Λιβάδια από ασφοδίλι

του Βασίλη Δανέλλη

Συγκινητικό και τόσο αληθινό! Πιο επίκαιρο από ποτέ, πρωτότυπο στη σύλληψη και στην πλοκή του, ανθρώπινο και ρεαλιστικότατο!Αλήθεια, εσείς τι θα κάνατε αν μια μέρα χάνατε τα πάντα και καταλήγατε στους δρόμους, χωρίς σύζυγο, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς τίποτα; Πόσο βαθιά θα σκάβατε μέσα σας για να ατσαλώνατε τον εαυτό σας ώστε να παλέψει μια άλλη, πρωτόγνωρη και πρωτόφαντη ρουτίνα; Θα φτάνατε ποτέ να χάσετε την αξιοοπρέπειά σας και να ψάχνετε φαγητό στους κάδους; Θα είχατε τη δύναμη να αντέξετε και αυτήν τη δοκιμασία ή θα αυτοκτονούσατε;

Ένα υπέροχο κείμενο που μας φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα κάποιων ανθρώπων που δεν τους θέλουμε δίπλα μας, κοντά μας, κάποιων ανθρώπων που ούτε κι αυτοί ήθελαν να καταντήσουν άστεγοι κι όμως κατέληξαν εκεί. Ποιος ο μικρόκοσμός τους, οι συνήθειές τους, πώς τους αντιμετωπίζουν οι βολεμένοι, πιο άνετοι, σπιτωμένοι περίοικοι; Εικόνες σκληρές, σιχαμένες αλλά απαραίτητες για επιβίωση, γεγονότα που συμβαίνουν κάθε στιγμή δίπλα μας αλλά εμείς λοξοκοιτούμε προς το μέλλον μας και την ασφάλεια της δικής μας καθημερινότητας, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι όλα αυτά που εμείς χτίζουμε προσδοκώντας ένα μέλλον, μπορούν να χαθούν σε μια στιγμή κι όχι απαραίτητα από λάθος δικό μας!

Ο Παντελής είναι παντρεμένος με τη Γεωργία κι έχουν «τελματώσει» στη ρουτίνα κάθε μεσοαστικού ζευγαριού: το πρωί πάνε στη δουλειά, το μεσημέρι λένε τα νέα τους αν είναι ακόμη σε διάθεση να μιλήσει ο ένας με τον άλλον, το βράδυ ένα ξεστρατημένο χάδι, μια αφηρημένη επαφή την ώρα που ψάχνεις το χειριστήριο της τηλεόρασης. Μετά από μια διαδήλωση με πέτρες και ρόπαλα, το μαγαζί του Παντελή καταστρέφεται τελείως και η γυναίκα του τον εγκαταλείπει. Η τράπεζα του παίρνει το σπίτι, ο Παντελής αγωνίζεται να ξαναστήσει την επιχείρησή του, κοιμάται στο αμάξι του μέχρι να ορθοποδήσει, όλα όμως μάταια. Ο Παντελής καταλήγει στον δρόμο. Με βάσανα και περιπέτειες καταλήγει σε ένα νεοκλασικό που του έχουν κάνει κατάληψη κάποιοι άστεγοι κι έχουν σχηματίσει τον δικό τους μικρόκοσμο. Τρεις άνθρωποι τον συντροφεύουν σε αυτό το νέο επίπεδο ζωής, τον βοηθούν, τον στηρίζουν, τον διδάσκουν. Ο άντρας αλλάζει, μεταμορφώνεται, έρχεται αντιμέτωπος με τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, ζει από τα συσσίτια και την ελεημοσύνη κι αποπειράται να αυτοκτονήσει τρεις φορές. Ουρές αστέγων έξω από τα σούπερ-μάρκετ την ώρα που πετούν τα ληγμένα τρόφιμα, καβγάς και βία για ένα ξύλινο παγκάκι προς διανυκτέρευση, συσσίτια, καθώς πρέπει άνθρωποι που κοιτούν ενοχλημένοι, ένα σκυλί που το αφεντικό του το κλωτσάει και το ακρωτηριάζει αλλά αυτό επιμένει να του γλύφει το χέρι και να του κρατάει συντροφιά! Αισιόδοξη εικόνα σε όλα αυτά ο εκ Σύρου ανήλικος Μπασάρ που βλέπει στο πρόσωπό του τον χαμένο του πατέρα.

Θα συγκινηθείτε και θα σκεφτείτε πολλά πράγματα, θα αναθεωρήσετε την ως τώρα πορεία της ζωής σας και θα βρείτε κάπου χωμένο βαθιά μέσα σας τον άλλο σας εαυτό, ένα πλασματάκι αδύναμο και φοβισμένο, αρπαγμένο γερά από όλες τις εφήμερες απολαύσεις της καθημερινότητας που έχει χτίσει ο καθένας ώστε να διάγει τον βίον του ανέφελα. Θα του πιάσετε κουβέντα για να το ηρεμήσετε ή θα το αγνοήσετε; Το βιβλίο αυτό θα σας βοηθήσει να πάρετε τη σωστή απόφαση!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Τον εντυπωσίαζε το επίπεδο αλληλεγγύης των ανθρώπων που μάχονταν σκληρά για την επιβίωση και τον τρόμαζε ο αμείλικτος ανταγωνισμός που ξεσπούσε ανάμεσά τους για ασήμαντους λόγους. Κάποιες φορές μοραζόντουσαν μια μπουκιά, παρόλο που δεν ήξεραν πότε θα φάνε ξανά, ή μια κουβέρτα τις πιο κρύες νύχτες κι άλλες φορές χειροδικούσαν για ένα θησαυρό που είχαν βρει στα σκουπίδια ή για μια πιθαμή γης να ξαπλώσουν» (σελ. 62).

«Η διαμαρτυρία είναι μόνο άρνηση και η συμμετοχή στην άρνηση δεν είναι δράση, ούτε καν αντίδραση» (σελ. 80).

«Όταν όμως σταματάμε να σκεφτόμαστε, όλα γίνονται απλά. Οι αισθήσεις μάς δι΄νουν την απάντηση που γυρεύουμε. Κάποιες φορές χρειάζεται να ναυαγήσουμε για να συνειδητοποιήσουμε πόσο μας αρέσει η θάλασσα κι ο ύπνος κάτω από τα δέντρα. Μην ξεχνάς όμως ότι όσο παράλογη κι αν είναι η ζωή, δεν παύει να είναι ένα θαύμα. Το μοναδικό. Όλα τα υπόλοιπα -ο ήλιος, η θάλασσα, ο έρωτας, η φιλία- είναι απλώς εκφράσεις της, οι τρόποι με του οποίους βιώνουμε την ύπαρξη....Δεν χρειάζεται λοιπόν να καταλάβεις, απλώς ζήσε. Γιατί, τι πιο παράλογο από το να βιάζεσαι να στερηθείς μια ώρα αρχύτερα αυτό που θα στερηθείς ούτως ή άλλως;» (σελ. 101) [οι απόψεις του συγγραφέα για την αυτοτκονία]

«Λες ότι η ρουτίνα διαβρώνει τις σχέσεις. Πιθανόν να έχεις δίκιο, πολλοί συμμερίζονται αυτήν την άποψη. Υπάρχει και η άλλη πλευρά όμως. Οι μακροχρόνιοι δεσμοί είναι χτισμένοι πάνω σε καθημερινές συνήθειες, όπως είναι ένας βραδινός περίπατος, μια αγκαλιά στο κρεβάτι ή ένα φιλί το πρωί στην εξώπορτα πριν φύγει ο ένας από τους δύο για τη δουλειά. Η συνήθεια λοιπόν δεν αποξενώνει απαραιτήτως, μπορεί να σημαίνει απόλαυση» (σελ. 108).

«Η αυτοκτονία ήταν, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, πράξη εγωισμού. Λύτρωνε μόνο τον αυτόχειρα, κανέναν άλλο» (σελ. 136).

«-Πάντα σκεφτόμουν το μέλλον. Σπούδαζα για να δουλέψω, δούλευα για να βγω στη σύνταξη, παντρεύτηκα για να μη γεράσω μόνος.
-Κι έχασες το παρόν.» (σελ. 153).

Πάνος Τουρλής