ή άλλο εκφοβισμό και παρενόχληση να μιλήσει, να κάνει ένα μικρό βηματάκι που θα τον φέρει πιο κοντά στην αποδοχή του εαυτού του και στην απελευθέρωσή του από τις ντροπές που του επιβάλλουν οι άλλοι. Αγωνίζεται, εγείρει συνειδήσεις, παρακινεί, «κλωτσάει», «σκουντάει».

Στο νέο της βιβλίο η Ελένα Ακρίτα παλεύει μ’ ένα θηρίο που κάνει χαρούλες σε πολύ κόσμο και δεν τρέφεται μόνο από τα ψίχουλα του τραπεζιού του αλλά θρασύτατα του τρώει το ίδιο το φαΐ, με την κατάθλιψη. Γράφει γι’ αυτό με ειλικρίνεια και βαθιά αυτοκριτική, παραδέχεται άλλωστε πως της ήταν δύσκολο να κάνει αυτό το βήμα και να βγάλει στο φως το δικό της σκοτάδι, ώστε να δώσει δύναμη σε όσους πολεμάνε, να το αναγνωρίσουν και να το αντιμετωπίσουν εγκαίρως όσοι περνάνε καλά μαζί του (δεν είναι αλήθεια αυτό και θα το καταλάβουν πολύ γρήγορα) και να δείξει πως είναι μια ασθένεια που πρέπει να πάψει στον 21ο αιώνα πια να θεωρείται κάτι ντροπιαστικό που περιθωριοποιεί τον πάσχοντα. Κι ας δέχτηκε κι η ίδια τόνους λάσπης, ας εργαλειοποίησαν τη διαταραχή της, ας λοιδόρησαν την κίνησή της να μιλήσει γι’ αυτό, η πένα της καταγράφει ακριβοδίκαια συμπτώματα, συνέπειες, αποτελέσματα, φοβίες, χαρίζοντας αφειδώς δύναμη, κουράγιο και ουσιαστική ψυχολογική υποστήριξη με το κείμενό της. «Μετά τη θεραπεία, η ζωή συνεχίζεται, αλλά όχι απαραιτήτως με σημαίες και τραγούδια. Απλά προχωράει. Άλλοτε τρέχοντας, άλλοτε δρασκελίζοντας βουνά και λαγκάδια, άλλοτε μπουσουλώντας κι άλλοτε σέρνοντας. Όμως προχωράει. Κι αυτό είναι το σημαντικό» (σελ. 279).

Πάνος Τουρλής