Κορίτσια ιέρειες, γυναίκες δέντρα

aaa_Melisses_Ieries_coverΠοια η θέση (μοίρα) της γυναίκας στην ελληνική επαρχία τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Πόσο διαφορετική από εκείνη των δεκαετιών που θα ακολουθούσαν αλλά και όσων είχαν προηγηθεί; Στα τέλη της δεκαετίας του 70, σε μια μικρή ορεινή κωμόπολη, απομακρυσμένη και σχεδόν αποκλεισμένη από τον «πολιτισμό», τέσσερα δωδεκάχρονα κορίτσια, ─η Σταματία, η Ελευθερία, η Πανδώρα και η Ασπασία─, εξαφανίζονται μυστηριωδώς.  Τη θέση τους θα πάρουν οι μέλισσες, ενώ χρόνια μετά η δασκάλα τους Φιλομήλα θα ισχυριστεί ότι τις είδε μεταμορφωμένες σε άρκτους στον ναό της Πότνιας θεάς[1] στη Βραυρώνα. Αυτός περιληπτικά είναι ο μύθος στη πρώτη από τις δυο νουβέλες της Χαράς Νικολακοπούλου, ο οποίος και δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο. Μισό και πλέον αιώνα πριν, στην «Φραγκογιαννού» του Παπαδιαμάντη, η ηλικιωμένη χήρα θα σκότωνε  το  ένα μετά το άλλο τα κοριτσάκια του χωριού για να τα απαλλάξει από τα βάσανα που τα περίμεναν. Στις «Μέλισσες Ιέρειες» η Φιλομήλα[2] αντί να καταθλιβεί για την εξαφάνιση των μαθητριών της, νιώθει περηφάνια και ανάταση. Την Φραγκογιανού περιμένει ο θάνατος ως θεία δίκη, την Φιλομήλα ο εγκλεισμός σε κάποια ψυχιατρική κλινική.



Στις «Μέλισσες ιέρειες» ο αναγνώστης, ─όπως και οι γονείς των κοριτσιών μπροστά στα αμφίβολα πειστήρια του μυστηρίου: ένα αχρησιμοποίητο ταμπόν και ένα μισοτελειωμένο βιβλίο−, θα μείνει  μετέωρος. Ο περιφερόμενος Παρασκευάς με το φλογερό ταπεραμέντο και την ανάρμοστη οικειότητα απέναντι στα κορίτσια, αλλά και ο δήμαρχος που απολάμβανε θορυβωδώς το καφεδάκι του κρυφοκοιτώντας τα κάλλη τους, γεννούν  υποψίες  που η ίδια η αφήγηση στην πορεία της θα υπονομεύει. Λαϊκή αλληγορία και ευφάνταστη παραμυθία (το κωμικό με το τραγικό αλλά και το σπαραξικάρδιο παρέα με το γκροτέσκο), πειστικές περιγραφές των κατοίκων του χωριού και απολαυστικά μικροεπεισόδια από τη ζωή της μορφωμένης και εκλεπτυσμένης Φιλομήλας (η ιστορία με τον Καπετάν Φυσέκα και το κωμικοτραγικό τέλος του παπαγάλου είναι εξαιρετικά)∙ η συγγραφέας πάνω σε αυτόν τον ρεαλιστικό αλλά και φαντασιακό καμβά στήνει με επιτυχία το σκηνικό της. Η ηθογραφία της επαρχίας στις δεκαετίες του 70 και του 80 (το Βιβλιοπωλείο-Χαρτοπωλείο-Πρακτορείο εφημερίδων η Μάθηση∙ τα «Υφάσματα-Νεωτερισμοί Η Αθηναία∙ τα περιοδικά τύπου Μανίνα και Κατερίνα∙ οι γιγαντοαφίσσες του Τουρνά μαζί με τις τσίκνες και τα σφαχτάρια του δεκαπενταύγουστου,  το νυφοπάζαρο και το σεξ που στη φαντασία των κοριτσιών ίσως μοιάζει… με το τσιγάρο (αφού και τα δυο βρωμάνε αλλά όλοι τα δοκιμάζουν)∙ τα παρατσούκλια των πατεράδων (ο Παναγιώταρος, ο επονομαζόμενος και Χοντροζυγούρας και  ο Διονύσης ο Σφιχτοθόδωρος)∙ στοιχεία λυρικά: το χωριό τον χειμώνα και το χωριό την άνοιξη∙ ένας γλυκός Σεπτέμβρης που την είχε αράξει στη μέση της πλατείας∙ το αεράκι που άφησαν πίσω τους τα κορίτσια και που ευωδίαζε όπως ο ροδίτης… Υποθέσεις αστείες: «Η Πανδώρα δεν θα άφηνε ποτέ μια σελίδα μισοτελειωμένη και μάλιστα στο κεφάλαιο με θέμα «Περιποίηση σώματος κατά και μετά το λουτρό(!)». Φράσεις κοφτές που θυμίζουν μοντέρνα αγγλοσαξονικά κείμενα: «οι γυναίκες δυσανασχετούν με το ακούσιο πατινάζ στο παγωμένο οδόστρωμα. Υπαρκτός ο κίνδυνος να σωριαστούν και να σπάσουν καμιά λεκάνη. Όμως –thanks god─ είναι ακόμα Σεπτέμβρης» ή κείμενα των Λατινοαμερικάνων μετρ του μαγικού ρεαλισμού: «Τρεις μέρες πριν την εξαφάνιση ένα λούνα Παρκ είχε κατασκηνώσει στη μικρή κωμόπολη»…


 «…Ωστόσο η βαριά αποφορά από τα ζώα που στοιβάχτηκαν για πούλημα ─μουλάρια, γαϊδούρια, κοτόπουλα(…) τρύπωσε από τα καφασωτά παντζούρια στα σπίτια κουβαλώντας κάτι το δυσοίωνο»… Φράσεις κλειδιά για τον αναγνώστη: «Οι γονείς είναι σαν το πουκάμισο του φιδιού. Τραβιέται από πάνω σου όταν έρθει καιρός και σε αφήνει να σέρνεσαι στον κόσμο γυμνός και άψητος (…) Μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει τι της είχαν κάνει τα φίδια και ο τρόμος της γι’ αυτά ολοένα μεγάλωνε»… Στοιχεία που προεικάζουνε ή μοιάζει να προεικάζουνε, αιτιολογούν ή μοιάζει να αιτιολογούν το τραγικό που θα ακολουθήσει: «Τα παλιά χρόνια οι γυναίκες ήταν δέντρα (…) Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να πει στο δέντρο ευχαριστώ για τον ίσκιο του. Και σήμερα είναι δέντρα. Αλλά μερικές ξεράθηκαν στο μεταξύ».


Στη δεύτερη κατά σειρά νουβέλα του βιβλίου, αυτήν με τον τίτλο «Ως τον μεγάλο ωκεανό», η απομάκρυνση της κεντρικής ηρωίδας από το ασφυκτικό οικογενειακό κουκούλι θα την οδηγήσει σε ένα δραματικό και αδιέξοδο τέλος.  Η ιστορία θυμίζει σε αρκετά σημεία το βιβλίο του Πολ Μπόουλς πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι “Sheltering Sky”[3] (1990). Η κεντρική ηρωίδα, όπως και η Κιτ στο ομώνυμο βιβλίο, ασυμβίβαστη και εξεγερμένη, μέσα από τη φυγή ποθεί την ελευθερία.  Στην μοναχική πορεία της μέσα στην έρημο θα γευτεί τον πόνο και τη στέρηση, θα γνωρίσει τον έρωτα αλλά και την εξαπάτηση, ωστόσο, εκείνη, έξω από καθορισμένο χρόνο και τόπο, και σε αντίθεση με τη Φιλομήλα και τα εξαφανισμένα κορίτσια στις «Μέλισσες Ιέρειες», θα παραμείνει ανώνυμη.


Λυρικές περιγραφές:


«Η έρημος άνοιξε ξανά ένα τεράστιο στόμα-χοάνη και τους κατάπιε. Τα δίχτυα της μαγγανείας τους τύλιξαν. Η χωμάτινη γαλήνη δεν ταραζόταν από κανένα θόρυβο. Ησυχία, ησυχία, ησυχία απόκοσμη. Ολόιδια με τον θάνατο. Η έρημος μπορεί να σε θάψει, μπορεί και να σε αναστήσει»


Κείμενα που άλλοτε δηλώνουν απελπισία και άλλοτε καταλήγουν σε φράσεις που μοιάζουν με αποφθέγματα ή λαϊκά γνωμικά:


«Της φάνηκε πολύ πιθανό ότι εκεί δα, με τα πόδια μέσα στο νερό, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή. Άγραφη. Με αφοπλισμένη τη δυναμική των φόβων και των ελπίδων της. Τίποτε δεν είναι πιο βασανιστικό, αποφάσισε, από τους φόβους και τις ελπίδες. Αυτά είναι που δημιούργησαν τους αντικατοπτρισμούς και τις οφθαλμαπάτες»…


«Είναι ψέμα πως δεν υπάρχουν νερά στην έρημο. Υπάρχουν, αλλά είναι αποταμιευμένα σε βαθιά πηγάδια».


 Ο λόγος μεστός, εικονοπλαστικός και ταυτόχρονα γλωσσοκεντρικός, εμπλέκει με επιτυχία τον εσωτερικό μονόλογο με την τριτοπρόσωπη αφήγηση: «Η έρημος με διώχνει και ο ωκεανός είναι μακριά. Της ήρθε να στριγγλίσει από απόγνωση».


Στο φιλμ του Μπερτολούτσι η τελευταία σκηνή σφραγίζεται από την πρόταση του ίδιου του συγγραφέα Πωλ Μπόουλς: Death is always on the way, but the fact that you don’t know when it will arrive seems to take away from the finiteness of life. (…)How many more times will you watch the full moon rise? Perhaps twenty. And yet it all seems limitless.” Για τη ανώνυμη γυναίκα της Νικολακοπούλου στο «Ως τον μεγάλο Ωκεανό», το τέλος δεν θα είναι παρά ένα ακόμη ταξίδι.  Ένας ακόμη δρόμος που ίσως δείχνει τη λύτρωση: «Αναρωτήθηκαν τι ήταν άραγε εκείνο το κουβάρι από σώμα, ρούχα και μαλλιά που επέπλεε στα ρηχά. Μόλις πέντε μέτρα από την ακτή». Πέρα από τη γλωσσική φροντίδα και την ευφάνταστη αφήγηση, τα νήματα που συνδέουν τις δύο ιστορίες αυτού του βιβλίου θα πρέπει να αναζητηθούν στο αιώνιο θέμα της φυγής αλλά και της αναζήτησης της γυναικείας ταυτότητας σε μιαν ανδροκρατούμενη κοινωνία.


Η Χαρά Νικολακοπούλου γεννήθηκε στα Καλάβρυτα. Είναι φιλόλογος και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημιουργική Γραφή από το Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας. Από το 1992 μέχρι το 1999 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε πολυεθνικές διαφημιστικές εταιρίες. Σήμερα ζει στην Καλαμάτα όπου από το 2013 λειτουργεί το δικό της εργαστήριο δημιουργικής γραφής. Διηγήματα και παραμύθια της έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Μανδραγόρας, Παρέμβαση, Κοράλλι κ.α. Στις ηλεκτρονικές εκδόσεις 24grammata βρίσκεται αναρτημένη η πτυχιακή εργασία της «Παραδοξολογίες και γλωσσικές ακροβασίες στο πεζογραφικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα». Τον περασμένο χρόνο κυκλοφόρησε το βιβλίο της ”Η δημιουργική γραφή στο Γυμνάσιο” από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.



*




©Χρύσα Φάντη,

Πρώτη δημοσίευση στο διαδικτυακό περιοδικό Staxtes 13-5-2016



____________


[1]Πότνια (Κυρά, Δέσποινα) ήταν ένας τίτλος που έδιναν σε διάφορες θεές όπως η Αθηνά, η Δήμητρα, η Άρτεμις και η Περσεφόνη στον Μινωικό και στον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Η «Πότνια Θηρών» (κυρά των ζώων), αρχαία τοιχογραφία της οποίας έχει βρεθεί στην Σαντορίνη, είναι η Άρτεμις, οι ιέρειες της οποίας ονομάζονταν «Μέλισσαι». Σε μια εποχή που οι άνθρωποι αλληλοσπαράζονταν, η Μέλισσα τους δίδαξε ταπεινοφροσύνη.



[2]Φιλομήλα: Η επιλογή του ονόματος παραπέμπει ευθέως στον μύθο του. Σύμφωνα με αυτόν, ο Τηρέας και η Πρόκνη έκαναν έναν γιο, τον Ίτυ. Με τον καιρό ο Τηρέας άρχισε να ποθεί ερωτικά τη νύφη του  Φιλομήλα και έτσι μία μέρα όρμησε πάνω της και την βίασε. Στη συνέχεια της έκοψε τη γλώσσα για να μην μπορέσει ποτέ να διηγηθεί στην αδελφή της τι είχε συμβεί πραγματικά. Όταν όμως εκείνη το μαθαίνει σκοτώνει τον γιο της και δίνει εντολή να μαγειρέψουν τη σάρκα του και να την σερβίρουν στον Τηρέα για δείπνο.



[3] ουρανός που σκεπάζει, καταφύγιο, ναός, άσυλο. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο Τσάι στη Σαχάρα το 1991 από τις εκδ. Απόπειρα, σε μετάφραση του Λουκά Θεοδωρακόπουλου.