Καταδικασμένη να είμαι σπάνια

της Αγάπης Ντόκα

Η Χαρά είναι παντρεμένη κι ευτυχισμένη (;) με τον Τάκη κι έχουν ένα μικρό αγόρι. Όλα πάνε πρίμα, είναι ικανοποιημένη από τη δουλειά της κι ας της τρώει χρόνο και ενέργεια, έχει τις φίλες της, θεωρεί τον εαυτό της «διαβιομονογαμικό». Ώσπου έρχεται η μέρα που ερωτεύεται έναν συνάδελφο στη δουλειά και τότε αρχίζουν τα προβλήματα. Θα υποκύψει στο φλερτ του (αν τη φλερτάρει); Είναι τα αισθήματα αμοιβαία; Είναι έτοιμη να ζήσει κάτι άλλο από ό,τι μέχρι τότε; Κι αν το ζήσει γιατί να το κάνει; Τι δεν της προσφέρει ο Τάκης που θα το βρει στον Γιάννη; Τελικά αξίζει να ακούμε τις επιθυμίες του εαυτού μας για να είμαστε ικανοποιημένοι και ευτυχισμένοι ή πρέπει να σκεπαζόμαστε με τα «πρέπει» και να προχωράμε στη ζωή μας; Τύψεις ή απωθημένα;

Στην αρχή άργησα να ενταχτώ στην κεντρική ιδέα, μιας και η συγγραφέας παρέθετε πολλές ερωτήσεις και στοχασμούς πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, έγγαμες και μη, ωραίες απόψεις, δοσμένες με χιούμορ και όχι ελαφρότητα. Ειδικά το εύρημα ο εαυτός μας να είναι θάλασσα και εμείς να κολυμπάμε στα ρηχά ενώ όταν θέλουμε να δούμε πίσω από τις γραμμές βουτάμε πιο βαθιά και πιο βαθιά, ώσπου να έρθουμε με τον πραγματικό μας χαρακτήρα, μου άρεσε πολύ. Εκεί που διάβαζα δηλαδή κάποιες απόψεις και κάποια γεγονότα από τη ζωή της πρωταγωνίστριας Χαράς, ξάφνου, «Βουτίτσα» και τα ψαράκια-σκέψεις έρχονται και της πιάνουν κουβέντα. Αυτό ομολογώ ότι θα το υιοθετήσω στην καθημερινότητά μου. Έκανα αυτό κι εκείνο και μου άρεσε -βουτίτσα- μου άρεσε πραγματικά; Και αν ναι, τι αποκόμισα; Και ούτω καθεξής.

Η Χαρά λοιπόν είναι παντρεμένη με τον πρώτο της και μοναδικό άντρα στη ζωή της, μας εξηγεί τα της ζωής της και της θυμοσοφίας της και έρχεται η ώρα να γνωρίσουμε τον Γιάννη. Σε γενικές γραμμές, το κείμενο δεν είναι χαζό ούτε επιφανειακό. Ειδικά οι εισαγωγικές και οι επιλογικές σελίδες δείχνουν άτομο που παρατηρεί διερευνητικά το γύρω του περιβάλλον, νιώθει την ανάγκη όχι μόνο να πει πράγματα αλλά και να τα κάνει κτήμα της κάθε αναγνώστριας, όχι με διδακτισμό («τα ’ζησα εγώ, μην τα ζήσετε εσείς») αλλά με αγάπη και ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού («τι να κάνουμε, έτσι είναι οι άντρες και οι σχέσεις μαζί τους»). Οι ατάκες ήταν ευρηματικές, κάτι που δείχνει οξύνοια και οι καταστάσεις, καθώς και ο τρόπος που κορυφώνονται, δείχνουν μια ιστορία με νόημα και ουσία. Γιατί η Χαρά δεν είναι ότι γνωρίζει τον Γιάννη και φλερτάρουν επειδή δουλεύουν στον ίδιο χώρο, άρα έχουμε επαναλαμβανόμενες σκηνές που κάποια στιγμή καταντούν βαρετές, αλλά και κλιμάκωση της πλοκής, γιατί η ιστορία τους κάπου πάει, κάπως επηρεάζεται από απρόβλεπτους εξωγενείς παράγοντες! Με χαρά πρόσεξα με πόσους διαφορετικούς τρόπους η συγγραφέας περιγράφει ή ξεπερνά τον σκόπελο της καθημερινής διαδρομής στο γραφείο: πότε το περιγράφει διεξοδικά, πότε το προσπερνά, πότε το θεωρεί δεδομένο, πότε το διανθίζει με γλαφυρότητα….

Ομολογώ πως είμαι κι εγώ έντονα «διαβιομονογαμικός» και ταυτίστηκα με πολλές απόψεις της κυρίας Αγάπης Ντόκα μέσα από τα μάτια της Χαράς (α, ναι, είμαι και άρρεν αναγνώστης, σωστά!). Δυστυχώς όμως, υποκειμενικά πάντα, δεν πείστηκα για τους λόγους που ερωτεύτηκε η Χαρά τον Γιάννη. Από τις φιλοσοφικές απόψεις περνάμε στην κεντρική ιδέα ότι ερωτευτήκαμε τον Γιάννη και πέραν τούτου ουδέν. Τόσο καιρό εργάζεται στην εταιρεία, γιατί τον είδε τώρα κατ’ αυτόν τον τρόπο; Δεν είχαν γνωριστεί ποτέ πριν; Και κυρίως γιατί τον ερωτεύτηκε, τι της έκανε αυτό το ρημάδι το κλικ; Ναι, καταλαβαίνω, δε χρειάζεται να αναλύεις τον έρωτα αλλά να σημειώσω εδώ ότι είμαι ο άνθρωπος που όταν βλέπει το αυγό αναρωτιέται για τη γεύση του κοτόπουλου στον φούρνο. Τέλος πάντων, ίσως φταίει και η πιστότητά μου στον έρωτα, γιατί θύμωσα που η Χαρά, μετά από τόσες αναλύσεις, απόψεις και σκέψεις, το παίρνει απόφαση και λέει ότι θα το ζήσει κι ό,τι γίνει. Χωρίς εχέγγυα, χωρίς μια ανταπόκριση από τη μεριά του Γιάννη, να πεις ότι βαδίζει στα σίγουρα. Όχι, το υπερ-αναλύει κι αποφασίζει να το δοκιμάσει και «γαία πυρί μιχθήτω»!

Ως προς την εξέλιξη της ιστορίας μου φάνηκε τόπους τόπους «ξεχειλωμένη», με την έννοια ότι οι δηλητηριώδεις και πνευματώδεις ατάκες μεταξύ Χαράς και Γιάννη ήταν υπερβολικά πολλές, μονολεκτικές σχεδόν και απανωτές, σα να ήθελε η συγγραφέας να γεμίσει πολλές σελίδες. Ναι, κατάλαβα την ένταση που υπήρχε ανάμεσά τους, ναι, αυτό το «παιχνίδι» σίγουρα δημιούργησε την κατάλληλη ατμόσφαιρα για φλερτ (μέχρι και κουφή γεροντοκόρη θα το έπαιρνε πρέφα ότι εδώ κάτι τρέχει) αλλά δε χρειαζόταν να δοθεί τόση έκταση. Από την άλλη, υπάρχουν και περιστατικά αξιομνημόνευτα, όπως η σκηνή στην οικογενειακή ταβέρνα και οι συνέπειες αυτής, καθώς και η σταδιακή εξέλιξη της γνωριμίας των δύο χαρακτήρων, αλλά και η ανατροπή στην ιστορία της Χαράς, οπότε υπάρχει μια καλή εξισορρόπηση.

Η μεγάλη μου ένσταση (κι άλλη;) είναι το τέλος του βιβλίου. Η συγγραφέας προτίμησε να γράψει δύο φινάλε και τις συνέπειές τους και αυτό κατ’ εμέ αποδυνάμωσε πολύ το βιβλίο. Ειδικά το δεύτερο τέλος ήταν τόσο αντίθετο και σχετικά «ξεκάρφωτο» από την όλη ιστορία που με θύμωσε. Οι υπέροχες, αληθινές, ρεαλιστικές σκηνές του βιβλίου, ο χαρακτήρας του Γιάννη και οι στιγμές που έζησε με τη Χαρά ήταν εντελώς αντίθετες από το βεβιασμένο, ψυχρό περιστατικό που δίνεται ως εναλλακτικό, λες και έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς Γιάννηδες! Όχι πως το πρώτο φινάλε μου άρεσε, απλώς εκείνο δεν ήταν τόσο «ξεκάρφωτο», ήταν μια φυσική και φυσιολογική συνέχεια της ιστορίας. Ίσως το ιδανικό τέλος του βιβλίου να ήταν ο συγκερασμός των δύο εναλλακτικών επιλογών και όχι να αποφασίσει ο αναγνώστης (καλά, η αναγνώστρια) ποιο του ταιριάζει καλύτερα.

Το «Καταδικασμένη να είμαι σπάνια» είναι ένα καλό μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες σχέσεις και για την ψυχολογία μιας γυναίκας που έχει το δίλημμα να υποκύψει ή όχι σε μια εξωσυζυγική σχέση. Η συγγραφέας με χιούμορ και μια ξεκάθαρη ματιά πάνω στα πράγματα καταφέρνει να περιγράψει χαρακτήρες ανθρώπινους και να καταθέσει τη δική της, ολοκληρωμένη άποψη πάνω σε αυτό το θέμα, προσπαθώντας να καλύψει όσες περισσότερες πλευρές μπορεί. Στέκεται στο πλάι της αναγνώστριας και όχι απέναντί της και κερδίζει την εμπιστοσύνη της ενώ η ιστορία της είναι έξυπνα γραμμένη και ανατρεπτική και τονίζει τη σπανιότητα της κάθε γυναίκας.

Πάνος Τουρλής