Κάτω από το ίδιο απολλώνιο φως

της Βάσως Λ. Καλαμάρα

Το «Κάτω από το ίδιο απολλώνιο φως» είναι μια συλλογή διηγημάτων με κύριο άξονα την καθημερινότητα των Ελλήνων στην Αυστραλία, τότε, σήμερα, πάντα. Δύσκολες καταστάσεις, σκληρή ζωή, ενδοοικογενειακή βία, μίγμα ελληνικής γλώσσας με αυστραλιανό λεξιλόγιο, απομόνωση και μοναξιά, δυσκολίες, απογοήτευση, το όνειρο παραμονεύει ασυντρόφευτο ένα καλύτερο ξημέρωμα να γίνει πραγματικότητα. Δέκα ιστορίες ανατριχιαστικές, ρεαλιστικές, ωμές, αφρόντιστες από κοσμήματα, στεγνά, λουσμένα από το ίδιο φως που δίνει ζωή και ταυτόχρονα καίει τους δέκτες του. Γλώσσα σχεδόν ποιητική, γεμάτη καλολογικά στοιχεία, φροντισμένη, πειραματική κάπου κάπου, πλούσια, χρωματισμένη. Δεν ήξερα ποιο να διαλέξω, σε ποιο να πρωτοαφιερώσω δικές μου σκέψεις και παραγράφους. Στα περισσότερα διηγήματα κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη γραφή, στα άλλα η πρωτοπρόσωπη, κάποια είναι θα έλεγα ημιτελή, με ανοιχτό φινάλε, τα πιο πολλά, ευτυχώς για μένα, ολοκληρωμένα, αυτάρκη, στέρεα. Και όλα με διαφορετικούς φωτισμούς, εναλλακτικούς άξονες αφήγησης, ποικίλα και πολυδιάστατα.

Ο «Άλλισις ή Άλλαν, ο μικρός Γραικός» είναι ένα μικρό παιδί που από μια αυθόρμητη σκέψη χάνεται στο δάσος με το οποίο γειτονεύει το σπίτι τους: να φέρει λουλούδια στην τυραγνισμένη μητέρα του, που έχει να αναστήσει τρία παιδιά και ο μπαμπάς στο μαγαζί τα φέρνει δύσκολα βόλτα. Το παιδί χάνεται και η αστυνομία κινητοποιείται. Θα βρεθεί άραγε; Πώς μετατρέπεται η ζωή μιας μάνας και συζύγου από ρουτινιάρικη καθημερινότητα σε αδιάφορη ζωή, σε αιμάτινο πόνο ώσπου να βρεθεί το σπλάχνο της; Τι συνέπειες θα έχει αυτό στο δέσιμο με τον άντρα της; Πώς θα συμπεριφέρεται πλέον απέναντι στα άλλα της παιδιά;

Στο «Εμείς και οι άλλοι», μια φτωχή κοπέλα από την Ήπειρο περιγράφει την ενδοοικογενειακή βία που υπάρχει στο σπίτι που υπηρετεί, κυρίως από έναν άντρα που δε διστάζει να συνουσιάζεται με ό,τι ανήλικο υπάρχει στο σπίτι της γιαγιάς, που προτιμάει να μεθάει παρά να σώζει, της μάνας που διαλέγει να κλείνει τ’ αυτιά και το στόμα παρά να τ’ ανοίγει,  και του πατέρα, που προτιμά να αφοσιώνεται στην μπίζνις του παρά στο σπίτι του. Δυστυχώς ήταν ένα από τα ημιτελή κομμάτια του βιβλίου, αλλά μου έκανε εντύπωση η πρώτη παράγραφος: «Των αντρώνε οι βραχνιασμένες φωνές, τα ξετσίπωτα αστεία, οι αναίτιες στριγκλιές, τα κακαρίσματα των μεθυσμένων γυναικών, μπαϊλντισμένα κατακάθισαν» (σελ. 49). Αυτό και μόνο αρκεί να μου δείξει πόσο πολύ αγαπάει την ελληνική γλώσσα η συγγραφέας, μια γυναίκα που διαπρέπει στην Αυστραλία χωρίς να ξεχνά την πατρίδα της. Δεν καταγράφει μόνο τη ζωή στον ξενιτεμένο τόπο με αφηγηματική δεινότητα και συναρπαστικό τρόπο αλλά ταυτόχρονα δε διστάζει να πειραματιστεί με μορφές έκφρασης του ελληνικού λόγου που λίγοι σήμερα χρησιμοποιούν. Τι όμορφη και αναπάντεχη ένταση δίνεται σε αυτήν την παράγραφο, μιας και το αντικείμενο δεν είναι οι άντρες αλλά ο κοπετός που άφησαν πίσω τους φεύγοντας.

«Η μαντεμουαζέλ» Κατερινούλα είναι ένα σεμνό, ταπεινό κορίτσι, δασκάλα γαλλικών, με μια μάνα που τα φέρνει δύσκολα κι έτσι δέχεται την αναπάντεχη πρόταση να παντρευτεί έναν συγγενή της κυρίας που διδάσκει τα παιδιά της γαλλικά. Δυστυχώς όμως αυτό είναι η αρχή μιας σειράς ατέλειωτων κακοπαθημάτων στην άλλη άκρη της γης με έναν άντρα μέθυσο, δυνάστη, χαρτοπαίχτη. Πώς θα επιβιώσει μια σεμνή κοπέλα, έγκυος στο πρώτο τους παιδί, μόνη σε ξένο τόπο, χωρίς τη μητρική παρηγοριά; Τι θα κάνει για να προστατέψει τον καρπό του γάμου της; Ρεαλιστικές, κινηματογραφικές σκηνές που μου έκοψαν την ανάσα.

Και «Οι συνταξιούχοι» ήταν ένα διήγημα που το μίσησα φανατικά, γιατί εξαιτίας του, εξαιτίας των εντονότατων συναισθημάτων που μου ξύπνησε, λόγω της μέγιστης έντασης σε όσα διαδραματίζονταν στις σελίδες του, αρνήθηκα να διαβάσω τα δύο τελευταία κείμενα της συλλογής για να μη χαλάσω τη μαγεία και τον άρρηκτο δεσμό που με ένωσαν με αυτό. Δύο ηλικιωμένοι, με τη χαμηλότερη σύνταξη, εκείνη κατάκοιτη, φυτοζωούν στον ξένο τόπο, μακριά από την πατρίδα τους και την ανθρώπινη καλημέρα. Απομονωμένοι, μακριά από κατοικίες, εκείνη τον παρακαλά να γυρίσουν πίσω, κι εκεί θα πεινάνε αλλά οι πόρτες θα είναι ανοιχτές, θα ακούν τη γλώσσα τους, θα καλημερίζουν τον γείτονα. Εκείνος αμετάπειστος, από φόβο ή του αντρός το πείσμα. Και μια μέρα ξημερώνεται μόνο η κατάκοιτη γυναίκα. Ανήμπορη, αδύναμη, καταλαβαίνει με τρόμο πως ο δικός της θάνατος θα είναι αργός και βασανιστικός ενώ δίπλα της θα σαπίζει το κουφάρι που κάποτε ποθούσε να την αγγίζει. Μέρα τη μέρα, σάρκα τη σάρκα, η γυναίκα θα μεταβεί από τον εδώ κόσμο στο επέκεινα μέσα από μια κλιμακωτή, δυνατή αφήγηση, γεμάτη αναμνήσεις και ωμότητα. Ένιωθα τόσο ανήμπορος που δεν μπορούσα να βοηθήσω τη γυναίκα που αργοπέθαινε...Και η συγγραφέας, ανένδοτη, να περιγράφει με δυσβάσταχτη ειλικρίνεια ακριβώς τον τρόπο που θα μπορούσε να αχνοσβήσει ένας άνθρωπος, πνιγμένος στις σωματικές του ανάγκες, νηστικός και διψασμένος. Ναι, απαισιόδοξο αλλά τόσο αληθινό και περικλεισμένο από κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που όταν το τελείωσα πήρα βαθιά ανάσα.

Η συλλογή διηγημάτων της κυρίας Καλαμάρα είναι ένα εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας που με ταξίδεψε, με έκανε κοινωνό της ζωής του απόδημου ελληνισμού, με βεβαίωσε πως τίποτα δεν είναι αίσιο και αληθινό αν δεν παλέψεις και δε σταθείς τυχερός εσύ ο ίδιος και ειλικρινά δε χόρταινα να βυθίζομαι στο πλόυσιο, παραστατικό λεξιλόγιό της και στο ταλέντο της γραφής της. Τα κείμενα συμπληρώνονται από ποιήματα της ίδιας και σχέδια του συζύγου της, Λεωνίδα Καλαμάρα.

Πάνος Τουρλής