Ιστορίες με γωνίες

του Σέργιου Αλεξόπουλου

Πώς χωράνε στο ίδιο βιβλίο μια ανταποκρίτρια του αλβανικού μετώπου του 1940, ένας οίκος ευγηρίας, μια θεραπεία ηλεκτροσόκ, ένα σχολικό αναγνωστικό, μια θεατρική παράσταση και πολλά άλλα κατ’ επίφασιν ετερόκλητα στοιχεία; Πώς εγείρουν τις αναμνήσεις αλλά και την πένα του πρωτοεμφανιζόμενου Σέργιου Αλεξόπουλου; Πόσο διαφορετικές είναι οι οπτικές και αφηγηματικές γωνίες και πώς μπορούν να κρατήσουν τον αναγνώστη αιχμάλωτο για περίπου 250 σελίδες;

Η συλλογή αποτελείται από δεκαοκτώ διηγήματα μεσαίας έκτασης και είναι ένα αξιόλογο σύνολο διάφορων και διαφορετικών κειμένων που με ποικίλες αφορμές και εναύσματα ξεδιπλώνουν συγκινητικές και αστείες ιστορίες, γεμάτες ειλικρίνεια, ρεαλισμό και αυθεντικότητα. Δε μου είναι εύκολο να διαλέξω ποια να παρουσιάσω και ποια ν’ αφήσω πίσω γιατί μου άρεσαν όλες και βγήκα κερδισμένος αναγνωστικά από κάθε μία από αυτές. Εντύπωση μου έκανε το «Μπαμ μπαμ, τι έκανες στον πόλεμο, γιαγιά;», όπου ο εγγονός της Αδέλας Μέρλιν (πραγματικό ιστορικό πρόσωπο) ταξιδεύει νοερά με τη γιαγιά του στις δύσκολες στιγμές του ελληνοαλβανικού μετώπου το 1940 όπου είχε πάει ως πολεμική ανταποκρίτρια και βοήθησε όσο και όπως μπορούσε. Συναρπαστικές, συγκινητικές και άκρως ανθρώπινες οι στιγμές που ξεπηδούν μέσα από το κείμενο αυτό και η αφηγήτρια βιώνει ξανά την αγωνία, το κρύο, τη χαρά της νίκης, τη μοναξιά, τον φόβο αλλά και τις φιλικές κινήσεις προς τον αντίπαλο σε αναπάντεχες στιγμές. «Τα χρυσόμηλα του Παραδείσου» είναι ένα πρωτότυπο κείμενο-κράμα ρεαλισμού και φαντασίας, όπου ένα μέλος μιας ομάδας συγγραφέων που πρέπει να παραδώσουν ένα παραμύθι σε μια συγκεκριμένη προθεσμία αρχίζει να μπλέκει τις γνωστές και οικείες εκφράσεις των παραμυθιών (Μια φορά κι έναν καιρό, Κόκκινη κλωστή δεμένη κλπ.) με τη δική του ζωή.

Ο συγγραφέας καταφεύγει και πάλι στον πλούσιο λειμώνα αναμνήσεων, την παιδική ηλικία για να μας χαρίσει το «Φεγγαράκι Μουλαμπρό», όπου ένα άρθρο για την επανέκδοση του «Αλφαβητάριου» που αγάπησαν γενιές και γενιές φέρνει τον αφηγητή αντιμέτωπο με μια εποχή ξεπερασμένη. Αναλύει σχεδόν όλες τις εικόνες του βιβλίου και τις βλέπει με τα σημερινά μέτρα και σταθμά, με την πολιτική ορθότητα της σημερινής κοινωνίας αλλά αναπολεί και τα δικά του μαθητικά χρόνια που στιγματίστηκαν από ένα ψυχολογικό τραύμα. Εξίσου τραυματισμένο ψυχικά είναι και το παιδί στο διήγημα «Σαν έρθει, το τοπίο αφουγκράζεται». Ένας άντρας αναγκάζεται, για να προφυλαχτεί από την ξαφνική βροχή, να επισκεφθεί τη Δημοτική Πινακοθήκη και να παρακολουθήσει μια έκθεση με έργα τέχνης που κατ’ εκείνον είναι άτεχνες μουτζούρες. Να όμως που χάρη σ’ ένα έκθεμα θυμάται τον πατέρα του και τη μανιοκατάθλιψη που τον τυραννούσε. Συσκευές ηλεκτροθεραπείας, μια αχαρτογράφητη ακόμη τότε ασθένεια, παραληρήματα κι ένα τιτάνιο «όχι» της οικογένειας που αρνείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, θεωρώντας το απλά παροδικό, είναι όσα στοιχειώνουν ακόμη τον πρωταγωνιστή του διηγήματος. Με έξυπνο τρόπο συνδυάζεται το ηλεκτροσόκ που προκρινόταν κάποτε ως θεραπεία για τις ψυχικές νόσους με τα μαθήματα ηλεκτρισμού, κινηματογραφίας και ηλεκτρολογίας που παίρνει ο γιος του ασθενή! Σε κάποια σημεία μάλιστα που το παιδί χαρίζει το ηλεκτροσόκ στον πατέρα του ως θεραπευτική μέθοδο είναι τέτοιες οι περιγραφές που σταματούσα το διάβασμα. Εκτός από τις συγκινητικές αναφορές στην παιδική ηλικία, την οργή για τη μη ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος και άλλα ανάγλυφα αισθήματα, εδώ έμαθα πως η έκφραση «χασάπη γράμματα» δεν προέρχεται από το πετσόκομμα της ταινίας που παραπέμπει σε χασάπη αλλά από τα αρχικά ΧαΣάΠης, δηλαδή Χειριστής Συσκευών Προβολής!

Δύο κείμενα πάντως με συγκίνησαν ιδιαίτερα. «Ο δρόμος 8192 φορές», όπου ένας καθηγητής φιλόλογος προτιμά να καταφύγει στους ορισμούς, στα συνώνυμα, στην ετυμολογία των λέξεων παρά να αντικρύσει την αλήθεια για τον γιο του, είναι ένα διήγημα με ευρηματική ανάπτυξη πλοκής και προσεγμένες λέξεις που οδηγούν στη μεγάλη αποκάλυψη με υποδειγματικό τρόπο, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ο αφηγητής πόσο μάταιη είναι η γλωσσική περιχαράκωση μπροστά στην αληθινή ευτυχία κάποιου. Έτσι ξεκινάει μια αναπόληση του οικογενειακού παρελθόντος και με αφορμή το παιδικό βιβλίο «Γελάτε 8192 φορές» ξαναζούμε τα παιδικά χρόνια του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Το δεύτερο είναι το «Διάβασέ με», όπου ένα πρωτότυπο εγχείρημα μετατρέπει τους τρόφιμους ενός γηροκομείου σε «ανθρώπινη βιβλιοθήκη» και τους επισκέπτες σε «αναγνώστες». Αυτό γίνεται μόλις λίγο αφού έχασε έναν πολύτιμο φίλο ο Γιάννης, ένας ηλικιωμένος που σαν άλλο βιβλίο πεπαλαιωμένο νιώθει έτοιμος να γίνει χαρτοπολτός. Πόσο όμορφα, γλυκά και τρυφερά δένονται οι αναμνήσεις του Γιάννη από μια χαμένη αγάπη που απώλεσε με τα τελευταία χρόνια της ζωής του που παρακαλάει κάποιος να τα «διαβάσει», χωρίς να ξέρει πως η πρωτοβουλία αυτή θα τον φέρει μπροστά σε κάτι αναπάντεχο!

Όλα τα κείμενα αυτής της καλογραμμένης συλλογής είναι αξιόλογα, διαφορετικά, μεστά από νοήματα, σκέψεις και εικόνες. Παρατήρησα ωραίες περιγραφές, στρωτό λόγο, ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους, ελάχιστους διαλόγους που αφήνουν όμως την αφηγηματική δεινότητα να ξεδιπλώσει τις αρετές της, δύναμη και ενάργεια στη χρήση των λέξεων, ποικιλία θεμάτων και σε κάποια από αυτά μια πρωτότυπη εξέλιξη της πλοκής. Είμαι σίγουρος πως και προσωπικές αναμνήσεις εντάχθηκαν στη μυθοπλασία, κάνοντάς τα όλα αυτά ένα άψογο δείγμα λογοτεχνικής δημιουργίας που με συντρόφεψε και μου χάρισε αξέχαστες αναγνωστικές στιγμές.

Πάνος Τουρλής