Καταραμένες πολιτείες

της Έλενας Χουσνή

Σ’ ένα απομονωμένο λεπροκομείο, σ’ ένα νησί του Αιγαίου, άνθρωποι στιγματισμένοι απ’ την αρρώστια και την κοινωνική απομόνωση συγκροτούν τη μικρή τους κοινωνία. Οι χαρές εναλλάσσονται με το πένθος, άντρες και γυναίκες κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να περάσουν ήρεμα και όμορφα την υπόλοιπη ζωή τους. Αίσθηση πίκρας για την αδικία της απομόνωσης, ελπίδα για κάθε νέο φάρμακο που δοκιμάζουν και τόσα άλλα συναισθήματα περιγράφονται στο νέο μυθιστόρημα της κυρίας Έλενας Χουσνή. Πενήντα χρόνια αργότερα, το λεπροκομείο, χτισμένο σ’ ένα σημείο-«φιλέτο», θα γίνει το μήλον της έριδος ανάμεσα σ’ έναν αντιδήμαρχο κι έναν πολιτικό μηχανικό ώσπου ένας φόνος θα ξυπνήσει τις εφιαλτικές μνήμες του παρελθόντος.

Η συγγραφέας περιγράφει με ρεαλισμό την κατάσταση στο λεπροκομείο: μια κλειστή κοινωνία που αποτελείται από «χιλιομπαλωμένα σώματα», χωρίς καθρέφτες, με τις πλύστρες, τις μοδίστρες και τους κουρείς που τους επισκέπτονται κάθε τόσο να κοιτούν μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Μάλιστα, η συγγραφέας παραθέτει ένα ανατριχιαστικό χωρίο, αντιπροσωπευτικό αυτής της κατάστασης: «Τα ίδια και οι κουρείς… Τρέμουν μην τους ξεφύγει ψαλιδιά και χαράξει το δέρμα… Το πιο επικίνδυνο σημείο. Η μεγάλη μάχη με τις τρίχες γύρω από τα αυτιά… Οι λωβοί χωρίς λοβούς…» (σελ. 24). Η καθημερινότητά τους αποτυπώνεται με πάσα ειλικρίνεια και οι χαρακτήρες που τριγυρίζουν στις σελίδες του βιβλίου καλωσορίζουν τον αναγνώστη στη ρουτίνα τους. Είναι πολύ έντονος ο βαθμός αγάπης και συμπόνοιας που νιώθει η συγγραφέας όσο αναπαριστά με ρεαλισμό και ταυτόχρονα με συγκεκαλυμμένο λυρισμό τις μικροχαρές, την αγωνία, τη συντροφιά με το θανατικό. «Όσο άρρωστα ήταν τα κορμιά τους τόσο καθαρή αυτή η αγάπη» (σελ. 319). Δεσμοί αγάπης και συμπαράστασης, όλοι για όλους λειτουργούσαν, ζούσαν και δούλευαν οι άνθρωποι που είχαν κλειστεί σε αυτό το μέρος. Άνθρωποι που η κοινωνία, η ίδια τους η οικογένεια τους γύρισε την πλάτη, με αποτέλεσμα να τους ξεγράψει από τα κιτάπια της. «Με το που διαβαίνουν την πύλη αυτού του κόσμου, στον κάτω κόσμο είναι ήδη» (σελ. 60). Ακόμη και στο νεκροταφείο, δεν υπάρχουν ονόματα, μόνο αριθμοί, κάτι που φέρνει κραυγές απόγνωσης στην κυρία Χουσνή, η οποία τονίζει επανειλημμένα πως επίσημα συγνώμη σε όλα αυτά τα πλάσματα δε δόθηκε ποτέ από επίσημα ή μη χείλη.

Η κοινότητα και οι συνθήκες της ζωής καταγράφονται ακριβοδίκαια και αποδίδονται με πρωτόφαντη ωμότητα: «Καμιά άλλη πολιτεία δεν κλείνει τον κίνδυνο μέσα στα τείχη της. Όλες φτιάχνουν οχυρώσεις για να κρατήσουν το κακό απ’ έξω. Αλλά εμείς, το κακό, είμαστε κλεισμένοι μέσα. Αυλακώνουμε τα σύνορα με την ασχήμια μας» (σελ. 28). Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι οι πλούσιοι, με την τάχα μου βεβαίωση πως θα κλείνονταν στα σπίτια τους σε απομονωμένα σημεία «έπειθαν» τις αρχές πως δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία κι έτσι δεν κλείνονταν στα λεπροκομεία. «Ήταν ταξική αρρώστια η λέπρα» (σελ. 145). Η συγγραφέας δείχνει με μελανά χρώματα την ντροπή που νιώθανε οι οικογένειες των λεπρών που συναναστρέφονταν μεν τους γείτονες και φίλους όμως όχι πια σαν ίσος προς ίσον: «Αφού υπάρχει ένας στην οικογένεια, όλη η οικογένεια είναι άρρωστη» (σελ. 31). «Αχ, αυτή η αρρώστια, πόσες ορφάνιες έχει…» (σελ. 114).

Δίνεται λοιπόν η καθημερινότητά τους, πώς τρέφονται, πώς περνούν την ώρα τους, πώς μαστορεύουν κι αυτό σταδιακά, μιας και στην αρχή ήταν στην κυριολεξία παραπεταμένοι, άργησε να έρθει γιατρός που να κάνει σωστά τη δουλειά του, καθυστέρησε η ουσιαστική φροντίδα μιας τέτοιας κοινότητας. Το εκκλησίασμα, ο γάμος, η αρπαγή των υγιών παιδιών που τυχόν γεννιούνταν για να μην κολλήσουν το χτικιό, είναι περιστατικά που δε θα μπορούσαν να λείπουν από το μυθιστόρημα. Ειδικά πάνω στο τελευταίο βρίσκει αποκούμπι η ευαίσθητη ψυχή της συγγραφέως και παραθέτει συγκινητικές και σκληρές ιστορίες για τον χωρισμό παιδιών και μανάδων. Η πένα της δε χαρίζεται, μελανώνει τους πάντες: την υποκριτική κοινωνία που ήθελε ν’ αποφύγει το μίασμα και έχωνε σε λεπροκομεία αγαπημένους και δικούς τους ανθρώπους κι όταν αργότερα η αρρώστια θεραπευόταν δεν τους δέχτηκε πίσω ως «μιαρούς» και «λερούς», τη μάνα κυρίως που προτιμά να παραδώσει το παιδί της (μάλιστα περιγράφονται ορισμένες τέτοιες σκηνές πολύ σκληρά και ωμά, μεγεθύνοντας το ύψος της τραγικότητας και της απανθρωπιάς) στην αστυνομία και βάζει παπά να του ψάλει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» μπροστά της, ακόμη και όσους εκμεταλλεύονται τον πόνο των λεπρών και θησαυρίζουν εις βάρος τους ή τους τρομοκρατούν. Ένας ατέρμονος φαύλος κύκλος γεμάτος πόνο, αδιέξοδο, ανημπόρια κι έτσι ξεκινάει η αντεκδίκηση.

Οι πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι που σίγουρα έζησαν στην καταραμένη πολιτεία και υφαίνουν μια σφιχτοδεμένη πλοκή. Οι αποφάσεις τους, οι πράξεις τους, ο τρόπος σκέψης τους δεν επηρεάζει μόνο τους συγκρατούμενούς τους αλλά και το μέλλον, μιας και μισό αιώνα αργότερα θα επιστρέψουν σαν Ερινύες για να στοιχειώσουν κάποιους που δε φαντάζονταν πως είχαν σχέσεις μαζί τους. Με συγκίνησε η ιστορία της Ευτυχίας Γιοβάνη, που ερωτεύτηκε έναν άντρα που τελικά αρρώστησε και τον ακολούθησε, έγκυος ούσα, στο λεπροκομείο, προκαλώντας αβάσταχτο πόνο κυρίως στον πατέρα της. Αυτή η γυναίκα ήταν η αγαπημένη όλων, με το γέλιο της, το τραγούδι της μα πάνω απ’ όλα με την μπέσα της. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που ο επιστάτης Καπνουλάς την έβαλε στο μάτι.

Εξίσου επαναστάτης και φωνακλάς ήταν και ο Επαμεινώνδας Καραγιάννης, που με τις φωνές και τον αχαλίνωτο χαρακτήρα του κατάφερε να μετατρέψει το μέρος από εγκαταλειμμένη τρώγλη σε αξιοπρεπή κοινότητα. Τον έστειλαν εκεί για να μην ταράζει τον κόσμο με τις διαφορετικές (σοσιαλιστικές; ) ιδέες του. Δε χρειάστηκαν πολλά, ένα σημάδι, «λέπρα αργής εξέλιξης» και τον έκλεισαν μέσα. Ο γιατρός τον διόρισε βοηθό γενικών καθηκόντων όταν έφτασε μετά από πέντε χρόνια κι άρχισαν τα πράγματα να γίνονται καλύτερα για τους τροφίμους. «Έξω περισσεύει κι εδώ μέσα δεν χωράει. Μα από τότε που ήρθε μόνο καλό είδανε όλοι τους» (σε. 110). Αυτός ο άντρας φυσικά και δε συμπάθησε ποτέ τον Καπνουλά όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια και για τους δυο τους.

Γύρω από αυτούς λοιπόν κινούνται ο γιατρός Μωραΐτης, που παλεύει ανάμεσα στο καθήκον και την ανθρωπιά, η σιωπηλή και ταπεινή νοσοκόμα Μαρουδιώ, η πιο τραγική φιγούρα μέσα στην κοινότητά τους, ο επιστάτης Καπνουλάς (αχαΐρευτος, ο φόβος κι ο τρόμος του λεπροκομείου, θρασύδειλος και νταής), το λεπροπαίδι της Ευτυχίας, η πόρνη Μαριγούλα και τόσοι άλλοι!

Η εξιστόρηση του παρελθόντος γίνεται παράλληλα με αυτήν του παρόντος, πενήντα χρόνια μετά, που τα πάντα έχουν ερημώσει και εγκαταλειφθεί. Τι θ’ απογίνει το ερημωμένο κουφάρι του λεπροκομείου, που βρίσκεται σε μια κρίσιμη για εκμετάλλευση και ανάπτυξη περιοχή; Θα μετατραπεί σε πρότυπη μονάδα αγροτουρισμού ή χώρος πολιτισμού και Ιστορίας; Αυτή είναι η βασική διαφωνία ανάμεσα στον πολιτικό μηχανικό Νώντα Κυπραίου και τον αντιδήμαρχο Κώστα Βουρλιώτη. Ο ιδεολόγος Δαυίδ παλεύει με τον δικτυωμένο, πλούσιο, αδίστακτο, διψασμένο για χρήμα Γολιάθ και η κόντρα τους γεμίζει αμφιβολίες τους κατοίκους για το ορθόν της τουριστικής μονάδας. Όλα αυτά όμως δεν έχουν πια καμία σημασία, μιας και ο Βουρλιώτης βρίσκεται δολοφονημένος μέσα στο λεπροκομείο. Ποιος τον σκότωσε και γιατί; Γιατί στον χώρο του λεπροκομείου; Τι συμβολίζει αυτή η κίνηση; Πώς συνδέονται αυτοί οι δύο άντρες με τον κόσμο του «λουβιάρικου»;

Ο Νώντας Κυπραίου και η συνεργάτις και σύντροφός του Ελένη Περρή, με αφορμή την περιπέτεια που θα ζήσουν, θα αναβιώσουν μέσα από αποσπασματικές μαρτυρίες και ελάχιστα έγγραφα την ιστορία του λεπροκομείου και θα προσπαθήσουν να βρουν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Όλη αυτή η περιπέτεια θα θέσει νέα θεμέλια και στη δική τους, ετοιμόρροπη ερωτική σχέση ενώ ένα μεγάλο μυστικό θα έρθει στο φως τινάζοντας τα πάντα στον αέρα.

Η εξιστόρηση λοιπόν του συγκλονιστικού αυτού μυθιστορήματος γίνεται με πολλές αφηγηματικές τεχνικές που δε με κούρασαν, αντίθετα έδωσαν περισσότερη παραστατικότητα και ενάργεια στα γεγονότα. Το χτες δίνεται με τριτοπρόσωπη αφήγηση ενώ το σήμερα εναλλάξ και με πρωτοπρόσωπη. Η ιστορία καταγράφεται με τον αναγνώστη να γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των ευτυχισμένων και των σκληρών στιγμών του λεπροκομείου ενώ στο παρόν το παιχνίδι του δολοφόνου είναι πολύ καλά δοσμένο. Κατά την πορεία της ανάγνωσης και βάσει των γεγονότων που η συγγραφέας με άφησε να δω νόμισα πως κατάλαβα ποιος ήταν ο δολοφόνος και διάβαζα με λαχτάρα την εξομολόγησή του απέναντι στον Βουρλιώτη πριν πεθάνει. Έχουμε όμως να κάνουμε με μια πραγματικά καλή συγγραφέα κι έτσι, λίγες σελίδες πριν το τέλος, άναψε το σωστό φως και ο πραγματικός ένοχος ήταν κάτι απρόσμενο και ταυτόχρονα λογικοφανές. Το ήκιστα αρνητικό που βρήκα ήταν το γεγονός πως δεν υπήρχαν βοηθητικές ενδείξεις στην αρχή των κεφαλαίων για το χρονικό σημείο της αφήγησης, οπότε στην αρχή τουλάχιστον δυσκολεύτηκα να καταλάβω πού βρίσκομαι και ποιων η ιστορία συνεχίζεται, σύντομα όμως μπήκα για τα καλά στο πετσί όλων των ηρώων και απόλαυσα κάθε σελίδα.

Οι «Καταραμένες πολιτείες» είναι ένα κραυγαλέο «κατηγορώ» της κυρίας Έλενας Χουσνή για την παραδειγματική αδιαφορία της κοινωνίας (επίσημων φορέων μα το χειρότερο των ίδιων των οικογενειών) απέναντι σε ανθρώπους που αρρώστησαν από κάτι μη μεταδοτικό και ταυτόχρονα άκρως παραμορφωτικό. Με όπλο την πολύ καλή πένα της και τη φαντασία της αναπαρέστησε μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε συμβεί και στην πραγματικότητα, πολυεπίπεδη, ρεαλιστική και ανατρεπτική. Ειδικά οι σκηνές του εξιλασμού όπου περπατάμε κι εμείς βήμα βήμα στο εγκατελειμμένο λεπροκομείο δείχνει πως η συγγραφέας προσκύνησε ουσιαστικά το καταραμένο αυτό μέρος και απέδωσε παραστατικά την παραμικρή λεπτομέρεια από τα άψυχα και τα έμψυχα του τόπου. Η εισαγωγή με το σύντομο ιστορικό του λεπροκομείου Καρλοβάσου, από το οποίο εμπνεύστηκε η κυρία Χουσνή, και οι προφορικές μαρτυρίες των επιζώντων που ολοκληρώνουν το βιβλίο είναι μια πολύ σωστή επιλογή, που ντύνει με αληθοφάνεια τη φαντασία του μυθιστορήματος. Ας μου επιτραπεί να κάνω ιδιαίτερη μνεία στις κυρίες του εξωφύλλου, Ευαγγελία Κουτελιά-Πρατσινάκη και Κατίνα Χουβαρδά, οι οποίες με την κιθάρα και το μαντολίνο τους επισκέπτονταν το λεπροκομείο για να δώσουν χαρά στους ασθενείς.

Κλείνω με το ομορφότερο απόσπασμα του βιβλίου, έναν διαρκή φόρο τιμής απέναντι σε αυτούς τους άρρωστους ήρωες: «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν, τη φτιάχνουν μόνοι τους, μια καινούρια, ολότελα δική τους αξιοπρέπεια. Είναι να υποκλίνεσαι μπροστά τους. Να χάνεις τον εαυτό σου και να τον ξαναχτίζεις από την αρχή… Έτσι κάναν. Υπόκλιση. Μόνο αυτό τους αξίζει. Απ’ όλους μας» (σε. 258).

Πάνος Τουρλής