Κάποτε στη Σαλονίκη

της Μεταξίας Κράλλη

Χριστίνα Παπάζογλου και Αλμπέρτο Ματαλών. Χριστιανή, ανηψιά μητροπολίτη εκείνη και Εβραίος, γιος εμπόρου εκείνος. Δυστυχώς ερωτεύονται. Στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1920. Αυτή είναι η ιστορία τους. Κάποτε στη Σαλονίκη λοιπόν.....

Πρόκειται για ένα παχουλό βιβλίο 742 σελίδων, γεμάτο ιστορικά γεγονότα, ερωτικές σχέσεις, ανθρώπους και οικογένειες. Μια ιστορία με πολλές παράλληλες προεκτάσεις και αφηγήσεις που με ταξίδεψε από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Έκλεισα το βιβλίο συγκινημένος, όχι τόσο από το ρομαντικό φινάλε όσο από την επιτυχημένη ολοκλήρωση αυτού του χρονικού. Το «Κάποτε στη Σαλονίκη» είναι ένα λυρικό, τεκμηριωμένο, καλογραμμένο σύνολο ονομάτων, γεγονότων και περιστατικών που συνθέτουν την πόλη και τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Και τώρα που ήρθε η δύσκολη στιγμή να καταθέσω την άποψή μου σε ένα άψυχο χαρτί διστάζω. Όταν καταγράφω τις σκέψεις μου για ένα μυθιστόρημα που μου άρεσε είναι σα να το αποχαιρετώ, γιατί εξωτερικεύω τον συναισθηματισμό μου και δημοσιοποιώ τις αλλαγές που υπέστη ο εσωτερικός μου κόσμος διαβάζοντάς το και ολοκληρώνοντάς το. Κανείς δεν είναι ίδιος όταν κλείνει ένα αγαπημένο βιβλίο. Έτσι κι εγώ. Ακόμη περισσότερο, που στη Σαλονίκη της κυρίας Κράλλη διάβασα για πρόσωπα και πράγματα που συνάντησα και σε άλλα παρόμοιας θεματολογίας μυθιστορήματα, επομένως φοβάμαι πως δε θα βρω τον σωστό τρόπο να προβάλω το συγκεκριμένο όπως του αξίζει και όπως του πρέπει. Θα αναφερθώ στα ίδια κοσμητικά επίθετα, θα αγκαλιάσω την εποχή που μου αναπαρέστησε η συγγραφέας με τον ίδιο τρόπο και ίσως τελικά γράψω άλλη μια κριτική ανάμεσα στις τόσες. Αυτό με φοβίζει. Γιατί το «Κάποτε στη Σαλονίκη» δεν είναι άλλο ένα μυθιστόρημα στα τόσα και ίσως να μη φανώ αντάξιός του.

Η Χριστίνα είναι κόρη προσφύγων από τη Σμύρνη και τελευταίος σταθμός στη ζωή της και της μητέρας της είναι η Θεσσαλονίκη του 1927. Δυο γυναίκες απροστάτευτες, μετά τον χαμό του πατέρα στην απέναντι ακτή, βρίσκουν θαλπωρή και συμπόνια υπό τη σκέπη του σεβαστού, ευρύνοος μητροπολίτη Άνθιμου. Η Χριστίνα ξεκινά ως «όχι ένα παιδί αλλά μια μαυροφορεμένη κοπέλα που φαινόταν να ’χει ζήσει έναν αιώνα» (σελ. 16). Είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που οι καταστάσεις την ωρίμασαν νωρίτερα από το φυσιολογικό. Αφοσιωμένη στο διάβασμα, συνετή και προσγειωμένη, σταδιακά εγκολπώνει τις κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές γύρω της, με αποτέλεσμα να αρχίζει να διεκδικεί πράγματα και να υποστηρίζει τις επιθυμίες της. Και δε σκέφτεται παράλογα ούτε απαιτεί ανεδαφικά αιτήματα. Όπως λέει χαρακτηριστικά η ίδια, «έχει το δικαίωμα να ορίζει τη ζωή της. Δεν μπορεί όμως να κλείσει τις πληγές από τον βίαιο εκπατρισμό της» (σελ. 185). Ακριβώς τη στιγμή που νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά, έρχεται ο Αλμπέρτο να της δώσει μια νέα πνοή και προοπτική στην καθημερινότητά της. Πρόκειται για έναν άντρα που της τονίζει έμπρακτα πως ανήκει στη Θεσσαλονίκη και την καρδιά του.

Ο Αλμπέρτο Ματαλών είναι γιος του Ισαάκ ή Ίζο, καπνέμπορου και ιδιοκτήτη εργοστασίου! Έχει άλλες τρεις αδερφές, την αυστηρή Αντέλ, την καλόκαρδη Αλίν και τη στριφνή Αλλέγκρα. Η Αντέλ και η Αλίν σύντομα παντρεύονται, οπότε εμφανίζονται μαζί με τους συζύγους τους ενώ η κόρη της Αλίν, Νινόν, θα παίξει έναν από τους ωραιότερους για μένα ρόλους στην ιστορία. Η οικογένεια Ματαλών είναι μέλη της ανώτερης τάξης της πολυπληθούς ισραηλίτικης κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ιταλικής υπηκοότητας εδώ κι έναν αιώνα, μιας και η οικογένειά τους εκτοπίστηκε από την αρχική πατρίδα τους, την Ισπανία και μέσω Ιταλίας δοκίμασαν την τύχη τους στην Ελλάδα, όπου ρίζωσαν. Ο Αλμπέρτο είναι ο κλασικός νεαρός άντρας που ερωτεύεται για πρώτη φορά οπότε ερωτεύεται δυνατά, πάντως η προσωπικότητά του επίσης συγκεντρώνει αρκετές αρετές, όχι τόσες που να φανούν υπερβολικές για έναν άνθρωπο, όσες απαιτούνται όμως για να γίνει αντικείμενο συμπάθειας από τον αναγνώστη και αγάπης από τη Χριστίνα.

Και να ο έρωτας που ξεπηδάει μέσα από τις στιγμές και τις συγκυρίες. Και τώρα; Εδώ ακριβώς είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος: τα παιδιά γνωρίζουν τα εμπόδια του έρωτά τους αλλά δεν μπορούν ν’ αντισταθούν. Δυστυχώς οι εξελίξεις οδηγούν σε μια μεγάλη ανατροπή, σε μια κορύφωση της αφήγησης, και η συνέχεια της ιστορίας  είναι οι σταγόνες από τα απόνερα του χαμού που ακολούθησε. Αναρωτιέμαι: θα ήταν καλύτερο να διαβάσω άλλη μια ιστορία με εκατομμύρια εμπόδια και αναβολές ως το τελικό σμίξιμο ή να αποδώσω εύσημα στην κυρία Κράλλη που προτίμησε να στρέψει αλλού το κείμενό της, μακριά από πεπατημένες ατραπούς και χιλιομασημένες τροφές; Διότι η ιστορία τινάζεται στον αέρα πολύ νωρίς συγκριτικά με το υπόλοιπο βιβλίο και οι πρωταγωνιστές, φορείς του αβάσταχτου λάθους που κουβαλάνε, συνεχίζουν να κάνουν παράλληλες ζωές ενώ γύρω τους συγγενείς και φίλοι ενηλικώνονται, παντρεύονται, τεκνοποιούν, συμμετέχουν στην Ιστορία. Ίσως αν οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας προτιμούσε αυτήν τη λύση, ίσως να γέμιζε σελίδες επί σελίδων με άσχετα ή αδύναμα ως προς την περιγραφή και τους συνεκτικούς δεσμούς με το σύνολο της πλοκής περιστατικά που θα με ανάγκαζαν να ξεφυλλίζω βαριεστημένος το βιβλίο. Εδώ όμως δεν υπάρχει ούτε μία λέξη περιττή. Κι όταν στην αρχή έκανα το λάθος να προσπεράσω ελάχιστα σημεία, η συνέχεια της ιστορίας μου φαινόταν ελλιπής κι αναγκαζόμουν να επιστρέψω στην αρχή ώστε να καταλάβω τι συνέβη.

Η γραφή της κυρίας Κράλλη είναι εξαιρετικά προσεγμένη και στιβαρή. Έχει ένα στυλ διαφορετικό, προσωπικό, ξέρει να αυξομειώνει επικίνδυνα τα αισθήματα και την πλοκή των βιβλίων της, μόνο που εδώ τα κατάφερε πολύ καλύτερα από κάθε προηγούμενο κείμενό της. Δεν είναι μόνο που καταφέρνει να καλύψει χρονικές περιόδους μέσα σε μία και μόνη παράγραφο, περιγράφοντας έντονα συναισθήματα ή αποδίδοντας διαχρονικά μηνύματα αλλά έχει τη δυνατότητα να στήνει ολόκληρους μικρόκοσμους μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, σαν ένα πολύχρωμο Viewmaster. Υπάρχουν αρκετές σκηνές όπου διαδραματίζεται ένα κρίσιμο συμβάν σε πρώτο πλάνο ενώ στο βάθος ένας δευτερεύων εκείνη τη στιγμή χαρακτήρας στο φόντο θα κάνει κάτι σχετικό με τη δουλειά του ή τον χαρακτήρα του, π. χ. την ώρα που κάποιοι συζητούν για ένα σοβαρό θέμα, εμφανίζεται πίσω τους ο μαθητευόμενος Νίκο που μεταφέρει τις φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες στον πράκτορα. Για να μην αναφερθώ στους κινηματογραφικούς διαλόγους και στα μικρά πρωθύστερα που εμφανίζονται σε μία και μόνη σελίδα, δίνοντας έτσι ζωντάνια και ενάργεια στο μυθιστόρημα.

Έτσι λοιπόν η Χριστίνα σπουδάζει γιατρός στη Βιέννη κι ο Αλμπέρτο μηχανικός στην Αθήνα. Οι ζωές τους είναι γεμάτες εμπειρίες, ανθρώπους, πράγματα πρωτόγνωρα ενώ η Ιστορία αμείλκτη τους κατασκοπεύει για να τους προλάβει ή να ντύσει τα ελάχιστα ψήγματα χαράς τους με μαύρα κρέπια. Εδώ πια η συγγραφέας πλημμυρίζει το κείμενό της με πάμπολλα ανθρώπινα περιστατικά και πολύ σημαντικές εξελίξεις της εποχής: η μεγάλη απεργία του 1936, η άνοδος του Χίτλερ, η δικτατορία του Μεταξά, η άνοδος του κομμουνισμού που ονειρεύεται έναν νέο δίκαιο κόσμο για όλους οπότε καιροφυλακτεί να εκμεταλλευτεί τα γεγονότα, ο αναπόφευκτος Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και το άδειασμα της πόλης και τόσα άλλα. Κάθε χαρακτήρας της αφήγησης και μια διαφορετική προσωπικότητα: ο Αστέρης που παντρεύεται τη Ρούλα από προξενιό και η αγάπη τους αρχίζει να χτίζεται πάρα πάρα πολύ αργά (μια από τις καλύτερα αναπτυγμένες ιστορίες αγάπης!), ο Μπενίκο που αγαπάει την πάμπλουτη Νινόν και προσπαθεί να υπερκεράσει τα ταξικά εμπόδια, ο Μίκης που ανακατεύεται με την ανερχόμενη τότε Εθνική Ένωση Ελλάς («που οραματιζόταν μια νέα τάξη πραγμάτων χωρίς να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς εννοούν αλλά βαδίζανε ολοκάθαρα στα ίχνη του Μουσολίνι») και με τη γερμανική Κατοχή δείχνει ένα τόσο λαομίσητο πρόσωπο που με ανατρίχιασε, άνθρωποι που φυτοζωούν και ζηλεύουν τους πάμπλουτους Εβραίους που τους τρώνε τις περιουσίες ενώ αυτοί ήρθανε διωγμένοι από τη Μικρά Ασία (εδώ βρίσκει σπόρο ο κομμουνισμός και βλασταίνει) και γύρω από αυτούς η γεροντοκόρη Αλλέγκρα.

Η αδερφή του Αλμπέρτο Ματαλών είναι μια κλειστή και ρομαντική φύση που μετά από μια ατυχή μονόπλευρη ερωτική έλξη κατάντησε μονόχνωτη και νευρασθενική ενώ η φήμη της ως αρρωστιάρας και ιδιόρρυθμης είχε ως αποτέλεσμα να μείνει ανύπαντρη στην «απελπιστική ηλικία» των 27 χρόνων! Η Αλλέγκρα λοιπόν βαδίζει άνετα στα χνάρια της Ελίζας από την Κάντυ Κάντυ, της Σίλα Κάρτερ από τα Ατίθασα Νιάτα και της Σάντρας από τη Λάμψη. Είναι όμως ακριβώς η δύναμη της συγγραφέως που την εμποδίζει να καταντήσει γραφική και να προβεί σε αναμενόμενα υπερβολικές πράξεις που κάλλιστα θα συναντούσε κανείς σε τέτοιες ιστορίες. Θα μπορούσε να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη ζωή του αδερφού της ή να καταφεύγει σε ακρότητες, βουτηγμένη στο μίσος και την κακία της για την ευτυχία των άλλων. Έτσι, η Αλλέγκρα της κυρίας Κράλλη κάνει πολλές απονεννοημένες πράξεις, οι συνέπειές τους όμως δημιουργούν «απλώς» προσκόμματα και κάποιες αναταράξεις. Αυτή η αξιοπρεπής, στρυφνή γυναίκα δεν τιμωρήθηκε όπως το περίμενα, η ακριβοδίκαιη συγγραφέας όμως της επεφύλασσε ένα διαφορετικό φινάλε που ήταν η καλύτερη «ανταμοιβή» της.

Επομένως τι διαπραγματεύεται το «Κάποτε στη Σαλονίκη» και τι καταγράφει ως χρονικό των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, εκτός από τον κεντρικό ιστό της αφήγησης, που είναι ο απαγορευμένος έρωτας του Αλμπέρτο και της Χριστίνας; Η ιστορία κινείται σε έναν εξισορροπητικό άξονα μεταξύ των διαφορετικών εκφάνσεων της γυναίκας: της υποταγμένης και της ανεξάρτητης. Από τη μια έχουμε την αυτόβουλη Χριστίνα, που έτυχε να συναναστρέφεται μητροπολίτη, που αν και ιερωμένος είχε ευρύτατη αντίληψη των γεγονότων και των συνθηκών γύρω του, κι από την άλλη, η πλούσια αστική τάξη αδημονούσε να παντρέψει τις κόρες της με όσο γίνεται καλύτερα προικισμένους γαμπρούς.

Στο βιβλίο λοιπόν παρουσιάζεται η Ελληνίδα γυναίκα των αρχών του 20ού αιώνα: η υποταγμένη, άβουλη και υπάκουη, απότοκο συμπεριφοράς του 19ου αιώνα και ταυτόχρονα η γυναίκα που ορίζει μόνη της τη ζωή της χωρίς να καταφεύγει σε ακρότητες σουφραζετών. Δεν είναι κακό η γυναίκα να σπουδάζει, να κάνει αυτό που επιθυμεί στη ζωή της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως στον έρωτα είναι εξίσου ελεύθερη, μιας και η Χριστίνα ειδικά έπρεπε να ξεσπάσει ο πόλεμος για να έρθει αντιμέτωπη με αυτά τα κατεστημένα και να παρασυρθεί σε έναν ολοκληρωμένο έρωτα χωρίς γαμήλιο στεφάνι! Τότε με τον πόλεμο τα πράγματα ήταν αλλιώς, οι άνθρωποι δεν ήξεραν αν θα ξημερωθούν καν, επομένως το πιο ισχυρό κίνητρο για ως τότε «αδιάντροπες» πράξεις ήταν το «ας ζήσουμε το τώρα». Γι’ αυτό λοιπόν το ταμπού που διαπραγματεύεται η συγγραφέας είναι απόλυτα ταιριαστό με τα γεγονότα και δεν εμφανίζει τη Χριστίνα ούτε ελαφρών ηθών ούτε εντελώς διαφορετική με τα αρχικά πιστεύω και τις καταβολές της. Επίσης, δεν είναι τυχαίο που η πρωταγωνίστρια σπουδάζει ένα κατεξοχήν αντρικό και δύσκολο επάγγελμα, την ιατρική, όπου στο πανεπιστήμιο οι μισές φοιτήτριες ήταν παντρεμένες, ως απαράβατος όρος των οικογενειών τους! Ακόμη χειρότερα, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η πατρίδα που είχε ανάγκη από γιατρούς προτιμούσε να στρατολογεί άρρενες ιατρούς ενώ τις γυναίκες τις υποβίβαζε σε απλές νοσοκόμες! Τουλάχιστον εξοργιστικό και κοντόφθαλμο από μεριάς της πατρίδας!

Μου άρεσε πολύ η τεκμηριωμένη ματιά της κυρίας Κράλλη ως προς τα αίτια και τις συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε και βρήκε πρόσφορο έδαφος ο κομμουνισμός, γιατί δεν περιγράφονταν μόνο οι κατάλληλες συνθήκες που ρίζωσαν στις καρδιές πολλών απελπισμένων και αδικημένων αλλά και πολλά γεγονότα και στάσεις ζωής προοιωνίζονταν τον μεταγενέστερο Εμφύλιο! Οι ήρωες είναι ξεκάθαροι ως προς τα πιστεύω τους, μάχονται, διεκδικούν, συμμετέχουν, παλεύουν, εξορίζονται, τιμωρούνται, ειδικά μόλις εδραιώνεται ο Μεταξάς. Κι όλα αυτά τόσο εύληπτα, με τόσο άριστα επελεγμένα παραδείγματα-προσωποποιήσεις  που δε χόρταινα να διαβάζω.

Είσης, με μια φράση κατάλαβα τη διαφορά μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής όταν σε μια επιστολή διαβάζω την πρόταση: «Το μέλλον είναι ζυμάρι εδώ, ενώ στην Ευρώπη είναι πέτρα» (σελ. 324). Κι αυτή η πέτρα συνέθλιψε εκατομμύρια Εβραίους, εκτελώντας τους άδικα των αδίκων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο κείμενο είναι ανάγλυφη η ανατριχίλα όσων άκουγαν γι’ αυτές τις φήμες, γιατί πριν μπουν οι Σύμμαχοι στα στρατόπεδα ήταν μόνο φήμες. Άλλη μια εύφημο μνεία θα αποδώσω στην κυρία Κράλλη για τον τρόπο που χειρίστηκε τις μαζικές εκτοπίσεις των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τάχα μου για μια σκληρά εργαζόμενη ζωή στην Πολωνία. Δε γέμισε σελίδες στο ήδη βεβαρυμένο μυθιστόρημά της περιγράφοντας κι άλλα περιστατικά σαν αυτά που ήδη ξέρουμε σχεδόν όλοι, αντιθέτως, με μια καταπληκτική παράγραφο, γεμάτη ενάργεια και συγγραφική τόλμη, γεφύρωσε το ταξίδι από την άνετη ζωή στη συμπρωτεύουσα στον αδόκητο θάνατο στους θαλάμους αερίων μέσω ενός και μόνο χαρακτήρα, στον οποίο συμπύκνωσε εκείνη τη στιγμή όλο το πανανθρώπινο περιεχόμενο του βιβλίου της (σελ. 644)! Από τα λαμπρότερα παραδείγματα σύγχρονης γραφής που μπορώ ανενδοίαστα να προβάλω.

Γράφω, γράφω, γράφω γι’ αυτό το βιβλίο και πάλι νιώθω πως δεν έχω αναφερθεί σε όλα όσα θέλω. Μίλησα για τη μοναξιά των ηλικιωμένων, που κι αυτή στόλισε μία και μόνη παράγραφο: «Καταλάβαινε ότι οι ηλικιωμένοι έχουν την ανάγκη να μιλάνε και κάποιος να τους ακούει. Συνδυασμός της μοναξιάς τους, των πολλών αναμνήσεων που κουβαλούν και του φόβου τους μήπως αυτές χαθούν μαζί με τους ίδιους» (σελ. 390); Έγραψα για τον συνεκτικό δέσμο που ένωνε τότε τις φτωχές γυναίκες με τα μωρά που βύζαιναν στα ορφανοτροφεία επί πληρωμή; Μίλησα για τα όνειρα της ανθρωπότητας που καταστράφηκαν από τους στυγνούς εκμεταλλευτές των περιστάσεων; Για τον σκοταδισμό επί Μεταξά; Για τις λαμπρές σελίδες Εθνικής Αντίστασης που σκιαγραφούνται αδρά;

«Κάποτε στη Σαλονίκη» έζησαν ένας Εβραίος και μια χριστιανή. Ο έρωτάς τους είναι η αφορμή να μας αφηγηθεί η Θεσσαλονίκη την ιστορία της από τον Μεσοπόλεμο ως την Απελευθέρωση. Κι είναι πολύ τυχερή αυτή η πόλη, γιατί την άκουσε προσεκτικά η κυρία Μεταξία Κράλλη. Ένας άντρας, μια γυναίκα και μια πόλη. Αυτή είναι η ιστορία τους.

Πάνος Τουρλής