Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά

της Έρης Ρίτσου

Στο νησί που αφήσαμε τη νεαρή αστυνομικό Μαρία Γεωργίου στο προηγούμενο βιβλίο, «Ο νεκρός δολοφονήθηκε», μια κοπέλα βρίσκεται απαγχονισμένη σε έναν λόφο, να κρέμεται από κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Η κοπέλα ήταν νέα και έγκυος, άρα γιατί αυτοκτόνησε; Μήπως τελικά ήταν μια καλοσχεδιασμένη δολοφονία; Και αν ναι, ποιος τη σκότωσε και γιατί;

Η υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα, με αρκετές ανατροπές και εκπλήξεις. Η συγγραφέας χτίζει σταδικά την προσωπικότητα της νεκρής και συστήνει στον αναγνώστη τα πρόσωπα που σχετίζονταν με αυτήν, καθώς και τον τρόπο αλληλεπίδρασης και αλληλεπιρροής. Σιγά σιγά οι ενδείξεις γίνονται αποδείξεις ενώ ταυτόχρονα η παρατηρητικότητα της Μαρίας Γεωργίου βοηθάει σε κάποιες κρίσιμες στιγμές. Έξυπνος ο χειρισμός να ριχτεί το βάρος της ιστορίας σε μια υπόθεση, μόνο και μόνο για να εμπλουτιστεί αυτή και να αποσυρθεί από το προσκήνιο, μιας και ο βασικός κορμός του βιβλίου είναι εντελώς διαφορετικός, απόλυτα συνυφασμένος όμως με αυτήν.

Το κείμενο δεν είναι κακό, ας μου επιτραπεί όμως να εκφράσω κάποιες αντιρρήσεις. Το λεξιλόγιο μου φάνηκε φτωχό, μιας και επαναλαμβάνονταν λέξεις είτε στην ίδια παράγραφο είτε στην ίδια πρόταση. Για παράδειγμα: «-Λοιπόν, τι θα μπορούσατε να μας πείτε για τη σχέση σας; …-Τη σχέση μου; Για ποια σχέση μου θέλετε να σας πω; Για μια σχέση που νόμιζα πως είχα αλλά δεν είχα τελικά; -Κύριε Δούκα, δε μας ενδιαφέρουν οι σχέσεις που νομίζατε πως είχατε. Μας ενδιαφέρει η σχέση που είχατε με την…-Μα δεν είχα κανενός είδους σχέση με την…» (σελ. 111). Ή: «Τη βοήθειά σας ζητάμε. Αυτό είναι όλο. Αν μας την αρνηθείτε, τότε φυσικά θα έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως έχετε λόγο που την αρνείστε» (σελ. 105). Επίσης, αν και από την αρχή μου χτύπησαν κάποια πράγματα που θα έπαιζαν σίγουρα ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης και όντως έτσι έγινε, το σκεπτικό της Μαρίας Γεωργίου ήταν σε εντελώς εσφαλμένο δρόμο. Άνθρωποι είμαστε και κανείς δε σκέφτεται το ίδιο με τον άλλον όμως μου φάνηκε πολύ έντονη η διαφορά της πραγματικότητας από τον τρόπο σκέψης της πρωταγωνίστριας.

Για τον ίδιο λόγο μου φάνηκαν είτε υπερ-απλουστεμένες κάποιες καταστάσεις ώστε να κλείσουμε γρήγορα, αναίμακτα και χωρίς πολλές σελίδες την ιστορία είτε χοντρά τα λάθη που έγιναν κατά τη διάπραξη του εγκλήματος (τα οποία λάθη σωστά η συγγραφέας άρχισε να παρουσιάζει στον αναγνώστη τμηματικά). Προς Θεού, δεν το παίζω έξυπνος αλλά ακόμη κι ο δολοφόνος κάνει λάθη, μόνο που σε αυτό το βιβλίο παραήταν οφθαλμοφανή. Τέλος, δε μου άρεσε το στυλ της συγγραφέως. Εκτενείς παράγραφοι, με περιγραφή των σκηνών που διαδραματίζονταν σε εκείνες τις σελίδες, και όχι παραστατικότητα και ενάργεια, ώστε ο αναγνώστης να έχει τον χρόνο να στήσει μόνος του τα γεγονότα στη φαντασία του. Ποσοστιαία, οι διάλογοι και οι περιγραφές είναι ανισομερή.

Το «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά» είναι ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είχε αναπτυχτεί διαφορετικά και να κεντρίσει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον μου. Καλή ιστορία, σωστή ανάπτυξη της πλοκής, δυστυχώς με ελάχιστη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, αν εξαιρέσεις τη Μαρία, που η ζωή της συνεχίζεται από το προηγούμενο βιβλίο και τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιες συνέπειες και να πάρει αποφάσεις για τη ζωή της. Μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο δε με ενόχλησαν οι ελάχιστες αναφορές στο προηγούμενο βιβλίο, που δεν το έχω διαβάσει, όμως το τέλος ήταν η ολοκλήρωση του πρώτου βιβλίου κι έτσι δεν κατάφερα να μπω στην ουσία των ζωών των πρωταγωνιστών, μιας και είναι απαραίτητο να είχα διαβάσει το «Ο νεκρός δολοφονήθηκε».

Πάνος Τουρλής