Λυκοχαβιά

του Κώστα Μπαρμπάτση

Πρόκειται για μια συλλογή από έξι ιστορίες, εκτάσεως 20 έως 40 σελίδες η κάθε μία, οι οποίες διαδραματίζονται κυρίως στην Ήπειρο του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου ενώ παρακολουθούμε κάποιους από τους χαρακτήρες και αργότερα. Σκληρά κατά βάση κείμενα που απεκδύουν ψυχολογίες και περιστατικά, περιγράφουν τις δυσκολίες επιβίωσης είτε της κτηνοτροφικής ζωής είτε του εμφύλιου πολέμου είτε της μετανάστευσης και ζωντανεύουν με ιδιαίτερη παραστατικότητα και τεχνική εικόνες γεμάτες μόχθο, πόνο, προδοσία και πάλη. Ιδιόλεκτοι, κομμένες λέξεις, προφορικός λόγος χαρακτηρίζουν τα διηγήματα, των οποίων τα αναπάντεχα και τραγικά φινάλε παίζουν με τις λέξεις των τίτλων τους αλλά και με τις μοίρες των ανθρώπων που μας συστήνουν.

Στο «Θα φύγω ξάδερφε» ένας εργάτης δυσκολεύεται με τις σκληρές συνθήκες στο εργοστάσιο και θέλει να γυρίσει στον τόπο του. Παρά την αυστηρότητα του προϊσταμένου του και τη μοναχικότητα στη θέση εργασίας, ο αφηγητής δε χάνει την ανθρωπιά του και, απευθυνόμενος σ’ ένα πρόσωπο που μας αποκαλύπτεται στο τέλος, θυμάται τη ζωή του στα κοπάδια και στους λόγγους, πώς κα γιατί τα παράτησε για την ξενιτειά και ποιες άκρως συγκινητικές σκηνές αποχωρισμού έζησε με τα ζώα του, γιατί οι δικοί του δεν παρασύρθηκαν σε αγκαλιές και κανακέματα. Τελικά, ποια είναι η πιο δύσκολη ζωή, εδώ ή εκεί; Ποια είναι προτιμότερη; Στο «Πεσκέσι», ο μεγαλέμπορος Απόστολος, που τα τακίμιασε με τους Γερμανούς κατακτητές, χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του όταν ανακαλύπτει την εγκυμοσύνη της κόρης του, Σεβαστής κι αρχίζουν έτσι πρωτόφαντα βάσανα για την κοπέλα, η οποία φυλακίζεται στο σπίτι της και πέφτει σε κατάθλιψη. Ωμές, απάνθρωπες οι λέξεις, οδηγούν σταδιακά σ’ ένα αναπάντεχο τέλος που με έκοψε στα δύο.

Στη «Λυκοχαβιά», ένα λιανοπαίδι βόσκει τα ζώα ενός μπάρμπα του που δεν του φέρεται με καλοσύνη κι έτσι το παιδί μαραζώνει σταδιακά και χάνει τη μιλιά του, ώσπου βρίσκει ένα λυκόπουλο και μεγαλώνουν μαζί κατά τη διάρκεια της κατοχής, να όμως που τώρα ο μπάρμπας θέλει να πουλήσει αυτό το όμορφο πλάσμα, αδιαφορώντας για την ψυχολογία του παιδιού. Η λυκοχαβιά είναι όταν σε κοιτάει ο λύκος κατάματα κι εσύ δεν πρέπει να κουνηθείς ούτε να μιλήσεις, γιατί εκείνη την ώρα ο λύκος σε χαβώνει. Οι βοσκοί είχαν μάλιστα το συνήθειο, όταν σκότωναν έναν λύκο, να κόβουν το δέρμα γύρω από το στόμα του, να το φυλάνε στην εκκλησία για σαράντα μέρες και μετά να το έχουν πάνω τους σε δίκες για να αθωωθούν. Επίσης οι λύκοι είχαν τη συνήθεια να επιτίθενται στα ζωντανά και να τα πνίγουν αλλά στο 99ο να σταματάνε γιατί ξέρουν πως θα σκάσουν αλλιώς. Λεπτομέρειες που δεν ήξερα από τη ζωή σε τόπους κακοτράχαλους και άξενους, ρεαλισμός και διεισδυτική καταγραφή νοοτροπιών, αντιλήψεων και συμπεριφορών με ένα τέλος που μου έφερε δάκρυα στα μάτια.

«Στον τόπο του» γνωρίζουμε έναν αξιωματικό που είναι αποφασισμένος να πάει τον στρατιώτη του πίσω στον τόπο του ασφαλή και μετά αυτός να γυρίσει στο χωριό του, υπακούοντας έτσι στον άγραφο νόμο του πατέρα του που τον πιέζει για θέματα τιμής και αντρείας απ’ όταν μπήκε στη Σχολή των Ευελπίδων. Όπως όλοι οι στρατιώτες όταν πλέον οι Γερμανοί έχουν καταλάβει και τη Θεσσαλονίκη αλλά εντολή για υποχώρηση δεν έρχεται, έτσι κι οι δυο άντρες βρίσκονται επί ξύλου κρεμάμενοι και ρισκάρουν να κατευθυνθούν κρυφά προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα για να σωθούν. Θα καταφέρουν να φτάσουν… στον τόπο τους; Στο «Ας λάμπει ο ήλιος» μια γυναίκα ξημεροβραδιάζεται στον σταθμό του Κηφισού προσμένοντας τον αδερφό της που τον πιάσανε τότε με τον Εμφύλιο και έχασε τα ίχνη του. Συγκινητικό και τρυφερό, γεμάτο δύναμη, πείσμα και επιμονή μα και αδελφική αγάπη. Στο «Ζωντανό σκιάχτρο» ο Λώλος ή λωλο-Γιάννης, είναι ένας ήσυχος παλαβός που δεν πειράζει κανέναν, δε μαλώνει όσους τον κοροϊδεύουν, μόνο που οι Γερμανοί στην Κατοχή δε θα είναι τόσο υπομονετικοί μαζί του, ειδικά αφού βρει κάτι που δεν έπρεπε. Το γέλιο και η χαρά με την απλή κι ανεπιτήδευτη ευτυχία του Λώλου σύντομα αντικαθίστανται από σκληρές εικόνες.

Τα αγάπησα όλα τα διηγήματα και δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω κανένα. Η προφορική σχεδόν γραφή μού δημιουργούσε συνέχεια εικόνες, οι ιδιωματισμοί χρησιμοποιήθηκαν άψογα κι εντάχθηκαν αρμονικά στα κείμενα, αν και ίσως η άφθονη χρήση τους ξενίσει κάποιους αναγνώστες, το περιεχόμενο των κειμένων δεν είχε καμία ωραιότητα και παρουσίαζε τα γεγονότα όπως έγιναν, αντικειμενικά και σχεδόν αποστασιοποιημένα, κάτι που με βοήθησε να νιώσω καλύτερα τα συναισθήματα των χαρακτήρων και να κατανοήσω τον τρόπο αντίδρασής τους σε δύσκολες και στενόχωρες συνθήκες. Η γραφή καταφέρνει να αφήσει το προσωπικό της σημάδι στα κείμενα και να μην τα παραθέσει χωρίς καθοδήγηση και όρια, ένα γνώρισμα που δύσκολα συναντάμε σε τέτοιες περιπτώσεις, μιας κι ο συγγραφέας εύκολα θα μπορούσε είτε να παρασυρθεί και να δημιουργήσει ακατανόητες εξελίξεις είτε να εντάξει αταίριαστες περιγραφές και ασύμβατο λεξιλόγιο με την εποχή και τον τόπο. «Λυκοχαβιά», πόνος, δυσκολίες, Ήπειρος.

Πάνος Τουρλής