Και στη Ρώμη υπάρχει καλοκαίρι

της Αφροδίτης Μέρμηγκα-Βλαχάκη

Σπάνια στις μέρες μας συναντάει κανείς γραφή τόσο απέριττη, με την εσωτερικότητα και την ακρίβεια του μυθιστορήματος «Και στη Ρώμη υπάρχει καλοκαίρι», της Αφροδίτης Μέρμηγκα-Βλαχάκη. Αρχικά ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα και στη συνέχεια αληθινή απόλαυση το να ταξιδεύω στις σελίδες του. Και λέω «ταξιδεύω» διότι, σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρόκειται για ένα λογοτεχνικό ταξίδι στην Ιταλία και στα εξαιρετικά έργα τέχνης που έχει την ευκαιρία να συναντήσει εκεί ο ταξιδιώτης ή ο ντόπιος σε κάθε του βήμα: περιήγηση στους πίνακες, στα αγάλματα, στην αρχιτεκτονική και τη μουσική της. Και όλα αυτά χωρίς η συγγραφέας να πέσει στην παγίδα της απόδοσης μιας «τουριστικής» ατμόσφαιρας που θα αφαιρούσε την αισθαντικότητα από το κείμενο. Απλά, δίνοντας σημασία στη λεπτομέρεια και εκφράζοντας γνήσια αγάπη για το όμορφο, μεταγγίζει στον αναγνώστη μια ισχυρή επιθυμία να πάει εκεί, να δει και να αγγίξει από κοντά αυτά για τα οποία διαβάζει.

Όσο για την υπόθεση, έχω την εντύπωση ότι είναι η αφορμή για να στοχαστούμε πάνω σε ζητήματα θεμελιώδη, όπως είναι η ανάγκη του ανθρώπου -που έχει εγκλωβιστεί από τις ίδιες τις επιλογές του- για ανάσα ελευθερίας. Πρόκειται για την ιστορία μιας γυναίκας, που κάποτε λάτρεψε την Ιταλία σαν έργο τέχνης, μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου ο οποίος τη μύησε στην ομορφιά της. Αυτή η γυναίκα βρίσκεται σήμερα μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της, να σπάσει τους δεσμούς και τις συμβάσεις που την περιορίζουν, για να έρθει επιτέλους σε συνάντηση με τον «παραμελημένο» εαυτό της. Έτσι αποφασίζει να αποτολμήσει ένα ταξίδι επιστροφής στη χώρα όπου κάποτε η «νεότητα» παραβίασε οικογενειακούς κανόνες και στερεότυπα, (παναπεί σε έναν τόπο που έχει λάβει πια στη συνείδησή της θέση συμβόλου), ελπίζοντας να βρει εκεί την παραμυθία που θα της προσφέρει μια καινούργια προοπτική. Καθώς λοιπόν παρακολουθούμε την πορεία της, η συγγραφέας μεθοδικά και αθόρυβα απλώνει πάνω μας, εν είδει σαγήνης, μικρές, ελλειπτικές και ευθύβολες φράσεις, ώσπου να μας αιχμαλωτίσει σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν όπου η νοσταλγία βαραίνει αβάσταχτα στην καρδιά, όπου η λαχτάρα για αυθορμητισμό δημιουργεί βαθιές ρωγμές στον υδατοφράχτη της συμβατικότητας, όπου ο χρόνος ρέει χωρίς βιασύνη, και η μουσική έχει κυρίαρχο ρόλο.

Προσωπικά δοκίμασα ιδιαίτερη ευχαρίστηση ακολουθώντας αυτή την εσωτερική πορεία στα τοσκανικά τοπία, στους πίνακες του Τιτσιάνο, στις μουσικές του Σαιν Σανς, στα όμορφα σχέδια που κοσμούν το βιβλίο, και σε τόσα άλλα, χάρη στα οποία η Ιταλία που κάποτε γνώρισα μοιάζει να αισθητοποιείται, προσκαλώντας με σε μια εκ νέου εξερεύνησή της. Αλλά και για όσους δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ στα συγκεκριμένα μέρη, το βιβλίο αυτό πιστεύω ότι θα λειτουργήσει σαν ένα επίμονο κάλεσμα και σαν πρόγευση ευδαιμονίας. Το μόνο που μένει να ευχηθώ είναι, όταν το πάρει κανείς στα χέρια του, άσχετα με το πώς και το πού, είτε ξαπλώσει στην άμμο της παραλίας είτε στη σεζλόγκ του, στον καναπέ ή στην πολυθρόνα τού μπαλκονιού του, στο κατάστρωμα του πλοίου ή στη θέση του αεροπλάνου, στην ησυχία του δωματίου του ή στο θορυβώδες βαγόνι του μετρό, ή ακόμα ακόμα πλάι σε ένα αψιδωτό παράθυρο με θέα στον Άρνο, με μια διάθεση ρεμβασμού, χωρίς καθόλου να βιάζεται, να αφεθεί και να το απολαύσει.

Πλάτων Μαλλιάγκας